Οι «ξεχαρβαλωμένες κιθάρες» και οι διαλυμένες υποστάσεις των ποιητών

Ο Κώστας Καρυωτάκης, είναι ένας πασίγνωστος Έλληνας ποιητής, γεννημένος τον Οκτώβριο του 1896 στην Τρίπολη. Ο πατέρας του, ο Γεώργιος Καρυωτάκης  και η μητέρα του, Αικατερίνη Σκάγιαννη είχαν μία μεγαλύτερη, κατά ένα χρόνο, κόρη την Νίτσα. Ο λόγος για τον οποίο είναι τόσο αναγνωρισμένη η ποίησή του, είναι επειδή έχει μερικά μοναδικά χαρακτηριστικά. Ο Καρυωτάκης, έζησε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη Μικρασιατική καταστροφή, άρα έχει ανεπτυγμένο το συναίσθημα της μελαγχολίας και του υπαρξιακού αδιεξόδου, γι’ αυτό τον αποκαλούν Ποιητή του Αδιεξόδου. Επίσης, έχει έντονο το αίσθημα της ματαιοδοξίας, του πεσιμισμού και του ανεκπλήρωτου έρωτα, καθώς βίωσε μία αγάπη που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ με την Μαρία Πολυδούρη. Στις 21 Ιουλίου του 1928, στην Πρέβεζα, έβαλε τέλος στη ζωή του, όμως οι ακριβείς λόγοι για την αυτοκτονία του είναι ακόμα άγνωστοι. Τα πιο δημοφιλή του έργα είναι, «Σε παλαιό συμφοιτητή», «Πεθαίνοντας», «Υστεροφημία», «Τελευταίο ταξίδι», «Ποια θέληση Θεού μας κυβερνάει».

 

ΚΙΘΑΡΕΣ

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει,

στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.

 

Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.

Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,

στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει,

μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.

 

Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,

χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.

Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.

 

Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.

Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις

είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

 

Οι Κιθάρες είναι ένα σονέτο, με χαρακτηριστικά παραδοσιακού ποιήματος και με χαλαρό ρυθμικό βάδισμα στίχου. Καθ’ όλη τη διάρκεια του ποιήματος, ο Καρυωτάκης παρομοιάζει τους καλλιτέχνες της γενιάς του με ξεχαρβαλωμένες κιθάρες. Η ομοιότητα μεταξύ αυτών των δύο ξεκάθαρα αταίριαστων υποκειμένων είναι πως δεν μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά. Αυτό ισχύει για τους μεσοπολεμικούς ποιητές, διότι τους ήταν αδύνατον να παραμείνουν ανεπηρέαστοι από τα σκληρά γεγονότα που συνέβαιναν γύρω τους. Αντίστοιχα, οι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες δεν έχουν τη δυνατότητα να παράξουν αρμονικό ήχο, αφού είναι κατεστραμμένες. Στον δεύτερο στίχο δηλώνει ότι οι ποιητές είναι «απίστευτες αντένες», δηλαδή κεραίες, γιατί εκείνοι αφομοιώνουν και αποτυπώνουν από τη δική τους οπτική γωνία και τρόπο σκέψης τα συμβάντα της εποχής. Όμως, στη συνέχεια αναφέρει πως θα σπάσουν από την υπερβολική πληροφορία, όπως ο Καρυωτάκης και οι ομότεχνοί του από το έντονο συναίσθημα. Επιπλέον, στην προτελευταία στροφή αποδίδει το χάος που επικρατεί στην ψυχική κατάστασή τους, χωρίς κάποια ελπίδα να ανασυγκροτηθεί. Τα νεύρα τους επηρεάζονται, όχι μόνο από τα κοινωνικά ζητήματα, αλλά και από το κάλεσμα της φύσης για ευζωία. Στην τελευταία στροφή, ο Καρυωτάκης υποκύπτει στην συνηθισμένη τάση των ανθρώπων να ωραιοποιούν το παρελθόν τους και να μην εκτιμούν το παρόν τους. «Μας διώχνουνε τα πράγματα», εννοώντας ότι τους απωθούν τα δεδομένα εκείνων των δεκαετιών και το γράψιμο είναι η μόνη τους διαφυγή. Τέλος, διαβάζοντας το ποίημα μας αφήνει την αίσθηση του κενού και μας μεταδίδει μια μελαγχολία σε συνδυασμό με τη ματαιοδοξία του αδιεξόδου.

 

Σεμέλη Πισιμίση

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης