Μαθητές του σχολείου μας που φοιτούν στην Α΄ Γυμνασίου με αφορμή μια δραστηριότητα του σχολικού βιβλίου εμπνέονται και γράφουν μια φανταστική ιστορία με βάση τα σύμβολα στο δίσκο της Φαιστού
Η Ιστορία του Δίσκου της Φαιστού
Πριν πολλά πολλά χρόνια, πριν ακόμα έρθει ο Χριστός στη γη, ζούσε ένας στρατιώτης, ο Χαρίκλειος, στο ανάκτορο της Κνωσού μαζί με την οικογένειά του, την γυναίκα, την Αφροξυλάνθη, τους τρεις γιους του και τις δύο κόρες του. Ήταν μια πολυμελής οικογένεια.
Στον μικρότερό του γιο, τον Ιννοκέντιο, άρεσε πάρα πολύ να παίζει ποδόσφαιρο με τους φίλους του. Όμως εκείνα τα χρόνια δεν είχανε μπάλες κι έτσι παίζανε με ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Για παράδειγμα μια μέρα έπαιζαν με ένα ψάρι. Ένα απόγευμα λοιπόν παίζανε ποδόσφαιρο με ένα λεμόνι. Έπαιζαν όλη μέρα χωρίς σταματημό, μόνο όταν έπεφτε η νύχτα πήγαιναν σπίτια τους. Πάει το άλλο πρωί ο δήμαρχος και φωνάζει στον Χαρίκλειο <<αν τυχόνν το παιδί σας ξαναπετάξει λεμόνι στο κεφάλι μου θα του το φέρω πίσω και θα’χω και δίκιο!>>.
Την επόμενη μέρα τα παιδιά, όπως πάντα, έπαιζαν ποδόσφαιρο. Ο Δήμαρχος ένιωσε άσχημα για αυτό που έγινε την προηγούμενη μέρα και αποφάσισε να πάει να παίξει κι αυτός ως τερματοφύλακας! Ο στρατιώτης παραξενεύθηκε, γιατί αυτός το μόνο που ήξερε ήταν να μαλώνει παιδιά. Πέρα από αυτά όμως είχαν ξεχάσει και οι δυο τους πως οι Μυκηναίοι ετοιμάζονταν για πόλεμο, ενώ αυτοί δεν το είχαν ανακοινώσει καν στον λαό!
Άρχισαν όλοι οι άντρες να ετοιμάζονται αφού τους ανακοίνωσαν τα νέα. Το ίδιο έκανε και ο στρατιώτης με τον μεγάλο του γιο τον Λεοντόκαρδο. Αυτός δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του να κουνηθεί! Έτσι ο πατέρας του τον προπονούσε κάθε μέρα. Ένα όμως ήταν το κακό, ήταν χειμώνας και τον χειμώνα χιονίζει πολύ και η μετακίνηση είναι δύσκολη! Το μόνο που τους παρηγορούσε ήταν πως ο πόλεμος τελειώνει αναγκαστικά την άνοιξη, όταν η Μαργαρίτα, το λουλούδι στο γραφείο του δημάρχου , ανθίσει. Αυτό ήταν νόμος και είχαν συμφωνήσει όλα τα κράτη για αυτό. Όταν το λουλούδι μαραίνονταν τότε ο πόλεμος συνέχιζε.
Αρχίζει λοιπόν τον Ιανουάριο ο πόλεμος- που τελικά ήταν ναυμαχία και ο στρατιώτης και ο δήμαρχος πολεμούσαν μπροστά μπροστά στην πρώτη σειρά ετοιμοπόλεμοι και μη φοβούμενοι για τίποτα!(ο στρατιώτης τουλάχιστον…)Οι πολεμιστές της Κνωσού έπλεαν προς τους Μυκηναίους και οι Μυκηναίοι προς τους πολεμιστές της Κνωσού. Οι μυκηναίοι όμως ήταν αμέτρητοι! Ήταν τουλάχιστον οι τριπλάσιοι από αυτούς της Κνωσού.
Πολεμούσαν για αρκετούς μήνες. Το λουλούδι δεν έλεγε να ανθίσει. Είχε φτάσει Μάιος!!! Όλη η Κνωσός είχε κουραστεί πάρα πολύ. Οι άντρες πολεμούσαν, οι γυναίκες και τα παιδιά τους πήγαιναν φαγητό και νερό. Τον Απρίλιο, έναν μήνα αργότερα, είχαν απομείνει μόνο 12 καράβια για τον στόλο της Κνωσού κι άλλα 101 για τους Μυκηναίους. Ο δήμαρχος και ο Λεοντόκαρδος είχαν χτυπηθεί άσχημα, αλλά στρατιώτης ευτυχώς τους βρήκε καταφύγιο σε ένα νησί με δύο βουνά σε μια φωλιά ενός αετού. Κάθισαν εκεί λοιπόν, ώσπου να αναρρώσουν.
Πίσω στο ανάκτορο, όπου ζούσε η οικογένειά του, τα μικρά αγόρια παίζανε ποδόσφαιρο, ξανά, με μία πέτρα όπως συνήθιζαν ούτως ή άλλως. Οι δυο κόρες στο τέρμα και η μητέρα μαγείρευε. Κλοτσάει μια ο μεσαίος ο γιος, ο Ερωτόκριτος και η μικρή κόρη η Ξανθίππη δεν μπόρεσε να την πιάσει. Η πέτρα είχε εξαφανιστεί τόσο ψηλά που την πέταξε. Από την άλλη, όσο τα παιδιά διασκέδαζαν, ο πατέρας τους πολέμαγε για την ζωή του! ήταν αντιμέτωπος λοιπόν με έναν Μυκηναίο. Αυτός ήταν πολύ κουρασμένος. Εκεί που ο Μυκηναίος κόντεψε να τον αποτελειώσει του ήρθε μια πέτρα από το πουθενά στο κεφάλι! Από πού να ήταν άραγε…
<<Ωχ! Μισό λεπτό! Το λουλούδι άνθισε!!!>> είπε ενθουσιασμένος ο αγγελιοφόρος του δημάρχου και έτρεξε ως εκεί να ενημερώσει των στόλο ώστε να σταματήσει ο πόλεμος. Τα πράγματα όμως δεν πήγαν τόσο καλά όσο φαντάστηκαν όταν το λουλούδι ξανά μαράθηκε…
Σκληρού Μαρία Α2,
Ήταν μια αγαπημένη οικογένεια, φόρεσαν την πανοπλία τους, τα γάντια τους, την περικεφαλαία τους, πήραν τα τόξα τους, τις ασπίδες τους, τα ρόπαλα τους, κλείδωσαν το σπίτι και βγήκαν για αναζήτηση τροφής και επιβίωσης. Καθώς έσκαβαν ο ένας βρήκε δόντι ζώου, ο άλλος βρήκε ξύλα και η γυναίκα βρήκε ένα πήλινο αγγείο, μια τσουγκράνα και καρφιά.
Έτσι ξεκίνησαν να χτίζουνε το σπίτι τους με αυτά τα εργαλεία. Αφού τελείωσε το σπίτι φτιάξανε και μια βάρκα, που θα τους βοηθούσε στη συνέχεια στο ψάρεμα. Με το κέρατο, το πρώτο ζώο που σφάξανε, πήρανε το δέρμα του για να κάνουνε ρούχα και παπούτσια. Η ημέρα ήταν ηλιόλουστη και στον ουρανό πετούσε ένα ολόλευκο περιστέρι. Οι άντρες πήγανε για ψάρεμα και η γυναίκα μάζεψε κάποια βότανα, κάποια λουλούδια για να φυτέψει και να ομορφύνει την αυλή του σπιτιού. Όταν γυρίσανε η γυναίκα έπαιξε άρπα και μεγάλος ο γιός φυσαρμόνικα. Με μουσική και χαρά έκλεισε η μέρα στο χαρούμενο σπιτικό.
Βασίλειος-Νεκτάριος Μπικιαρόπουλος Α2,
Δίσκος Φαιστού
Η κοιλάδα των μάγων
Κάποτε πολύ παλιά ( ίσως και σήμερα,) μιλούσαν για πέντε φίλους που ο καθένας τους είχε μια μαγική ικανότητα. Ο Μερλιν που του άρεσε να διαβάζει κρυστάλλινες σφαίρες, η Μαγκνεφισεντ που μεταμόρφωνε τους ιστούς των αραχνών σε εκθαμβωτικά γάντια, ο Σεντρικ που κατασκεύασε την φτερωτή άμαξα που μπορούσε να πετάξει, ο Ρουο που έφτιαξε για πρώτη φορά ένα υπέρλαμπρο νήμα με το οποίο έραβε πανέμορφα πανωφόρια που σε μετέφεραν σε άγνωστα μέρη , ο Ορεν που μετέτρεπε τα ξύλα των δέντρων σε περίτεχνα κουπιά και ο Γουίλφρεντ που μεταμόρφωνε το νερό σε υπέρλαμπρα καπέλα.
Με τα χαρίσματα τους βοηθούσαν την κοιλάδα σε όλα τα προβλήματά της , εκτός από ένα. Στην κοιλάδα φύτρωναν μερικά πελώρια και γιγαντιαία στάχυα που όποιος και αν προσπάθησε, δεν κατάφερε να τα κόψει. Όσο κι αν προσπάθησαν, δεν κατάφεραν να τα κόψουν. Ο Μερλιν διάβασε μέσα από την κρυστάλλινη σφαίρα του, πως υπήρχε ένας πολιτισμός που θα τους βοηθούσε με το πρόβλημα τους.
Έτσι λοιπόν και έγινε. Τους δίδαξαν την τέχνη του τσεκουριού και της λεπίδας που την χρησιμοποίησαν για να μπορέσουν να κόψουν τα στάχυα και έπειτα να τα αποθηκεύσουν σε πήλινα αγγεία. Τα αγγεία , που περιείχαν τα στάχυα τα μετέφεραν με αιγυπτιακά πλοία στην Αίγυπτο. Ξαφνικά όμως , άρχισαν να ξεπετάγονται από παντού ράμφη πουλιών , οπλές αλόγων , ουρές ψαριών και ένα τεράστιο φίδι που ό,τι ακουμπούσε το μετέτρεπε σε πέτρα. Η Μαγκνεφισεντ πήρε την υπόθεση στα χέρια της , κούνησε το ραβδί της και με δυο απότομες κινήσεις όλα τα άσχημα αντικείμενα μετατράπηκαν σε κάτασπρες μαργαρίτες , κλαδιά από δέντρα ελιάς , μοσχομυριστές βιολέτες και γενικά ευχάριστα πράγματα που έφεραν την ηρεμία στο πλοίο.
Μετά λοιπόν, από όλη αυτή την αναστάτωση τα πλοία κατάφεραν να φτάσουν στον τελικό τους προορισμό, τις πυραμίδες της Αιγύπτου και να μεταφέρουν με επιτυχία τα στάχυα αναπτύσσοντας συστηματικά την εμπορική δραστηριότητα της κοιλάδας στην οποία έμεναν.
Χατζηγιάννης Αλέξανδρος Α2
Ο ΔΙΣΚΟΣ ΤΗΣ ΦΑΙΣΤΟΥ
Κάποτε, υπήρχε μια οικογένεια πέντε ατόμων. Μια μέρα αποφάσισαν να πάνε εκδρομή στο εξοχικό τους σπίτι. Ετοίμασαν τα ρούχατους και ξεκίνησαν με το αυτοκίνητο. Έπειτα από πολλές ώρες έφτασαν. Το εξοχικό τους ήταν πολύ μακριά επειδή βρισκόταν μέσα σε ένα δάσος. Μόλις τακτοποίησαν τα πράγματά τους, πήγαν μία βόλτα στο δάσος. Όμως πριν πάνε έβαλαν τις πανοπλίες τους γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί. Μέσα στο δάσος κυκλοφορούσαν διάφορα ζώα και μερικά ήταν άγρια. Αλλά, εκτός από αυτά, υπήρχαν και όμορφα λουλούδια, δέντρα και άλλα φυτά που έκαναν την βόλτα τους ευχάριστη. Όταν γύρισαν πίσω, πήγαν σε μία λιμνούλα που βρισκόταν κοντά στο σπίτι τους για να κάνουν βαρκάδα και να δουν τα ψάρια που κολυμπούσαν μέσα σε αυτή. Μόλις είχε νυχτώσει πια γύρισαν σπίτι. Τα παιδιά έπαιξαν με τη μπάλα τους και με μια σφεντόνα που βρήκαν κοντά στη λιμνούλα. Οι μεγάλοι μοίρασαν τις δουλειές. Ο πατέρας έκοψε ξύλα με το τσεκούρι του ώστε να μπορέσουν να ανάψουν φωτιά για να ζεσταθούνε, ενώ η μητέρα πήγε να πάρει νερό με τη στάμνα για να φτιάξει το φαγητό.
Μελίνα Φωτιάδου Α2