«Η μελωδία που αναγνωρίζει η καρδιά»

      Ήταν ακόμη ένα από εκείνα τα γκριζωπά και πολύβουα πρωινά. Η θωριά του ηλίου, αποφάσισε να κρυφτεί από τους ανθρώπους, πράξη που κατόρθωσε να επιτύχει· μόνο που… λησμόνησε να τους φανερωθεί. Άλλωστε, οι βιαστικοί άνθρωποι του συρμού, οι ανήσυχοι άνθρωποι της πρωινής αυτοκινητιστικής συμφόρησης… οι αγανακτισμένοι… ή εκείνοι που έστεκαν στην σειρά του ταχυδρομείου, δεν είχαν έγνοια, δεν είχαν μάτια για τον ήλιο. Ήταν μετέωροι σε μια λίμνη καταπίεσης και πότε πότε, με την εισχώρηση νέων στην λίμνη αυτή, αναγκάζονταν να βυθίζονται βαθύτερα, ώστε να εξυπηρετήσουν την «οικονομία» του χώρου.

      Ωστόσο, αν και καταπνιγμένοι από τα άγχη τους, κατέκλεβαν λίγο χρόνο, έστω και κατά την αναμονή τους στον συρμό ή στο ταχυδρομείο προκειμένου να συλλογιστούν: «Μα πώς κατάντησε έτσι η χώρα μας… οι μετανάστες έφτασαν να υπερτερούν αριθμητικά από τους δικούς μας! Πολύ σωστά γράφει η εφημερίδα, πρέπει να απαλλαχθούμε από δαύτους άμεσα! Έπειτα, τι φριχτή η ένδυση των νεαρών κοριτσιών με αυτά τα φαρδιά ρούχα, θαρρείς και δεν γνώριζαν πως να αξιοποιήσουν το περιττό ύφασμα οι βιομηχανίες… και όλοι αυτοί οι μαυριδεροί που κυκλοφορούν ανάμεσά μας; Πώς έγινε τόσο ανεξέλεγκτη η κατάσταση!». Οι παραπάνω συλλογισμοί, δυστυχώς, δεν ανήκουν σε κάποιον κληρικό του 18ου αιώνα. Δυστυχώς, δεν ανήκουν σε κάποια αριστοκράτισσα της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά σε ανθρώπους της σύγχρονης εποχής ή καλύτερα διατυπωμένα, της εποχής την οποία θεωρούμε εκσυγχρονισμένη. Όμως, οι άνθρωποι που την αποτελούν, βρίσκονται σε ένα μεταβατικό στάδιο από τον Μεσαίωνα, αιωρούμενοι στον σκοταδισμό.

      Συνεχίζοντας την αφήγησή μου, οι άνθρωποι της γκριζωπής πόλης, κάθε μονότονο πρωινό, επιτελούσαν επαναλαμβανόμενους ελιγμούς στην ανιαρή ζωή τους, έχοντας τα αυτιά τους σφραγισμένα, μα τους οφθαλμούς τους πάντοτε ανοικτούς για να εντοπίσουν κάποιον διαφορετικό από τους ίδιους και να τον στοχοποιήσουν, ηθελημένα και μη. Μα τι ανέφερα μόλις προ ολίγου, «κάποιον διαφορετικό»! Τι οξύμωρο! Να διαθέτουν τα μάτια τους ώστε να κατακρίνουν και όχι για να εντοπίζουν το όμορφο, το πρωτότυπο!

      Ξάφνου, μέσα από τα βαγόνια του συρμού, ανάμεσα στο πλήθος των ανθρώπων που ανέμεναν στην σειρά του ταχυδρομείου και διασχίζοντας την διάβαση των πεζών, αναδύθηκαν τέσσερις φιγούρες, τέσσερις σκιές. Και εάν διέκρινα σωστά, έφεραν μερικά ογκώδη αντικείμενα μαζί τους. Επέλεξαν να σταθούν στην διάβαση των πεζών, όπου τα γύρω αυτοκίνητα, σαν αποσβολωμένα, έπαψαν να κυλούν στην άσφαλτο.

      Κλείνω τα μάτια και νιώθω μια μελωδία να κινείται γύρω από τα αυτιά μου, αγγίζοντάς τα με στοργή· ναι, πράγματι, ακούω μια μελωδία! Έπειτα, ανοίγω τα μάτια και θωρώ μια έκρηξη χρωμάτων, την ομορφότερη που αντίκρισα ποτέ μου! Και οι σκιές, λαμβάνουν μορφή! Είναι άνθρωποι; Ναι, είναι άνθρωποι πολύχρωμοι, μοναδικοί, διαφορετικοί… Κι όμως, συνθέτουν την πιο συνοχική, την πιο αρμονική ορχήστρα! Άραγε μπορεί κάποιος άλλος να ακούσει την μελωδία; Άραγε μπορεί κανείς να διακρίνει την πολυχρωμία; Από τώρα, ίσως και να μπορέσει. Άλλωστε, ο ήλιος έχει πια ανατείλει… 

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης