Πονεμένες καρδιές,
Παραπονεμένος λαός.
Νεύρα,
αντηχεί η σιωπή.
Κουράγιο,
αντηχεί η ταπεινότητα.
Το γυναικείο αυτό μαντήλι έχει μεγάλους μακρινούς ορίζοντες.
Πού θα φτάσει;
Τι γίνεται εδώ;
Σιωπή, σιωπή, σιωπή.
Το τίποτα είναι λίγο.
Τα ουρλιαχτά και οι στριγκλιές των οικογενειών δεν μετράνε.
Μόνο αν αντιμιλήσεις στους τρανούς και στους δυνατούς
ίσως να πάψει η εκκωφαντική σιωπή.
Σώπασε!
Φωνάζουν!
Πατάω πόδι, ξεροκαταπίνω, σφίγγω τις γροθιές μου,
Άγχος με κυριεύει, κρύος ιδρώτας με λούζει,
Απαντάω με τρεμάμενη φωνή, δεν φαίνομαι αποφασιστική,
Δεν θέλω να σωπάσω.
Είπα και όλοι μαρμάρωσαν.
Σαν να σταμάτησε ο χρόνος, όχι για πολύ.
Από παντού τερατώδη μάτια ξεπροβάλουν.
Φοβάμαι.
Τώρα φωνάζουν πιο δυνατά.
Τι δημιούργησα;
Τρόμος.
Έχει πλάκα το μυαλό σαν μπαίνει σε λογική λειτουργία
να επεξεργαστεί τάχα συναισθήματα.
Έχει πλάκα; Ακούω καλά;
Όχι. Όχι και όχι.
Τίποτα δεν είναι φαντασία.
Τίποτα δεν θα παραμείνει.
Τέλος.
Ένα ανθρώπινο τέλος γεννιέται.
Πόνος.
Κυριαρχεί ο γλυκός, τσουχτερός, κρύος πόνος.
Σιωπή.