1 Δεκέμβρη
Η λοίμωξη με τον Ιό Ανθρώπινης Ανοσοανεπάρκειας (Human Immunodeficiency Virus Infection) και το Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσοανεπάρκειας (AIDS) είναι μια νόσος του ανθρώπινου ανοσοποιητικού συστήματος που προκαλείται από τον ιό της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV).[1] Η νόσος παρεμβαίνει στο ανοσοποιητικό σύστημα και παρεμποδίζει τη λειτουργία του, κάνοντας τα άτομα με AIDS περισσότερο πιθανά να αποκτήσουν λοιμώξεις, όπως ευκαιριακές λοιμώξεις και όγκους που συνήθως δεν προσβάλουν τα άτομα με λειτουργικά ανοσοποιητικά συστήματα. Αυτή η ευπάθεια χειροτερεύει με την εξέλιξη της νόσου.
Ο ιός HIV προσκολλάται στο δέκτη CD4 που βρίσκεται στα Τ-λεμφοκύτταρα καθώς και στα μακροφάγα. Το RNA του ιού αυτού μπαίνει στο κύτταρο του ξενιστή όπου και αντιγράφεται με τη βοήθεια της αντίστροφης μεταγραφάσης σε DNA. Αυτό πλέον το DNA του ιού ενσωματώνεται με το DNA των χρωμοσωμάτων του ξενιστή. Από εκεί και πέρα μπορεί πλέον ο ιός να ελέγξει τη παραγωγή νέων σωματίων HIV που εξέρχονται από το αρχικά προσβαλλόμενο κύτταρο του ξενιστή. Εναλλακτικά το ενσωματωμένο DNA μπορεί ακόμα να μείνει αδρανές και να μην εντοπιστεί από το ανοσοποιητικό σύστημα. Ο HIV αποφεύγει σταθερά την ανοσοαπόκριση παραμένοντας στα κενοτόπια μέσα στα μακροφάγα. Επίσης ο HIV μπορεί να δεχθεί υψηλά ποσοστά αντιγονικής ποικιλότητας επειδή σφάλματα κατά την αντιγραφή του RNA του ιού σε DNA προκαλούν μεγάλες αλλαγές στη φύση των περιβαλλουσών πρωτεϊνών του ιού. Αν και ένα μικρό ποσοστό φορέων του HIV (περίπου 1 στους 500) δεν αναπτύσσουν AIDS,[9] όλοι οι φορείς του HIV μπορούν να μεταδώσουν τον ιό. Ο μέσος χρόνος από της προσβολής από τον ιό και της εμφάνισης του AIDS είναι περίπου 10 χρόνια.
Τελικά το προσβληθέν άτομο υποκύπτει σε διάφορες λοιμώξεις, επειδή ακριβώς η σταδιακή μείωση του αριθμού των CD4 Τ-λεμφοκυττάρων έχει ως αποτέλεσμα την αστοχία του ανοσοποιητικού συστήματος. Μέχρι σήμερα δεν έχει ανακαλυφθεί εμβόλιο κυρίως επειδή ο ιός παρουσιάζει μεγάλη ικανότητα να μεταλλάσσεται ραγδαία και συνεπώς μεγάλη ικανότητα αποφυγής του ανοσοποιητικού συστήματος. Οι έρευνες δημιουργίας ενός τέτοιου εμβολίου συνεχίζονται από πλήθος επιστημονικών εργαστηρίων. Μέχρι τελευταία (2005) έχει χρησιμοποιηθεί η αζινοθυμιδίνη (ΑΖΤ) που ως αντιρετροϊκό φάρμακο εμποδίζει την αντιγραφή του ιού και επομένως τον πολλαπλασιαμσό του, πλην όμως παρουσιάζει πολλές παρενέργειες. Παράλληλα έχει χρησιμοποιηθεί και η ακτινοθεραπεία που επίσης δημιουργεί πολλές παρενέργειες.