Η Λυδία, ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι της πρώτης Λυκείου, περνάει τον χρόνο της κλεισμένη στο σπίτι. Σε ένα μικρό, κρύο και σκοτεινό δωμάτιο την έχει κλειδωμένη ο άγριος και κακός πατέρας της. Στο σχολείο, την Λυδία βλέπουν όλοι ως ένα ήσυχο, όμορφο και γλυκό κορίτσι που ποτέ δεν διστάζει να βοηθήσει όποιον την χρειάζεται. Πίσω από το πρόσχαρο πρόσωπό της, όμως, κρύβεται μια τραυματισμένη και βασανισμένη ψυχή. Δεν έχει πει κουβέντα για το ξύλο που της δίνει σχεδόν καθημερινά ο πατέρας της, ούτε για το γεγονός ότι την αφήνει νηστική όλη την μέρα.
Παρόλα αυτά, ένα αγόρι από την τάξη της, ο Θανάσης, μπόρεσε να δει πίσω από το ψεύτικο χαμόγελο της. Μπόρεσε να δει την λύπη στα μάτια της και την απελπισία στα τρεμάμενα χέρια της. Την πλησίασε μια μέρα και της μίλησε, ήρεμα και γλυκά, κάνοντάς την να αισθανθεί άνετα και να ανοιχτεί μαζί του. Έτσι ακριβώς και έγινε. Η Λυδία, με δάκρυα στα μάτια, του εξήγησε τα πάντα. Του είπε για τον βίαιο πατέρα της που την κλείδωνε στο μικρό δωματιάκι και την ξεχνούσε για ώρες, πολλές φορές ακόμα μια μέρες. Ο Θανάσης την κοιτούσε σοκαρισμένος, έβλεπε πόσο πονούσε καθημερινά χωρίς να λέει κουβέντα σε κανέναν, πόσο βοηθούσε του πάντες αλλά χωρίς να παίρνει πίσω την βοήθεια που χρειάζεται. Αφού η Λυδία τελείωσε την αφήγηση του δράματος της, ο Θανάσης της σκούπισε ήρεμα τα μάτια και την αγκάλιασε σφιχτά. “Όλα θα πάνε καλά, θα το δεις. Η μαμά μου είναι αστυνομικός, θα της τα μεταφέρω και θα την βρει αυτή την λύση. Δεν σου αξίζει όλο αυτό και το ξέρεις, φαίνεται. Είναι μόνο αδιανόητο πως ένας άνθρωπος σαν κι εσένα μπορεί να έχει πονέσει τόσο στην ζωή του” της είπε όσο αυτή έκλαιγε στον ώμο του και τον ευχαριστούσε.
Μετά από περίπου δύο μήνες, ο Θανάσης είχε μιλήσει στην μητέρα του κι αυτή συνέλαβε τον πατέρα της Λυδίας, αφού αυτή είχε συμφωνήσει. Δεν την άφησαν όμως μόνη, την πήραν μαζί τους στο σπίτι τους και την φρόντισαν σαν να ήταν δική τους οικογένεια. Καθώς τα χρόνια περνούσαν, η Λυδία και ο Θανάσης ένιωθαν πια σαν αδέρφια. Η Λυδία ήταν πλέον πραγματικά χαρούμενη, το πρόδιδε η λάμψη στο πρόσωπο της. Το χαρούμενο προσωπείο που συνήθιζε να βάζει τώρα ήταν στα σκουπίδια, σκισμένο σε χιλιάδες μικρά κομματάκια.
