Ο ποιητής Αρχίλοχος τοποθετεί την ίδρυση της Μαρώνειας πριν τα μέσα του 7ου αι π.Χ.. Την Μαρώνεια αναφέρουν επίσης ο Εκαταίος και ο Ηρόδοτος στις αρχές του 5ου αι π.Χ.
Ιδρυτής της ήταν ο Μάρων, γιος του Ευάνθη και της ιέρειας του Απόλλωνα.
Η αρχαία Μαρώνεια υπήρξε από τις σπουδαιότερες πόλεις της Αιγιακής Θράκης στην αρχαιότητα και διαδραμάτισε ιδιαίτερο ρόλο στην περιοχή ως:
- σταυροδρόμι και λιμάνι διαμετακομιστικού εμπορίου από το Αιγαίο στη Θρακική ενδοχώρα και στον άξονα με τη Σαμοθράκη
- παραγωγός του περίφημου μαρώνειου οίνου, αναφερόμενου στον Όμηρο
- πόλη με δύο λιμάνια, γεγονός που υποδηλώνει το μέγεθος, τον πληθυσμό και τη δύναμή της
- πόλη που έκοβε δικό της νόμισμα, γεγονός που υποδηλώνει την ισχυρή οικονομία της
- μέλος της Α΄ Αθηναϊκής Συμμαχίας από το 487/8 π.Χ. και μάλιστα με σημαντική εισφορά, 1,5 τάλαντο ετησίως.
Είχε δικό της θέατρο, χρονολογούμενο στις αρχές του 4ου αι π.Χ., με 20 σειρές εδωλίων και χωρητικότητας 10.000 ατόμων.
Ιδρύθηκε από Χιώτες αποίκους στη θρακική ακτή των Κικόνων, θρακικού φύλου που κατείχε την παραλιακή ζώνη από τη λίμνη Βιστωνίδα ως τη Ζώνη και τα όρη της (Ζωναία Όρη)
Κατά τους περσικούς πολέμους υποτάχθηκε στους Πέρσες.
Τον 4ο αι π.Χ. εκτοπίζει τη Θάσο και τα Άβδηρα στον εμπορικό ανταγωνισμό στο βόρειο Αιγαίο και στη Θράκη. Είχε διαρκή διαμάχη με τη Θάσο για την κατοχή της Στρύμης.
Έστελνε στην Αθήνα και στα μεταλλεία ασημιού της στο Λαύριο έμπειρους εργάτες ορυχείων.
Προσαρτήθηκε από τον Φίλιππο Β΄ στη Μακεδονία μαζί με τα Άβδηρα και την Αίνο στα μέσα του 4ου αι π.Χ. Στη συνέχεια, πέρασε στα χέρια των Επιγόνων, του Λυσίμαχου Πτολεμαίου Γ΄της Αιγύπτου, του Φιλίππου Ε΄ της Μακεδονίας, του Αντίοχου Γ΄της Συρίας.
Το 189/8 π.Χ. πέρασε στην κυριαρχία της Ρώμης. Ανακηρύχθηκε από τους ρωμαίους ελεύθερη πόλη το 168/7 π.Χ. μαζί με τα Άβδηρα και την Αίνο. Η Ρώμη προχώρησε σε συμμαχία μαζί της, το κείμενο της οποίας σώζεται σήμερα σε λίθινη πλάκα. Έτσι έτυχε ευνοϊκής μεταχείρισης, λόγω της εισαγωγής της ρωμαϊκής λατρείας.
Το 131 μ.Χ. ο Αδριανός επισκέφθηκε τη Μαρώνεια και έτυχε μεγαλοπρεπούς υποδοχής: προς τιμήν του αναγέρθηκε το μνημειακό πρόπυλο που σώζεται στον Άγιο Χαράλαμπο.
Στα παλαιοχριστιανικά και στα μεσοβυζαντινά χρόνια η Μαρώνεια περιορίστηκε στην περιοχή Παληοχώρα και στον Άγιο Χαράλαμπο.
Από τον 9ο ως τον 13ο αι μ.Χ. εμφανίζεται ως οχυρωμένος οικισμός (κάστρο) και διατηρεί το αρχαίο όνομά της.
Είναι έδρα Διοικητή και Επισκόπου, πράγμα που επιβεβαιώνεται και από τη σωζόμενη παλαιοχριστιανική βασιλική, που είναι επισκοπικός ναός αλλά και από τη διατηρούμενη ονομασία της σημερινής Μητρόπολης: Μαρωνείας και Κομοτηνής. Το τοπωνύμιο προηγείται, γιατί προηγήθηκε και χρονικά.
Η μεταφορά της στη θέση του ομώνυμου σημερινού χωριού, 4 km από τη θάλασσα, τοποθετείται στα τέλη του 13ου αι μ.Χ., για λόγους προστασίας από τους πειρατές.
Στα νεότερα χρόνια η Μαρώνεια συμμετείχε στον εθνικοαπελευθερωτικό Αγώνα με αγωνιστές όπως και στον Μακεδονικό Αγώνα, που θεωρήθηκε προάγγελος για την απελευθέρωση της Θράκης.
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΜΑΡΩΝΕΙΑΣ
Το αρχαίο θέατρο στη θέση Καμπάνα της Μαρώνειας ήταν γνωστό από τις αρχές του 20ου αι, όταν οικοδομικό υλικό του χρησιμοποιήθηκε για την ανέγερση του σημερινού δημοτικού σχολείου του σύγχρονου χωριού.
Το θέατρο οικοδομήθηκε στις πλαγιές μιας ρεματιάς στο ανατολικό σκέλος της οχύρωσης ελληνιστικής πόλης, με θέα προς το Θρακικό Πέλαγος, προφανώς για λόγους ακουστικής. Για αυτό, στην οικοδόμησή του εξ αρχής συμπεριλήφθηκε ένας μνημειώδης αποχετευτικός αγωγός, που διερχόταν κλιμακωτά κάτω από το κοίλο του θεάτρου, συνέχιζε υπογείως κάτω από την ορχήστρα και ακολουθούσε την πορεία της ρεματιάς ΝΑ του θεάτρου, για να διοχετεύει τα νερά της ρεματιάς αλλά και των βροχών έξω από το θέατρο.
Το θέατρο χρονολογείται στην Ελληνιστική περίοδο και χρησιμοποιούνταν με άλλη χρήση και μετασκευές και στη Ρωμαϊκή, ως αρένα για θηριομαχίες. Η χρήση του διακόπηκε τον 4ο αι μ.Χ., οπότε και ο χώρος μετατράπηκε σε νεκροταφείο.
Οι ανασκαφές για την αποκάλυψή του άρχισαν το 1981 από τον Ε. Πεντάζο, συνεχίστηκαν από τη Χ. Καραδήμα το 2000 και μελετήθηκε από ομάδα εργασίας υπό τον Γ. Καραδέδο του ΑΠΘ.
Το θέατρο έχει 3 ιστορικές φάσεις λειτουργίας. Στην πρώτη, πρώιμη Ελληνιστική (τέλη 4ου-αρχές 3ου αι π.Χ.) οικοδομήθηκε το κοίλο με λίθινα εδώλια, η χωμάτινη ορχήστρα, ο κεντρικός αποχετευτικός αγωγός, ο περιμετρικός αγωγός της ορχήστρας, οι θρόνοι της Προεδρίας και οι ημικίονες του προσκηνίου. Στη δεύτερη, τη Ρωμαϊκή, οικοδομήθηκε η επιβλητική διώροφη σκηνή με το πλινθόκτιστο προσκήνιο, καλύφθηκε πρόχειρα ο αγωγός της ορχήστρας και κατασκευάστηκαν θωράκια για την προστασία των θεατών των πρώτων θέσεων. Σε μια ύστερη ρωμαϊκή φάση επισκευάστηκαν τα θωράκια και χτίστηκε τοίχος, που έφραξε τη δυτική πάροδο. Επειδή εγκαταλείφθηκε σταδιακά, επιχωματώθηκε και μετατράπηκε στα βυζαντινά χρόνια σε νεκροταφείο.
Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε υποκίτρινος-ροδόχρωμος ασβεστόλιθος από το αρχαίο λατομείο στην περιοχή του χωριού των Προσκυνητών (κοίλο, κάλυψη αγωγού ορχήστρας, αναλημματικοί τοίχοι) και αδρόκοκκο μάρμαρο από το λατομείο της Μαρμαρίτσας της Μαρώνειας (προεδρίες, εσωτερικό αποχετευτικού αγωγού, δωρικοί ημικίονες ελληνιστικού προσκηνίου).
Υπολογίζεται, με βάση τα ανασκαφικά δεδομένα, ότι είχε 20 σειρές εδωλίων , δύο διαζώματα, εννέα κερκίδες που χωρίζονται από 8 κλίμακες. Κάτω από τα εδώλια της πρώτης σειράς σώζεται υποπόδιο, ανάλογο του αρχαίου θεάτρου του Διονύσου της Αθήνας. Ο αποχετευτικός αγωγός ήταν κατασκευασμένος επιμελημένα από μάρμαρο, πολύ ανθεκτικό υλικό, που θα εξασφάλιζε και την ανθεκτικότητα συνολικά του μνημείου.
Στην ανατολική όχθη του ρέματος της Καμπάνας, 200 μέτρα ΒΔ του θεάτρου, είχε χτιστεί τον 4ο αι π.Χ. αναλημματικός τοίχος πάχος 2 μέτρων, που συγκρατούσε άνδηρο. Πάνω του είχε οικοδομηθεί ναός του Διονύσου, γεγονός που επιβεβαιώνεται επιγραφικά αλλά και από το σωζόμενο πήλινο προσωπείο του θεού. Στον ναό εκτός από τον Διόνυσο λατρευόταν ο οικιστής Μάρων, ο Δίας, ο Ηρακλής και η Ρώμη, η τελευταία στους αυτοκρατορικούς χρόνους. Το κτίριο έχει προσανατολισμό ΒΔ-ΝΑ και καταλάμβανε έκταση 20,80 Χ 8.60 μέτρων. Η ύπαρξη του ναού του Διονύσου συνδέεται άμεσα με την οινοπαραγωγή και τις ομηρικές αναφορές για τον άκρατο οίνο των Κικόνων.
Έφη Καραπούλη ΠΕ02