Από μικρός κάθε φορά που έβλεπα ένα βαπόρι να φεύγει απ’ το λιμάνι στεκόμουν και το κοιτούσα μέχρι να χαθεί. Μ’ άρεσε εκείνος ο βαθύς ήχος που ερχόταν από μέσα του. Το βουητό της μηχανής ήταν σαν ανάσα σα να παίρνε ζωή το σίδερο και να γινόταν πλάσμα που ταξιδεύει εκεί κάτω στο μηχανοστάσιο. Δεν είναι εύκολα τα πράγματα. Ζέστη, ιδρώτας, μυρωδιά πετρελαίου παντού μα και όμως είχε μια μαγεία. Οι μηχανικοί δουλεύουν μέσα σε φασαρία με μάτια κόκκινα από την κούραση αλλά με περηφάνια γιατί ξέρουν πως χωρίς αυτούς το βαπόρι δε θα πάει πουθενά. Αυτοί κρατούν την καρδιά του να χτυπά μέρα κα νύχτα μέσα στη θάλασσα. Μου αρέσει να φαντάζομαι τη στιγμή που όλα δουλεύουν ρολόι· οι στροφές της μηχανής, το λάδι που κυλάει, το νερό που ψύχει κι η προπέλα που σπρώχνει το πλοίο μπροστά. Όλα αυτά μαζί κάνουν έναν ήχο δυνατό σαν τραγούδι. Ένα τραγούδι που μόνο όσοι αγαπούν τη θάλασσα θα μπορούν να καταλάβουν. Οι μηχανές των βαποριών δεν είναι απλά σίδερα και βίδες, είναι καρδιές που χτυπούν με ρυθμό, έχουν ψυχή και κουβαλούν όνειρα ανθρώπων. Κάθε ταξίδι ξεκινά από αυτές.
Κι εγώ κάθε φορά που βλέπω ένα βαπόρι να σαλπάρει σκέφτομαι εκεί κάτω κάτω βαθιά στο σίδερο της μηχανής που βουίζουν και σπρώχνουν το καράβι στο άγνωστο. Ίσως μια μέρα να βρεθώ κι εγώ εκεί να νιώσω από κοντά αυτή τη δύναμη που ενώνει τον άνθρωπο με τη θάλασσα.
Γιώργος Αμέντας
