Συνέντευξη από την ηθοποιό Ελένη Στεργίου

Την Παρασκευή 11 Απριλίου είχαμε τη χαρά να επικοινωνήσουμε μέσω δικτύου με τη Γιαννιώτισσα ηθοποιό κ. Ελένη Στεργίου, η οποία με μεγάλη προθυμία ανταποκρίθηκε στο κάλεσμά μας. Την ευχαριστούμε πάρα πολύ για την υπέροχη συνέντευξη που μας παραχώρησε και ευχόμαστε μεγάλη επιτυχία σε οτιδήποτε κάνει.

Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια για την καταγωγή σας και πώς αυτή σας επηρέασε για να ασχοληθείτε με την υποκριτική;

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Γιάννενα, όπου έζησα μέχρι τα 17 μου, μέχρι δηλαδή που πέρασα στο Πανεπιστήμιο και συγκεκριμένα στο τμήμα Μηχανικών Σχεδίασης Προϊόντων και Συστημάτων, στη Σύρο. Μετά τις σπουδές μου αποφάσισα να ασχοληθώ με το θέατρο. Στα Γιάννενα, όταν ήμουν μικρή, η μητέρα μου με είχε γράψει σε έναν καλλιτεχνικό όμιλο όπου ζωγράφιζα, μάθαινα να παίζω πιάνο και πολλές φορές πηγαίναμε μαζί και παρακολουθούσαμε θεατρικές παραστάσεις. Όταν αργότερα πήγα στη Σύρο, ήρθα σε επαφή με μια θεατρική ομάδα. Σαν φοιτήτρια πήγαινα συχνά στην Αθήνα, για να παρακολουθήσω παραστάσεις, καθώς μου άρεσαν πολύ. Κάποτε, λοιπόν, στην Αθήνα παρακολούθησα μια παράσταση που με γοήτευσε πάρα πολύ και ένιωσα εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα ότι δεν ήθελα να είμαι στη θέση του θεατή, αλλά να ανέβω πάνω στη σκηνή και να παίξω κι εγώ μαζί τους. Τότε κατάλαβα ότι είμαι ένας άνθρωπος που μου αρέσει η «έκθεση» και άρχισα να διαβάζω βιβλία (από κωμωδίες μέχρι δράματα και άλλα είδη). Μόλις τελείωσα τη σχολή στη Σύρο και έκανα και ένα μεταπτυχιακό, πήρα τους γονείς μου τηλέφωνο και τους είπα ότι ήθελα να ασχοληθώ με το θέατρο και άρχισα να κάνω έρευνα για να δω ποιες σχολές υπήρχαν. Νομίζω, όμως, ότι δεν ήταν κάτι συγκεκριμένο που με ώθησε να ασχοληθώ με την υποκριτική, αλλά όλα τα ερεθίσματα που δεχόμουν από το περιβάλλον μου ως παιδί και αργότερα ως φοιτήτρια και ενήλικη.

Ποια ήταν η εμπειρία σας ως απόφοιτος της ανώτερης σχολής δραματικής τέχνης «Ιάκωβος Καμπανέλης» και πώς συνέβαλε στην εξέλιξή σας ως ηθοποιός;

 Η εμπειρία μου ήταν καταπληκτική, διότι αποφάσισα να φοιτήσω σε θεατρική σχολή ούσα ώριμη. Δεν μπήκα δηλαδή στα 18 μου, που ακόμα αναζητούμε πολλές φορές τι θέλουμε να κάνουμε. Τουλάχιστον εγώ προσωπικά δεν είχα αποφασίσει στα 18 μου τι ήθελα να κάνω. Έτσι, λοιπόν, όταν μπήκα στη σχολή, επειδή μπήκα πολύ συνειδητά, «ρούφηξα» κάθε στιγμή, κάθε ώρα από τους ανθρώπους εκεί, από τους δασκάλους μου. Και έτυχε να υπάρχουν στη σχολή σπουδαίοι δάσκαλοι, όπως η Στεφανία Γουλιώτη, η Άντζελα Μπρούσκου, η Παρθενόπη Μπουζούρη, ο Θοδωρής Ευστρατίου και πολλοί άλλοι. Ήμουν, λοιπόν, πολύ τυχερή, γιατί αυτοί οι άνθρωποι μου έμαθαν πολλά πράγματα για την ίδια τη δουλειά και ακόμα επειδή είχαν μια νεωτερικότητα για το θέατρο που μου την πέρασαν. Κατάλαβα ακόμα ότι όποιος ασχολείται με το θέατρο και τον κινηματογράφο, πρέπει να διαβάζει και να εργάζεται πάρα πολύ.

Όπως μας αναφέρατε, έχετε σπουδάσει Μηχανικός Σχεδίασης Προϊόντων και Συστημάτων. Πώς συνδυάζετε αυτές τις δύο διαφορετικές κατευθύνσεις στη ζωή σας;

Πολλές φορές στη ζωή κάνουμε κάποια πράγματα γιατί προσπαθούμε να διαμορφώσουμε την ταυτότητά μας, να βρούμε δηλαδή ποιοι είμαστε. Δεν πειράζει να μην ξέρουμε τι είναι αυτό που θέλουμε να κάνουμε. Εγώ όταν πέρασα σε αυτή τη σχολή, ήμουν πολύ ευτυχισμένη και τα πέντε χρόνια που ήμουν στο πανεπιστήμιο αισθανόμουν πολύ δημιουργική και πίστευα ότι αυτό το επάγγελμα θα ασκούσα στη ζωή μου. Πίστευα ότι το θέατρο ήταν κάτι πολύ μακρινό από εμένα. Έπρεπε να περάσω από όλη αυτή τη διαδικασία, η οποία με έκανε να πιστέψω πολύ στον εαυτό μου. Το πανεπιστήμιο με έκανε να πειθαρχήσω, να ολοκληρώσω τη φοίτησή μου και να αποκομίσω τις απαραίτητες γνώσεις. Μου έδωσε τη δυνατότητα να μην βλέπω τα πράγματα μόνο από μια οπτική, αλλά να τα βλέπω συνολικά. Με αυτόν τον τρόπο, δεν θα ήμουν αυτός ο άνθρωπος αν δεν είχα περάσει από αυτό το στάδιο και δεν είχα κάνει αυτές τις σπουδές. Συνδυάζεται με έναν τρόπο που δεν μπορώ να τον εξηγήσω. Δηλαδή, μπορεί εγώ να εργάζομαι ως ηθοποιός σε ένα έργο, αλλά συγχρόνως έχουμε φτιάξει την δική μας ομάδα και μας νοιάζει το συνολικό αποτέλεσμα. Δηλαδή, δεν παίρνουμε έτοιμα μόνο έργα, αλλά ερευνούμε την εποχή στην οποία γράφτηκε το έργο, για το πώς έζησαν οι άνθρωποι, τι ήταν αυτό που έκανε τον συγγραφέα να το γράψει, γιατί επέλεξες εσύ να το παίξεις, με ποιον τρόπο το παρουσιάζεις σήμερα. Το ίδιο πράγμα γινόταν και στη σχολή που ήμουν. Δηλαδή, έπρεπε να κάνουμε έρευνα. Αν έπρεπε να σχεδιάσεις έναν βραστήρα, έπρεπε να το πιάσεις από τη φωτιά μέχρι την πρίζα. Έπρεπε να μάθεις τα πάντα. Έτσι είναι και στο θέατρο αλλά και σε όλες τις μορφές τέχνης. Έτσι είναι και η ίδια η ζωή. Πρέπει να είσαι περίεργος, να θέλεις να ερευνήσεις τα πράγματα, να τους δώσεις μορφή, να τους δώσεις ταυτότητα, να βρεις τη θέση σου μέσα στον κόσμο και μέσα σε όλο αυτό που επιλέγεις να κάνεις στη ζωή σου, όποια δουλειά και να είναι αυτή.

Ήσασταν υποψήφια για το βραβείο Μελίνα Μερκούρη το 2020. Πώς αισθανθήκατε για αυτή την αναγνώριση;

 Δεν θα ήμουν ειλικρινής, αν δεν σας έλεγα ότι πέταξα από τη χαρά μου. Αναγνωρίστηκαν κατά κάποιον τρόπο οι κόποι μου και η δουλειά μου. Αλλά μέχρι εκεί. Η υποψηφιότητά μου αυτή δεν με κάνει να αισθάνομαι ότι είμαι κάτι ξεχωριστό ή διαφορετικό από τους άλλους.

Συμμετείχατε στην παράσταση «Δύο πορτοκάλια για τα Χριστούγεννα». Ποιο ήταν το μήνυμα που θέλατε να περάσετε στο κοινό μέσα από αυτό το έργο; 

Η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές όταν κάνουμε μια παράσταση, θέλουμε περισσότερο να μην δώσουμε απαντήσεις για τα θέματα που θίγει η παράσταση, αλλά θέλουμε να κάνουμε το κοινό να αναρωτηθεί γι’ αυτά. Αυτή η παράσταση, η θεματολογία της, αφορούσε το καθεστώς Τσαουσέσκου στη Ρουμανία, κατά τη διάρκεια του οποίου οι άνθρωποι βίωσαν πολλές στερήσεις, πείνα και δυσκολίες. Ο καθένας μπορεί να κάνει τις αναλογίες του με το σήμερα, με την κατάσταση την κοινωνικοπολιτική που ζούμε, με τις συνθήκες που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε στην καθημερινότητά μας. Γιατί μπορεί τότε οι άνθρωποι να μην είχαν πρόσβαση στην πληροφορία όπως στις μέρες μας που έχουμε πρόσβαση στα πάντα μέσω του ίντερνετ, αλλά από την άλλη αυτή η αβίαστη πρόσβαση μας θολώνει και το μυαλό, γιατί δεν ξέρουμε ποια από τις πληροφορίες είναι αληθινή και ποια όχι. Θέλω να πω ότι οι μορφές καταπίεσης έχουν αλλάξει και μπορεί φαινομενικά να νιώθουμε ότι ζούμε σε μια ελεύθερη κοινωνία, όπου μας παρέχονται τα πάντα, όμως στην πραγματικότητα βιώνουμε βαθιά σκλαβιά. Αυτή την κατάσταση θελήσαμε να περιγράψουμε μέσα από το έργο μας. Μαζί με τον συνεργάτη μου Μάρκελλο ταξιδέψαμε στη Ρουμανία και πήραμε συνέντευξη από ανθρώπους που βίωσαν όλα αυτά τα γεγονότα του καθεστώτος Τσαουσέσκο. Σκεφτόμασταν ότι κι εδώ στην Ελλάδα, άνθρωποι μεγαλύτεροι σε ηλικία έχουν βιώσει αντίστοιχα γεγονότα, αυτά της δικτατορίας και του εμφυλίου. Οπότε το έργο έρχεται σε επαφή με πάρα πολλά ζητήματα με τα οποία ερχόμαστε και εμείς καθημερινά σε επαφή. Θέτει, λοιπόν, κάποια ερωτήματα, αλλά δεν δίνει απαντήσεις. Δεν θέλουμε να περάσουμε εμείς το δικό μας μήνυμα στον κόσμο. Θέλουμε ο κόσμος να έρθει, να ακούσει τις ιστορίες που λέμε, να προβληματιστεί και να σκεφτεί πάνω σε αυτά για τα οποία μιλάμε. Αυτή είναι η πρόθεσή μας.

Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που έχετε αντιμετωπίσει μέχρι στιγμή στη καριέρα σας κι πως την ξεπεράσατε;

Η τρίτη μου δουλειά στο θέατρο ήτανε στην παράσταση «Ο Καραφλομπέκατσος και η Σπυριδούλα» της Λένας Κιτσοπούλου, όπου έπρεπε να υποδυθώ ένα αγόρι το οποίο είχε φύγει από τη ζωή. Αυτό το αγόρι ήτανε αρκετά διαφορετικό από τα παιδιά της ηλικίας του, καθώς βίωνε μια δική του πραγματικότητα εξαιτίας της οποίας τον χλεύαζαν και για την οποία δεν μπορούσε να μιλήσει ούτε στους ίδιους του τους γονείς. Ήταν πολύ δύσκολη η προσέγγιση αυτού του ρόλου, καθώς εγώ, που είμαι κορίτσι, έπρεπε να υποδυθώ ένα αγόρι που ένιωθε ότι ήτανε κορίτσι. Αυτό μου ήτανε πραγματικά πολύ δύσκολο, γιατί ήθελα προσεγγίσω τον ρόλο με τρυφερότητα, με αγάπη και πολλή ειλικρίνεια. Φοβόμουνα, λοιπόν, μήπως, επειδή είμαι κορίτσι, προσπαθώντας να παίξω το αγόρι, άθελά μου κάπως τον μειώσω, τον γελοιοποιήσω. Φοβήθηκα και έκλαψα πάρα πολύ τότε και έλεγα ότι μάλλον εγώ αυτό τον ρόλο δεν θα έπρεπε να τον υποδυθώ. Ντρεπόμουνα ακόμα και να βγω στη σκηνή. Μέχρι που αποφάσισα ότι θα το κάνω και ό,τι γίνει. Ότι θα πάρω δηλαδή αυτό το ρίσκο. Γιατί ρίσκο ήτανε. Και ό,τι γίνει. Αλλά τελικά μου βγήκε σε πολύ καλό και με πήγε πολλά βήματα μπροστά, καθώς ξεπέρασα τον φόβο μου. Με βοήθησε να ανοιχτώ στον κόσμο,  να «σκοτώσω» τα δύσκολα και άσχημα στοιχεία που μπορεί να έχει ο ίδιος ο άνθρωπος. Γιατί όλοι μας έχουμε μέσα μας άσχημα στοιχεία, όπως το να είμαστε ρατσιστές.

Πώς προετοιμάζεστε για έναν νέο ρόλο, υπάρχει κάποια συγκεκριμένη διαδικασία που ακολουθείτε;

Αρχικά κάνω πολλή έρευνα. Διαβάζω για την εποχή του συγγραφέα, προσπαθώ να καταλάβω μέσα σε ποιες συνθήκες έχει γράψει ο συγγραφέας, τι τον έκανε να γράψει το συγκεκριμένο έργο. Πολλές φορές οι συγγραφείς εμπνέονται από γεγονότα που συμβαίνουν στην προσωπική τους ζωή ή από την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της εποχής τους. Έπειτα αναζητώ το μήνυμα του έργου και εμβαθύνω σιγά σιγά στον ρόλο μου. Διαβάζω δηλαδή τον ρόλο μου συνέχεια και προσπαθώ να αναπνεύσω φυσιολογικά. Μάλιστα, μαθαίνω να λέω τα λόγια μου τρέχοντας ή κάνοντας γυμναστική, έτσι ώστε να ανοίξει η αναπνοή μου και να μπορέσω να «χωρέσω» όλα τα λόγια μέσα σε μία εκπνοή. Το στοίχημα στο θέατρο είναι να μπορείς να κάνεις μία ολοκληρωμένη εισπνοή με ηρεμία. Και να χωρέσεις όλες αυτές τις λέξεις των συγγραφέων μέσα στην εκπνοή σου. Και μετά να συνεχίσεις να εισπνέεις και να εκπνέεις. Και αυτό να μην το διακόπτεις. Και να μην σφίγγεσαι… Το θέατρο δεν είναι εύκολο. Είναι δουλειά που φαίνεται να είναι πάρα πολύ εύκολη, αλλά δεν είναι. Πρέπει να ασχολείσαι εντατικά με τα κείμενα και να σπαταλάς πολύ χρόνο για να μπορέσει όλο αυτό να πάρει οστά και ζωή πάνω στη σκηνή.

Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας ρόλοι που έχετε ερμηνεύσει μέχρι σήμερα και γιατί;

Όλοι οι ρόλοι που έχω υποδυθεί έχουν ένα κομμάτι από την καρδιά μου. Έχω σπαταλήσει πολλή ώρα για να κατανοήσω κάθε έναν από αυτούς, γι’ αυτό όλοι τους κατέχουν μια ξεχωριστή θέση στη καρδιά μου. Όλοι τους συμβάλανε σε αυτό που είμαι σήμερα, καθώς μου έδωσαν κάτι διαφορετικό. Αν πρέπει να ξεχωρίσω κάποιον ρόλο, αυτός είναι «Ο Καραφλομπέκατσος και η Σπυριδούλα» της Κιτσοπούλου. Αλλά και η Τασούλα στο ομώνυμο έργο «Η απαγωγή της Τασούλας», ένα ποιητικό έργο, γραμμένο σε έμμετρο στίχο, στα πρότυπα του Ερωτόκριτου. Αγαπημένος ρόλος ακόμα είναι και η ηρωίδα που υποδύθηκα στο έργο «Δύο Πορτοκάλια για τα Χριστούγεννα».

Έχετε εργαστεί τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο. Ποιες είναι οι κύριες διαφορές που εντοπίζετε μεταξύ αυτών των δύο μέσων;

Δεν έχω εργαστεί συστηματικά στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Έχει τύχει να κάνω μόνο δύο γυρίσματα σε μία σειρά. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουνε πολλές διαφορές. Θα ήθελα, όμως, να μου τύχει να εργαστώ τόσο στον κινηματογράφο όσο και στην τηλεόραση και να είμαι τόσο τυχερή ώστε να συνεργαστώ με αξιόλογους ανθρώπους του χώρου και  να μάθω δίπλα στους καλύτερους, για να βγει ένα ωραίο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Πολλές φορές είναι τελείως διαφορετική η αντιμετώπιση στο θέατρο και τελείως διαφορετική η αντιμετώπιση στην κάμερα. Όμως, αυτά τα λίγα γυρίσματα που έκανα στην τηλεόραση, για μένα λειτούργησαν συναρπαστικά. Γιατί λειτούργησα σε έναν νέο κόσμο. Οπότε ναι. Είναι δύο διαφορετικές δουλειές, αλλά επειδή τις κάνει ο ίδιος ο άνθρωπος, οφείλεις να εξασκείσαι σε όλα τα πεδία.

Ποιες συμβουλές θα δίνατε σε νέους που επιθυμούν να ακολουθήσουν το επάγγελμα του ηθοποιού;

Δεν μπορώ να δώσω συμβουλές γιατί είναι ένας πολύ προσωπικός δρόμος, μια πολύ προσωπική απόφαση και δεν υπάρχει κανένας γονιός που να λέει: «παιδί μου θα στρωθείς να διαβάσεις, να γίνεις ηθοποιός, θέλεις δεν θέλεις θα γίνεις ηθοποιός». Το επάγγελμα του ηθοποιού είναι πολύ δύσκολο. Δεν είναι εύκολο ούτε να βρει κάποιος δουλειά ούτε να κερδίσει πολλά χρήματα. Προσωπικά συνεχίζω να κάνω αυτή τη δουλειά, γιατί την αγαπάω πολύ και είμαι πιστή στο επάγγελμα του ηθοποιού, μολονότι έπρεπε να παλέψω πολύ στην αρχή και δεν μου ήρθαν όλα εύκολα και με τη μία. Αποφάσισα νωρίς ότι έπρεπε να κάνω πολλά πράγματα όπως να τρέχω διαρκώς στις οντισιόν, να στέλνω παντού βιογραφικά, να μεταφράζω έργα, να γράφω έργα, να σκηνοθετώ, να κάνω τα σκηνικά, να κάνω σχεδόν τα πάντα και να μην βρίσκω δικαιολογίες του τύπου «δεν μου πηγαίνουν καλά τα πράγματα, γιατί υπάρχουν οι κλίκες ή γιατί ο τάδε δεν μου έδωσε την ευκαιρία να κάνω κάτι». Όταν κάποιος ασχοληθεί με το επάγγελμα του ηθοποιού, πρέπει να είναι αποφασισμένος να κάνει πολλές θυσίες και να εργαστεί σκληρά, να είναι μεθοδικός και πιστός στον στόχο του, να οχυρώσει τον χαρακτήρα του με γνώσεις, οτιδήποτε κάνει να το κάνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ακόμα και να αποτύχει σε αυτό που επέλεξε να κάνει, τουλάχιστο να αποτύχει από δική του επιλογή και όχι εξαιτίας της επιλογής κάποιου άλλου. Θα πρέπει, λοιπόν, ο καθένας να κάνει αυτό που πραγματικά θέλει, γιατί μόνο έτσι θα στηρίζει την επιλογή του από την αρχή μέχρι το τέλος και θα βλέπει τις όποιες δυσκολίες ως απλά εμπόδια που μπορεί να προσπεράσει και να γίνει ισχυρότερος. 

Θα θέλατε να ξαναπαίξετε σε σειρά στην τηλεόραση και αν ναι ποια θα ήταν αυτή;

Θα ήθελα να συμβεί κάτι τέτοιο, να ξαναπαίξω δηλαδή στην τηλεόραση, αλλά δεν ξέρω σε τι είδους σειρά, αν δηλαδή θα ήθελα να είναι κωμική, δραματική ή κάτι άλλο. Ακόμα και στον κινηματογράφο θα ήθελα να συμμετέχω σε κάποια ταινία, αλλά και πάλι δεν ξέρω σε ποιο ακριβώς είδος. Το μόνο που ξέρω είναι ότι θα ήθελα να βρεθώ δίπλα σε ανθρώπους που κάνουν αυτή τη δουλειά στο υψηλότερο επίπεδο και να την μάθω με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Πώς ήταν η πρώτη σας εμπειρία στον χώρο του θέατρου;

Πολύ ωραία και τραγική συγχρόνως, γιατί φοβόμουν και ήμουν πολύ αγχώδης. Γενικά από πάντα είχα θέμα με την «έκθεση» στο κοινό, ακόμα και όταν παρουσίασα την πτυχιακή μου στο Πανεπιστήμιο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι τότε έτρεμαν τα πόδια μου σε σημείο να φαίνεται, αισθανόμουν ότι θα γινόμουν ρεζίλι και βίωνα τον απόλυτο πανικό. Εκ των υστέρων κατάλαβα ότι το μόνο που έπρεπε να με νοιάζει είναι το γεγονός ότι είχα μελετήσει πάρα πολύ για την πτυχιακή μου, ότι εργάστηκα πολύ και με σοβαρότητα και ότι δεν θα έπρεπε να με νοιάζει αν άρεσε πολύ στους άλλους. Στην πρώτη μου παράσταση, λοιπόν, έτρεμα ολόκληρη, νόμιζα ότι όλοι με κοιτούσαν και με κορόιδευαν, ότι όλα τα έκανα χάλια. Στη συνέχεια, όμως, αποφάσισα να αντιμετωπίζω τις παραστάσεις με ηρεμία, να μην με καταβάλει το άγχος για τη γνώμη των άλλων, και αυτό με βοήθησε και στην προσωπική μου ζωή.

Ποιος είναι ο ρόλος της οικογένειάς σας στην επαγγελματική σας πορεία; Σας υποστήριξαν στην απόφασή σας να γίνετε ηθοποιός;

Οι γονείς μου ανησύχησαν και αντιστάθηκαν λίγο στην αρχή, καθώς τελείωσα μια πολύ καλή σχολή και μπορούσα, αν ασχολούμουν με αυτό το επάγγελμα να γίνω αυτόνομη, να μην εξαρτιέμαι από άλλους. Επειδή, όμως, κατάλαβαν ότι αγαπούσα πολύ την υποκριτική τέχνη και ότι, αν γινόμουν ηθοποιός, θα έκανα τα πάντα ακόμα κι αν αυτή μου η απόφαση σήμαινε στερήσεις, με στήριξαν στο τέλος πάρα πολύ. Έρχονταν στις παραστάσεις μου και μάλιστα πλήρωναν και εισιτήριο για να με δούνε στη σκηνή. Μόνο ευγνωμοσύνη νιώθω και χαρά που έχω τέτοιους γονείς. Είναι πολύ σημαντικό να έχεις την αποδοχή της οικογένειάς σου και τη στήριξή τους σε οτιδήποτε κάνεις στη ζωή σου. Έτσι γίνεσαι δυνατός και αποκτάς αυτοπεποίθηση

Υπάρχουν συγκεκριμένοι ηθοποιοί με τους οποίους θα θέλατε να συνεργαστείτε στο μέλλον;

Είναι πάρα πολλοί ταλαντούχοι ηθοποιοί, άντρες και γυναίκες με τους οποίους θα ήθελα να συνεργαστώ, να δω πώς σκέφτονται και τι μεθοδολογίες χρησιμοποιούν. Δεν θέλω, όμως, να αναφέρω ονόματα από φόβο μήπως αδικήσω κάποια/ον.

Πώς πιστεύετε ότι η τέχνη μπορεί να επηρεάσει την κοινωνία και φέρει αλλαγές;

Η τέχνη έχει πολύ μεγάλη δύναμη, καθώς μας δείχνει πώς πρέπει να ζούμε, μας βοηθά να καταλάβουμε τι είναι ο άνθρωπος, πώς συμπεριφέρεται και πώς πρέπει να συμπεριφέρεται, πώς διαχειρίζεται όλες τις μεγάλες ιδέες, πώς σκέφτεται για τον πόλεμο, τον έρωτα και την αγάπη. Όταν κάποιος πάει στο θέατρο, περιμένει να έρθει σε επαφή με αυτές τις ιδέες, να επιβεβαιώσει ότι η ζωή είναι κάτι πιο μεγάλο και όχι μόνο αυτό που ζει ο ίδιος στην καθημερινότητά του, να γελάσει ή να κλάψει, να εκφράσει δηλαδή συναισθήματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν γελάει ή κλαίει κάποιος στο θέατρο, γελάνε και κλαίνε κι άλλοι. Τόσο το γέλιο όσο και το κλάμα είναι κολλητικό αλλά και εξαγνιστικό ταυτόχρονα. Οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να βιώνουν καταστάσεις, να εκφράζουν συναισθήματα.

Ποιες συμβουλές θα δίνατε στον Θεατρικό Όμιλο του σχολείου μας, για να βελτιώσουμε τις παραστάσεις μας και να εξελιχθούμε ως ερασιτέχνες ηθοποιοί;

Δεν έχω να σας δώσω ιδιαίτερες συμβουλές, καθώς έχετε την ανάλογη καθοδήγηση από τους υπεύθυνους καθηγητές σας και ιδιαίτερα από τον καθηγητή σας που ταυτόχρονα είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης. Και μόνο που έχετε δημιουργήσει την ερασιτεχνική αυτή θεατρική ομάδα και έρχεστε σε επαφή με θεατρικά κείμενα είναι αξιοθαύμαστο και εσείς πολύ τυχεροί. Εγώ στο σχολείο δεν είχα αυτή τη δυνατότητα. Ό, τι χρειάζεστε, λοιπόν, το έχετε ήδη, δεν χρειάζεται εγώ να σας δώσω συμβουλές.

Θέλμα Αναγνώστου,  Μαριάνα Βυζούκη, Γρηγόρης Γραμμενιάτης, Μελίνα Μαγκλάρα

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης