Η Βουλή των Ελλήνων είναι το μόνο νομοθετικό σώμα της Ελλάδας. Βρίσκεται στην πρωτεύουσα της χώρας, την Αθήνα, και αριθμεί τριακόσια μέλη. Ο ρόλος που έχει στο πολιτικό σύστημα της χώρας είναι κομβικός. Μέσω της Βουλής εκπροσωπούνται τα «θέλω» και τα συμφέροντα του λαού, ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών.
Η διδακτική επίσκεψη ήταν δέσμευση του σχολείου μας από την προηγούμενη χρονιά όταν, εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων, είχαμε επισκεφτεί διαδικτυακά τη Βουλή και είχαμε παρακολουθήσει την έκθεση «Αντικρίζοντας την Ελευθερία! Στη Βουλή των Ελλήνων δύο αιώνες μετά». Τότε είχαμε υποσχεθεί ότι θα πηγαίναμε στη Βουλή για να δούμε – και δια ζώσης – όσα μας είχαν κινήσει τόσο πολύ το ενδιαφέρον. Αναχωρήσαμε από το σχολείο νωρίς το πρωί και μία ώρα μετά ήμασταν μπροστά στο κτήριο της Βουλής. Έτσι όπως περιμέναμε να περάσουμε στον προαύλιο χώρο, την προσοχή όλων μας τράβηξαν οι Εύζωνες με τον ηχηρό βηματισμό τους. Ο βηματισμός τους, η ενδυμασία τους, η λεβέντικη κορμοστασιά τους και ο συγχρονισμός στις κινήσεις τους μας καθήλωσαν. Αφού πέρασαν, άρχισαν οι γνωστοί ψίθυροι «Μα δεν ζεσταίνονται;», «Όντως δεν κλείνουν τα μάτια τους;», «Στα αλήθεια δεν σταματάνε τον βηματισμό τους;» , «Αν μπει κάποιος μπροστά τους τι θα κάνουν;» και πολλές τέτοιου τύπου απορίες. Εντύπωση μου έκανε το γεγονός ότι για να περάσουμε στον χώρο, έπρεπε να περάσουμε τις τσάντες από ένα μηχάνημα ανίχνευσης αντικειμένων. Έπειτα, τελειώνοντας με αυτήν την διαδικασία, κατευθυνθήκαμε όλοι μαζί προς το κτήριο το οποίο είναι αρκετά μεγάλο και έχει αμέτρητα παράθυρα. Το χρώμα του είναι ένα απαλό πορτοκαλί. Στην μπροστινή είσοδο υπάρχουν κολώνες παρόμοιες με αυτές του Παρθενώνα, ενώ στην κορυφή του κτηρίου βρίσκεται υψωμένη η Ελληνική σημαία.
Βλέπαμε στην τηλεόραση και ακούγαμε να λένε συνέχεια η Βουλή… η Βουλή…, μα δεν είχε τύχει -αν όχι όλοι, οι περισσότεροι από εμάς- να μπούμε, να δούμε και να κατανοήσουμε τι όντως ήταν αυτό. Δεν είχαμε αναρωτηθεί να μάθουμε λεπτομερειακά την μεγάλη ιστορία που κρυβόταν πίσω από αυτό το κτίσμα. Γνωρίζαμε μόνο αυτό που βλέπαμε στην τηλεόραση: μια αίθουσα στην οποία βουλευτές διαφωνούσαν και συμφωνούσαν. Οπότε πλησιάσαμε όλο ανυπομονησία και γεμάτοι απορία για το τι πρόκειται να δούμε και να μάθουμε. Αφήσαμε τα μπουφάν, τις τσάντες και τα κινητά στην είσοδο. Το εσωτερικό του κτηρίου μάς άφησε άναυδους. Το μέρος ήταν ευρύχωρο, όλες οι αίθουσες τεράστιες, τα χρώματα του χώρου ήταν απαλά, ενώ λίγες ήταν οι έντονες λεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα τα χαλιά που είχαν έντονο κόκκινο χρώμα. O χώρος ήταν πολύ προσεγμένος και το φως του ήλιου διείσδυε μέσα από τα παράθυρα. Τα υλικά από τα οποία είχαν χρησιμοποιηθεί ήταν πολυτελή: πέτρα από τον Υμηττό, τον Λυκαβηττό και την περιοχή «Πινακωτά», μάρμαρα από τον Υμηττό, την Πεντέλη, την Τήνο, τη Νάξο, την Πάρο και ελάχιστα από την Καράρα και τη Γένοβα της Ιταλίας και, τέλος, ξύλα από την Εύβοια. Ειδικά τα μάρμαρα ήταν παντού, στις σκάλες στις κολόνες στα αγάλματα. Στην άνετη σκάλα, στρωμένη με κόκκινο χαλί, χωράγαμε αρκετά άτομα στην ίδια σειρά χωρίς να στριμωχνόμαστε. Γενικότερα, η συνολική εικόνα εξέπεμπε μια αίσθηση ότι βρίσκεσαι μέσα σε παλάτι, σαν αυτά που προβάλλονται στις ταινίες.
Ανεβήκαμε, λοιπόν, τα σκαλιά νιώθοντας σαν βασιλείς πάνω στο στρωμένο κόκκινο χαλί και πήραμε θέση όλοι στα σκαλοπάτια προκειμένου να ακούσουμε την ιστορία του κτίσματος από τις ξεναγούς. Η εικόνα αυτή, όλοι μαζεμένοι στα σκαλιά, ήταν ιδανική για να τραβήξουμε μια φωτογραφία, ώστε αυτή η ανάμνηση να μη σβήσει ποτέ. Έντεκα χρόνια χρειάστηκαν έτσι ώστε να φτάσει στην τελική του μορφή αυτό το πανέμορφο κτήριο. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1836 και ολοκληρώθηκε το 1847. Αρχικά, λειτούργησε ως το παλάτι του πρώτου βασιλιά του ελληνικού κράτους, του Όθωνα, και στη συνέχεια του Γεώργιου Α’ μέχρι το 1910. Χτίστηκε με τα έξοδα του βασιλιά Λουδοβίκου Α’ της Βαυαρίας ως δάνειο προς τον γιο του, Όθωνα. Το 1909 ξέσπασε πυρκαγιά η οποία είχε προκαλέσει αρκετές ζημιές. Το 1922 λειτούργησε ως κέντρο περίθαλψης για τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής. Το 1229 αποφασίστηκε η μετατροπή του κτηρίου σε Μέγαρο Βουλής και Γερουσίας και έγιναν εκτεταμένες επεμβάσεις στη διαρρύθμιση και την εσωτερική διακόσμηση.
Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της διακόσμησης είναι το ταβάνι της κεντρικής αίθουσας του δεύτερου ορόφου που φιλοξενεί σήμερα περιοδικές εκθέσεις. Εκεί υπάρχουν τοιχογραφίες που αφορούν την Ελληνική Επανάσταση. Κάποιες από τις τοιχογραφίες που αποτυπώθηκαν στη μνήμη μας ήταν εκείνη η οποία αναπαριστούσε τη στιγμή της ορκωμοσίας των Πληρεξουσίων για την κατάρτιση μπροστά από το προσωρινό πολίτευμα. Από την άλλη πλευρά μια γυναίκα η οποία κρατούσε τρεις σημαίες στα χέρια της, η Ελλάδα. Η συγκρότηση του ελληνικού κράτους ήταν ένα από τα σπουδαιότερα διεθνή γεγονότα της εποχής. Τελευταία τοιχογραφία εκείνη στην οποία παρουσιάζονται τέσσερις γυναίκες με χρωματιστά φορέματα, οι οποίες κρατούν ασπίδες. Είναι κάποιες από τις νίκες των Ελλήνων στη στεριά και στη θάλασσα.
Καλά και εντυπωσιακά όλα τα παραπάνω χωρίς αμφιβολία, αλλά αυτό το οποίο όλοι περιμέναμε με λαχτάρα και ανυπομονησία ήταν να μπούμε στην αίθουσα της Ολομέλειας. Η αλήθεια είναι ότι ο χώρος δεν ήταν τόσο μεγάλος όσο φαινόταν στην τηλεόραση. Σταθήκαμε τυχεροί καθώς την ημέρα εκείνη γινόταν συνεδρίαση την οποία παρακολουθήσαμε για λίγα λεπτά. Ο λόγος των βουλευτών μάς φάνηκε περίπλοκος και δυσνόητος. Ίσως αυτό να οφείλεται στο γεγονός ότι δε γνωρίζαμε και το θέμα της συζήτησης.
Η επίσκεψή μας αυτή στον «ναό της Δημοκρατίας» μάς θύμισε ότι ο Κοινοβουλευτισμός είναι η βάση του Πολιτεύματός μας. Είναι θεσμός που διαμορφώθηκε σταδιακά και συνεχίζει να αλλάζει για να ανταποκριθεί στις κοινωνικές ανάγκες. Σε κάθε περίπτωση, είναι αδιαμφισβήτητη σταθερά του πολιτικού πολιτισμού μας.