Το ναυτικό δίκαιο είναι ο ιδιαίτερος κλάδος του ιδιωτικού και του δημοσίου δικαίου που ρυθμίζει τις νομικές σχέσεις που γεννώνται από τη ναυσιπλοΐα και τη ναυτική δραστηριότητα. Με άλλα λόγια καθορίζει τους κανόνες που διέπουν το πλοίο, το πλήρωμα, τους πλοιοκτήτες, τους ναυλωτές, τους επιβάτες και γενικά όλες τις συναλλαγές και υποχρεώσεις που σχετίζονται με τη θάλασσα.
Η θάλασσα υπήρξε από τα αρχαία χρόνια ο σημαντικότερος δρόμος επικοινωνίας, εμπορίου και πολιτισμού. Οι Έλληνες, ως ναυτικός λαός, ανέπτυξαν νωρίς κανόνες που ρυθμίζουν τις θαλάσσιες συναλλαγές, την ευθύνη του πλοιάρχου και τα δικαιώματα των ναυτικών. Ήδη από την εποχή των Μινωιτών και των Φοινίκων, υπάρχουν ενδείξεις ύπαρξης εθίμων που λειτουργούν ως πρώιμες μορφές ναυτικού δικαίου.
Κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο, το ναυτικό δίκαιο άρχισε να παίρνει πιο συγκεκριμένη μορφή. Οι Αθηναίοι, ως κυρίαρχοι του θαλάσσιου εμπορίου, θέσπισαν κανόνες που αφορούσαν τη ναύλωση, τη θαλάσσια ασφάλεια και τη μεταφορά αγαθών. Ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της αρχαιότητας ήταν ο Νόμος της Ρόδου περί θαλασσίου δικαίου, γνωστός και ως Ναυτικός Νόμος των Ροδίων. Ο νόμος αυτός αποτέλεσε τη βάση για το μεταγενέστερο Ρωμαϊκό και Βυζαντινό ναυτικό δίκαιο.
Στα χρόνια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι Ρωμαίοι υιοθέτησαν πολλά στοιχεία από τον Ροδιακό Νόμο και τα ενσωμάτωσαν στο Ρωμαϊκό Δίκαιο. Έτσι, δημιουργήθηκε ένα ενιαίο νομικό σύστημα που ρυθμίζει ζητήματα όπως η ναυτική δανειοδότηση, η ευθύνη για απώλειες φορτίου και οι συμβάσεις ναύλωσης.
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο, το ναυτικό δίκαιο εξελίχθηκε περαιτέρω μέσα από τη Νεαρά του Λέοντα του Σοφού και αργότερα μέσα από τους Βασιλικούς, οι οποίοι περιείχαν πολλές διατάξεις σχετικές με τη ναυτιλία, τα πλοία και τα πληρώματα.
Στα μεσαιωνικά χρόνια, το ναυτικό δίκαιο εμπλουτίστηκε με τη διάταξη των Consolato del Mare, ενός καταστατικού της θάλασσας που αποτέλεσε σημαντική συλλογή ναυτικών νόμων και κανόνων και επηρέασε όλη τη Μεσόγειο.
Στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, με την ίδρυση του ελληνικού κράτους, το ναυτικό δίκαιο διαμορφώθηκε με βάση τα πρότυπα του γαλλικού Εμπορικού Κώδικα του 1807 (Code de Commerce), προσαρμοσμένο όμως στις ελληνικές ανάγκες και στη μεγάλη ναυτική παράδοση του τόπου.
Σήμερα, το ναυτικό δίκαιο ρυθμίζεται κυρίως από τον Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (ΚΔΝΔ) και τον Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ). Οι δύο αυτοί κώδικες καλύπτουν τόσο τις σχέσεις του κράτους με τα πλοία και τα πληρώματα (ιδιοκτησία, πειθαρχικά ζητήματα, πλοήγηση, κ.α.) όσο και τις ιδιωτικές σχέσεις (ναύλωση, μεταφορά φορτιών, ευθύνη πλοιάρχου, σύμβαση ναυτολόγησης κ.λπ.).
Πηγές του ναυτικού δικαίου είναι οι νόμοι και οι κανονισμοί του κράτους, οι διεθνείς συμβάσεις όπως η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της θάλασσας- (UNCLOS) και η SOLAS για την ασφάλεια στη θάλασσα, καθώς και το ναυτικό έθιμο που έχει μεγάλη σημασία λόγω της διεθνούς φύσης της ναυτιλίας.
Η σημασία του ναυτικού δικαίου είναι τεράστια, καθώς η ναυτιλία αποτελεί μια από τις σημαντικότερες οικονομικές δραστηριότητες παγκοσμίως και ειδικά για την Ελλάδα, η οποία διαθέτει τον μεγαλύτερο εμπορικό στόλο στον κόσμο. Το ναυτικό δίκαιο εξασφαλίζει την ομαλή λειτουργία των θαλάσσιων μεταφορών, την προστασία της ανθρώπινης ζωής στην θάλασσα, την ευθύνη για τις ζημιές και ρύπανση και τη ρύθμιση των σχέσεων ανάμεσα στα πρόσωπα που δραστηριοποιούνται στον ναυτικό χώρο.
Φαραγκουλιτάκης Φώτιος
