Αλάσκα

Η Αλάσκα (αγγλικά: State of Alaska, ρωσικά: Аляска) είναι πολιτεία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, που συνορεύει στα ανατολικά με τον Καναδά, στα δυτικά με τη Ρωσία και βρέχεται από τον Αρκτικό και τον Ειρηνικό ωκεανό. Έχει έκταση 1.723.337 τ.χλμ.[1] και πληθυσμό 737.438 κατοίκους (εκτίμηση 2018)[2]. Η Αλάσκα ανήκε στη Ρωσία έως το 1867, χρονιά κατά την οποία πωλήθηκε στις ΗΠΑ, από τον τσάρο Αλέξανδρο Β΄ έναντι του ποσού των 7.200.000 δολαρίων και το 1959 ανακηρύχθηκε ομόσπονδη πολιτεία των Ηνωμένων Πολιτειών. Η εξερεύνηση της άρχισε το 1741 από τον Βίτους Μπέρινγκ, για λογαριασμό της Ρωσίας. Τη συνέχισε το 1778 ο Τζέιμς Κουκ και στις αρχές του 19ου αιώνα αποστολές εξερεύνησαν τις ακτές από τον Ειρηνικό ως τον Βόρειο Παγωμένο ωκεανό. Η συστηματική εξερεύνηση της Αλάσκας και ο αποικισμός της που ακολούθησε οφείλονται κυρίως στους Σιβηριανούς και Αμερικανούς κυνηγούς, οι οποίοι από το 1784 ίδρυσαν εταιρίες για το κυνήγι ζώων και την πώληση γουναρικών.

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ

Η Αλάσκα είναι η βορειότερη και δυτικότερη πολιτεία των Ηνωμένων Πολιτειών και έχει το μεγαλύτερο ανατολικό γεωγραφικό μήκος στις Ηνωμένες Πολιτείες, επειδή τα Αλεούτια Νησιά εκτείνονται στο ανατολικό ημισφαίριο. Η Αλάσκα είναι η μοναδική μη μη συνεχόμενη πολιτεία των ΗΠΑ στην ηπειρωτική Βόρεια Αμερική. Περίπου 800 χλμ. (500 μίλια) της Βρετανικής Κολομβίας (Καναδάς) χωρίζει την Αλάσκα από την Ουάσινγκτον. Είναι τεχνικά τμήμα της ηπειρωτικής χώρας των ΗΠΑ, αλλά μερικές φορές δεν περιλαμβάνεται. Η Αλάσκα δεν είναι μέρος των παρακείμενων ΗΠΑ, συχνά αποκαλούμενων «Κάτω 48″. Η πρωτεύουσα, Τζούνο, βρίσκεται στην ηπειρωτική χώρα της βορειοαμερικανικής ηπείρου, αλλά δεν συνδέεται οδικώς με το υπόλοιπο σύστημα των εθνικών οδών της Βόρειας Αμερικής.

Η πολιτεία συνορεύει με το Γιούκον και τη Βρετανική Κολομβία στον Καναδά στα ανατολικά, τον κόλπο της Αλάσκας και τον Ειρηνικό Ωκεανό στα νότια και νοτιοδυτικά, τη Βερίγγειο θάλασσα, τον Βερίγγειο Πορθμό και τη θάλασσα Τσούκτσι στα δυτικά και τον Αρκτικό Ωκεανό στα βόρεια. Τα χωρικά ύδατα της Αλάσκας αγγίζουν τα χωρικά ύδατα της Ρωσίας στο Βερίγγειο Πορθμό, καθώς το ρωσικό νησί Μεγάλος Διομήδης και το νησί της Αλάσκας Μικρός Διομήδης απέχουν μόνο 3,8χλμ. Η Αλάσκα έχει μεγαλύτερη ακτογραμμή από ό,τι όλες οι άλλες πολιτείες των ΗΠΑ.

Η έκταση της Αλάσκας σε σύγκριση με τις 48 πολιτείες της εύκρατης ζώνης.

Η Αλάσκα είναι η μεγαλύτερη πολιτεία στις Ηνωμένες Πολιτείες συνολικής επιφάνειας 1.717.856 τ.χλμ., πάνω από το διπλάσιο του μεγέθους του Τέξας, της επόμενης μεγαλύτερης πολιτείας. Μετρώντας τα χωρικά ύδατα, η Αλάσκα είναι μεγαλύτερη από τη συνδυασμένη περιοχή των τριών μεγαλύτερων πολιτειών: Τέξας, Καλιφόρνια και Μοντάνα. Είναι επίσης μεγαλύτερη από τη συνδυασμένη περιοχή των 22 μικρότερων πολιτειών της Αμερικής.

ΙΣΤΟΡΙΑ

Υπάρχει μια ανεπίσημη υπόθεση, ότι η σλαβική θαλασσοπόροι έχουν φθάσει στις ακτές της Αλάσκα ακόμα τον 8ο αιώνα π. χ[3]. Σύμφωνα με τον Γιούρι Κνωροζοβ σλαβική γλώσσα έχει διατηρήσει μερικά δανεισμού από αζτέκων γλώσσαςкорабль (πλοίο), водоросль (άλγη), толк (σκοπός, νόημα, από την αζτTzolk — μετρούν)[4][5].

Πρώτη γνωστή αποστολή της Ρωσίας από τη Σιβηρία στην Αλάσκα ήταν μια εκστρατεία το 1648 που ίδρυσε τον πρώτο οικισμό την Κίνγκοβεϊ. Το 1732 ο Μιχαήλ Γκνοντέβ κατέπλευσε στις ακτές της «Μεγάλης γης» (βορειοδυτική Αμερική) και χαρτογράφησε την ακτή περίπου 300 χιλιόμετρα και περιέγραψε τα στενά και τα νησιά που βρίσκονται σε αυτή.

Επόμενη επαφή των Ευρωπαίων με την Αλάσκα έγινε το 1741, όταν ο Βίτους Μπέρινγκ ηγήθηκε μίας αποστολής του ρωσικού ναυτικού με το πλοίο «Άγιος Πέτρος», η οποία έφτασε στις δυτικές ακτές της περιοχής. Με την επιστροφή της αποστολής, το πλήρωμα έφερε μαζί του γούνες από θαλάσσιες ενυδρίδες, οι οποίες θεωρούνται από τις καλύτερες γούνες παγκόσμια, και έτσι σταδιακά μικροί συνεταιρισμοί γουνεμπόρων ξεκίνησαν να εξερευνούν τα Αλεούτια νησιά και την Αλάσκα από τις ακτές της Σιβηρίας. Η πρώτη μόνιμη εγκατάσταση Ευρωπαίων έγινε το 1784, ενώ παράλληλα η Ρωσο-Αμερικανική Εταιρία που ιδρύθηκε άρχισε να υλοποιεί ένα εκτεταμένο πρόγραμμα αποίκησης το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Η πρώτη πρωτεύουσα της περιοχής ήταν η πόλη Νέος Αρχάγγελος στο νησί Κόντιακ, αλλά στη συνέχεια η έδρα μεταφέρθηκε στη Σίτκα, η οποία παρέμεινε πρωτεύουσα για έναν αιώνα τόσο κάτω από ρωσικό όσο και αμερικανικό έλεγχο της Αλάσκας. Οι Ρώσοι δεν αποίκησαν ποτέ πλήρως την περιοχή, καθώς η κίνηση αυτή δεν ήταν ιδιαίτερα επικερδής. Ο Ουίλιαμ Χ. Στιούαρτ, υπουργός εξωτερικών των ΗΠΑ, διαπραγματεύτηκε την αγορά της Αλάσκας από τη Ρωσία το 1867 για το ποσό των 7,2 εκατομμυρίων δολαρίων. Αρχικά, ως τμήμα των ΗΠΑ, η Αλάσκα ήταν στη χαλαρή δικαιοδοσία του στρατού, ενώ μετά το 1884 αποτελούσε ανεπίσημα αμερικανική εδαφική επικράτεια.

Τη δεκαετία του 1890 ξεκίνησε η περίοδος του πυρετού του χρυσού που έφερε στην Αλάσκα, αλλά και στη γειτονική πολιτεία Γιούκον του Καναδά, χιλιάδες χρυσωρύχους και έποικους. Το 1912 παραχωρήθηκε επίσημα στην Αλάσκα το καθεστώς της εδαφικής επικράτειας και η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην πόλη Τζούνο.

Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τα εξωτερικά Αλεούτια νησιά ΆτουΑγκάτου και Κίσκα καταλήφθηκαν από την Ιαπωνία από τον Ιούνιο του 1942 ως τον Αύγουστο του 1943, οπότε και απελευθερώθηκαν με εκστρατεία του αμερικανικού στρατού. Επίσης, η Ουναλάσκα και το Ντατς Χάρμπορ αποτέλεσαν σημαντική βάση του αμερικανικού ναυτικού αλλά και των πεζοναυτών των ΗΠΑ. Παράλληλα, με βάση το αμερικανικό πρόγραμμα παραχώρησης, αρκετά αεροπλάνα μεταφέρθηκαν από τον Καναδά στο Φέρμπανκς και την Νομ της Αλάσκας, για να δοθούν σε πιλότους του σοβιετικού στρατού και στη συνέχεια να χρησιμοποιηθούν για την απώθηση της γερμανικής εισβολής στη Σοβιετική Ένωση. Εκείνη την περίοδο η κατασκευή στρατιωτικών βάσεων συνέβαλε στην αύξηση του τοπικού πληθυσμού.

Άνκορατζ, η μεγαλύτερη πόλη της Αλάσκας

Στις 7 Ιουλίου του 1958 εγκρίθηκε το πολιτειακό καθεστώς της Αλάσκας, η οποία ανακηρύχθηκε επίσημα η 49η πολιτεία των ΗΠΑ στις 3 Ιανουαρίου του 1959.

Το 1964 συνέβη ο ισχυρός σεισμός γνωστός ως «σεισμός της Μεγάλης Παρασκευής», με επίκεντρο ακατοίκητη περιοχή της Αλάσκας, ο οποίος κατατάσσεται ως ο τρίτος ισχυρότερος καταγεγραμμένος σεισμός παγκόσμια, με μέγεθος 9,2. Ο φοβερός και καταστροφικός απολογισμός του ήταν 131 νεκροί και καταστροφή αρκετών χωριών και οικισμών.

Το 1968 ανακαλύφθηκαν κοιτάσματα πετρελαίου στον κόλπο Προύντο, ενώ το 1977 ολοκληρώθηκε ο αγωγός Τρανς-Αλάσκα ξεκινώντας μία νέα εποχή «πυρετού του πετρελαίου» στην πολιτεία. Το 1989 το ατύχημα του δεξαμενόπλοιου Έξον Βαλντέζ στον όρμο του Πρίγκηπα Ουίλιαμ προκάλεσε τη διαφυγή περίπου 40.000 τόνων αργού πετρελαίου σε μία πετρελαιοκηλίδα που εξαπλώθηκε σε περισσότερα από 1600 χιλιόμετρα ακτογραμμής. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε μία από τις πιο μεγάλες οικολογικές καταστροφές στον πλανήτη, αλλά παράλληλα και ένα ορόσημο για τα μέτρα ασφάλειας της ναυτιλίας ως προς το περιβάλλον.