Η Κύπρος του Σεφέρη και «Οι γάτες τ” Αϊ-Νικόλα»

Η Κύπρος, κατάφερε να κατακτήσει μία ιδιαίτερη θέση στην καρδιά του σπουδαίου Έλληνα ποιητή, Γεώργιου Σεφέρη, από την πρώτη κιόλας φορά που την επισκέφθηκε. Τέσσερις φορές ταξίδεψε στην Μεγαλόνησο: τον χειμώνα του 1953, το 1954 και το 1955, ενώ επίσης ξαναεπισκέφθηκε την Αμμόχωστο το 1969. Την πρώτη φορά, περιόδευσε στο νησί συνοδευόμενος από τον Κύπριο ζωγράφο Αδαμάντιο Διαμαντή. Ανακάλυψε τη «μαγεία» του τόπου και, όπως ο ίδιος έγραψε, γνώρισε έναν χώρο «όπου το θαύμα λειτουργούσε ακόμα». Ως διπλωμάτης, γνώριζε πολλά για τα γεγονότα του απελευθερωτικού αγώνα κατά των Βρετανών, τα οποία εκφράζει έμμεσα στα ποιήματά του, ωστόσο είναι δύσκολο κανείς να «ξεκλειδώσει» τα μηνύματα που προσπαθεί να περάσει. Δεν συγκλονίστηκε, βέβαια, μόνο ως διπλωμάτης, αλλά και ως άνθρωπος και ποιητής. Αποτέλεσμα της αγάπης του για τον τόπο της Κύπρου ήταν η ποιητική συλλογή «Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ’», την οποία εξέδωσε το 1955, την χρονιά που ξεκίνησε ο ένοπλος αγώνας για την ελευθερία. Αργότερα, προστέθηκε στη συλλογή και το ποίημα «Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα» , που έγραψε παρατηρώντας τις γάτες στο μοναστήρι του Αϊ-Νικόλα.

 

«Φαίνεται ὁ Κάβο-Γάτα…», μοῦ εἶπε ὁ καπετάνιος
δείχνοντας ἕνα χαμηλό γιαλό μέσα στο πούσι
τ᾿ ἄδειο ἀκρογιάλι ἀνήμερα Χριστούγεννα,
«… και κατά τον Πουνέντε ἀλάργα το κύμα γέννησε την Ἀφροδίτη
λένε τον τόπο Πέτρα τοῦ Ρωμιοῦ.
Τρία καρτίνια ἀριστερά!»
Εἶχε τα μάτια τῆς Σαλώμης ἡ γάτα που ἔχασα τον ἄλλο χρόνο
κι ὁ Ραμαζάν πῶς κοίταζε κατάματα το θάνατο,
μέρες ὁλόκληρες μέσα στο χιόνι τῆς Ἀνατολῆς
στον παγωμένον ἥλιο
κατάματα μέρες ὁλόκληρες ὁ μικρός ἐφέστιος θεός.
Μη σταθεῖς ταξιδιώτη.
«Τρία καρτίνια ἀριστερά» μουρμούρισε ὁ τιμονιέρης.
…ἴσως ὁ φίλος μου να κοντοστέκουνταν,
ξέμπαρκος τώρα
κλειστός σ᾿ ἕνα μικό σπίτι με εἰκόνες
γυρεύοντας παράθυρα πίσω ἀπ᾿ τα κάδρα.
Χτύπησε ἡ καμπάνα τοῦ καραβιοῦ
σαν τη μονέδα πολιτείας που χάθηκε
κι ἦρθε να ζωντανέψει πέφτοντας
ἀλλοτινές ἐλεημοσύνες.
«Παράξενο», ξανάειπε ὁ καπετάνιος.
«Τούτη ἡ καμπάνα-μέρα που εἶναι-
μοῦ θύμισε την ἄλλη ἐκείνη, τη μοναστηρίσια.
Διηγότανε την ἱστορία ἕνας καλόγερος
ἕνας μισότρελος, ἕνας ὀνειροπόλος.
«Τον καιρό τῆς μεγάλης στέγνιας,
- σαράντα χρόνια ἀναβροχιά -
ρημάχτηκε ὅλο το νησί
πέθαινε ὁ κόσμος και γεννιοῦνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια τοῦτο τ᾿ ἀκρωτήρι,
χοντρά σαν το ποδάρι ἄνθρωπου
και φαρμακερά.
Το μοναστήρι τ᾿ Ἅι-Νικόλα το εἶχαν τότε
Ἁγιοβασιλεῖτες καλογέροι
κι οὔτε μποροῦσαν να δουλέψουν τα χωράφια
κι οὔτε να βγάλουν τα κοπάδια στη βοσκή
τους ἔσωσαν οἱ γάτες που ἀναθρέφαν.
Την κάθε αὐγή χτυποῦσε μία καμπάνα
και ξεκινοῦσαν τσοῦρμο για τη μάχη.
Ὅλη μέρα χτυπιοῦνταν ὡς την ὥρα
ποῦ σήμαιναν το βραδινό ταγίνι.
Ἀπόδειπνα πάλι ἡ καμπάνα
και βγαῖναν για τον πόλεμο τῆς νύχτας.
Ἤτανε θαῦμα να τις βλέπεις, λένε,
ἄλλη κουτσή, κι ἄλλη στραβή, την ἄλλη
χωρίς μύτη, χωρίς αὐτί, προβιά κουρέλι.
Ἔτσι με τέσσερεις καμπάνες την ἡμέρα
πέρασαν μῆνες, χρόνια, καιροί κι ἄλλοι καιροί.
Ἄγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες
ξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλος
χαθήκανε, δεν ἄντεξαν τόσο φαρμάκι.
Ὡσάν καράβι καταποντισμένο
τίποτε δεν ἀφῆσαν στον ἀφρό
μήτε νιαούρισμα, μήτε καμπάνα.
Γραμμή!
Τί να σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες
παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα
το αἷμα το φαρμακερό τῶν ἑρπετῶν.
Αἰῶνες φαρμάκι γενιές φαρμάκι».
«Γραμμή!
Τί να σοῦ κάνουν οἱ ταλαίπωρες
παλεύοντας και πίνοντας μέρα και νύχτα
το αἷμα το φαρμακερό τῶν ἑρπετῶν.
Αἰῶνες φαρμάκι, γενιές φαρμάκι».
«Γραμμή!» ἀντιλάλησε ἀδιάφορος ὁ τιμονιέρης.»

 

Σε αυτό του το ποίημα, ένας μισότρελος, ονειροπόλος καλόγερος διηγείται έναν μύθο της Κύπρου. Στην πραγματικότητα όμως, πίσω από τον καλόγερο κρύβεται ο ίδιος ο ποιητής. Σύμφωνα με τον μύθο, στη μονή του Αγίου Νικόλα είχαν κάνει επιδρομή δηλητηριώδη φίδια, τα οποία εμπόδιζαν την καλλιέργεια της περιοχής και δυσκόλευαν την καθημερινότητα των μοναχών. Τότε, μεταφέρθηκαν εκατοντάδες γάτες, τις οποίες έτρεφαν οι μοναχοί, προκειμένου να έχουν τη δύναμη να πολεμούν τα φαρμακερά φίδια. «Οι γάτες τ’ Αϊ-Νικόλα» ήταν το πρώτο αλληγορικό ποίημα του Σεφέρη, εναντίον κάθε είδους Χούντας. Οι γάτες στο λόγο του ποιητή συμβολίζουν όλους εκείνους που αντιστέκονται σε δικτατορικά καθεστώτα και παλεύουν με κάθε τρόπο για την ελευθερία, ενώ τα φίδια συμβολίζουν τον δικτάτορα που καταδυναστεύει τους λαούς. Χαρακτηριστικοί είναι οι στίχοι «Αἰῶνες φαρμάκι γενιές φαρμάκι» και «ξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλος  χαθήκανε, δεν ἄντεξαν τόσο φαρμάκι», με τους οποίους ο Σεφέρης υπαινίσσεται ότι η απαλλαγή από τον εχθρό στοιχίζει και ότι οι άνθρωποι έχουν χρέος να αντιστέκονται ακόμη κι αν χαθούν.

 

Διαβάζοντας το ποίημα, έρχονται στο μυαλό μου αμέτρητες εικόνες, οπτικές και ακουστικές. Εικόνες ευχάριστες, όπως αυτή του παγωμένου τοπίου της Ανατολής και του μοναστηριού, αλλά και δυσάρεστες, όπως αυτή των ταλαιπωρημένων γατιών και του διαλυμένου καραβιού. Πιστεύω πως «οι γάτες τ΄ Αϊ-Νικόλα» είναι ένα από τα ωραιότερα ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη, αφού έχει ιδιαίτερους συμβολισμούς και περνά σπουδαία μηνύματα.

 

Ζωή Κοντογιώργου

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης