Μια μαθήτρια θυμάται τον πόλεμο

Ζούσαμε τότε στο Μεγάλο Περιστέρι. Ήμουνα στο σπίτι μου μαζί  με την οικογένειά μου όταν μάθαμε ότι οι Γερμανοί ήρθαν στο χωριό. Στην αρχή δεν ξέραμε τι να κάνουμε αλλά ξεκινήσαμε να πάμε πάνω στα βουνά να κρυφτούμε. Ο πατέρας μου έμεινε πίσω να φυλάει το σπίτι.

Καθώς πηγαίναμε να κρυφτούμε, μου φώναξε η γειτόνισσα, η Μαρία, να τη βοηθήσω με τα παιδιά της γιατί ήταν τρία μικρά και δεν μπορούσε να τα κουβαλήσει όλα. Τι να κάνω κι εγώ, πήρα ένα στις πλάτες μου και πήγαμε πάνω. Και ενώ πηγαίναμε περνούσαν τα αεροπλάνα των Γερμανών από πάνω μας. Ευτυχώς βρήκαμε μια σπηλιά και κρυφτήκαμε μέσα. Περνούσε η ώρα και ακόμα ακουγόταν ο ήχος από τα αεροπλάνα κι εγώ ανησυχούσα για τον πατέρα μου.

Ενώ ήμασταν μέσα στη σπηλιά, μετά από κάμποση ώρα κάποιοι είδαν έναν άνθρωπο να τρέχει χτυπημένος και πήγαν να τον μαζέψουν. Και είδα ότι ήταν ο πατέρας μου! Καθίσαμε, του γιατρέψαμε τις πληγές και μας είπε ότι καθόταν στο σπίτι και τους άκουσε να έρχονται. Τότε έφυγε από το πίσω παράθυρο και άρχισε να τρέχει. Οι Γερμανοί του φώναξαν να σταματήσει αλλά αυτός συνέχισε να τρέχει και αυτοί τον πυροβολούσαν. Ευτυχώς πρόλαβε να τους ξεφύγει και κατάφερε να έρθει σε μας. Αλλιώς άμα τον έπιαναν, θα τον σκότωναν.

Στην σπηλιά κάτσαμε μία μέρα μέχρι να φύγουν οι Γερμανοί. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι μας το είδαμε καμένο και μας είχαν πάρει και τα ζώα.

Επιμέλεια κειμένου του Εξάρχου Κωνσταντίνου, μαθητή του Β1 του Γυμνασίου Περάματος Ιωαννίνων.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης