
Η Γέννηση του Χριστού, τα Χριστούγεννα, είναι ένα μεγάλο γεγονός για τους χριστιανούς από θρησκευτικής πλευράς αλλά ταυτόχρονα και μέρες ξεχωριστών εθίμων στην Κοζάνη και τα γύρω χωριά της περιοχής. Τα έθιμα πολλά και ποικίλα, ωστόσο οι περισσότερες προετοιμασίες με βάση τα έθιμα που ακολουθούνταν, σκοπό είχαν την καλοφαγία των ημερών αυτών ύστερα από την νηστεία της Σαρακοστής προ των Χριστουγέννων όπως και η καλοπέραση.
Την περίοδο του δωδεκαημέρου, όπως ονομάζεται, κυριαρχούσαν τα κόλιαντα των Χριστουγέννων, η γιορτή ανήμερα των Χριστουγέννων με τα λαχταριστά εδέσματα, η προετοιμασία και η γιορτή της Πρωτοχρονιάς με την έλευση του νέου χρόνου αλλά και του Αη Βασίλη, ενώ η αναμονή ήταν μεγάλη και για τα Φώτα και την γιορτή του Αη Γιαννιού.
Ορισμένα από τα έθιμα παραμένουν αναλλοίωτα στο χρόνο άλλα ωστόσο, όπως τα έζησαν οι παππούδες και γιαγιάδες μας, έχουν χαθεί ή σταματήσει.
Η εκτροφή γουρουνιών για τα Χριστούγεννα
Κάθε νοικοκύρης αγόραζε από την άνοιξη ακόμα, ένα μικρό γουρουνάκι για να το ταΐσει και να το σφάξει τα Χριστούγεννα. Προτιμούσαν τα αρσενικά γιατί τα θηλυκά ήθελαν ζευγάρωμα με αποτέλεσμα να αδυνατίζουν και να χάνουν κρέας αντί να βάζουν. Τα αρσενικά βέβαια τα στείρωναν για να έχουν στο μυαλό τους το φαγητό και βέβαια να παχαίνουν.
Γι” αυτό και οι άνθρωποι τα ταΐζαν με πίτουρα, χόρτα, τυρόγαλο, καλαμπόκι, και «ψίνα» που ήταν ένα καλαμποκάλευρο ζυμωμένο με αποφάγια. Δεν τα αφήναν ελευθέρα γιατί και πάλι με το τρέξιμο δεξιά αριστερά θα αδυνάτιζαν και έτσι τα έκλειναν στο σπιτάκι τους το λεγόμενο κουμάσι στην άκρη της αυλής. Καθάριζαν βέβαια το κουμάσι από τις ακαθαρσίες τους τακτικά για να μην λερώνονται αν και στα γουρούνια αρέσει η βρωμιά και πολλές φορές κυλιούνται στις λάσπες για να δροσιστούν.
Το έθιμο της σφαγής των γουρουνιών
Αφού γινόταν η εκτροφή, λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα γινόταν η προετοιμασία για το σφάξιμο του γουρουνιού που ήταν δουλειά των αντρών, ωστόσο την επεξεργασία του κρέατος αναλάμβαναν οι γυναίκες.
Το σφάξιμο του γουρουνιού γινόταν την προπαραμονή ή και την παραμονή των Χριστουγέννων από τους κατοίκους της Κοζάνης που διέθεταν γουρούνια αλλά την εθιμοτυπία της σφαγής των χοιρινών την ακολουθούσαν κυρίως οι κάτοικοι των χωριών του «Τσιαρτσιαμπά» Κοζάνης (Λευκοπηγή, Ροδιανή, Αγ. Παρασκευή, Καρυδίτσα, Κρόκος, Κερασιά κ.α) καθώς είχαν μεγαλύτερη χωροταξική δυνατότητα εκτροφής.
Εάν το γουρούνι ήταν μεγάλο χρειαζόταν τρεις έως τέσσερις άντρες να βοηθήσουν στη σφαγή, καθώς η δύναμη του γουρουνιού ήταν μεγάλη και ένας μόνο άντρας δεν θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα.
Μόλις ο σφαγέας έκοβε το κεφάλι, η νοικοκυρά το θυμιάτιζε για να «φύγουν οι διάβολοι» μαζί με το αίμα από το σώμα του γουρουνιού. Μετά το γδάρσιμο όπου πρόσεχαν να μην κάνουν τρύπες στο δέρμα άρχιζαν να το κομματιάζουν, αφαιρώντας πρώτα το παστό, δηλαδή το εξωτερικό λίπος κάτω από το δέρμα και το έριχναν στο καζάνι, όπου έλιωνε με την δυνατή φωτιά και γινόταν η Λίγδα. Τα απομεινάρια στην λίγδα ήταν οι νοστιμότατες τσιγαρίδες κομμάτια από κρέας και λίπος. Την λίγδα την έβαζαν σε δοχείο και την χρησιμοποιούσαν όλο το χρόνο στη μαγειρική και κυρίως στις πίτες αντί για βούτυρο και λάδι.
Οι τσιγαρίδες χρησιμοποιούνταν και σε διάφορα άλλα φαγητά και κυρίως μέσα σε «Μπομπότες», που ήταν ένα είδος πίτας που γινόταν με καλαμποκάλευρο το οποίο ζύμωναν με νερό, τυρί, αλάτι και τις τσιγαρίδες. Άπλωναν όλο το ζυμάρι στο ταψί και το έψηναν στη γάστρα. Ήταν μία νοστιμότατη πίτα και πολύ θρεπτική για τα κουρασμένα τα σώματα των αγροτών.
Το υπόλοιπο ψαχνό κρέας του γουρουνιού το καβούρντιζαν με λίγδα, το αλάτιζαν, το έβαζαν σε δοχεία και το σκέπαζαν με λίγδα για να μην αλλοιωθεί. Έτσι περνούσαν όλο το χειμώνα έχοντας στο ψυγείο της εποχής εκείνης το κρέας της οικογένειας τους.
Από το κεφάλι και τα πόδια του γουρουνιού έκαναν παστό και τα κόκκαλα τα μαγείρευαν με τραχανά κυρίως τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Το δέρμα του, το χρησιμοποιούσαν για να κάνουν για το καλοκαίρι τα «γουρνοτσάρουχα» ένα πολύ ελαφρύ υπόδημα που το φορούσαν στις δουλειές τους ή έκαναν το σαμάρι των ζώων. Τίποτε δεν πήγαινε χαμένο από το γουρούνι.
Το έθιμο με τα γιαπράκια και τα λουκάνικα
Οι γυναίκες με το χοιρινό κρέας έκαναν τα λουκάνικα και τα λαχταριστά γιαπράκια για τα Χριστούγεννα. Η βάση για τα πατροπαράδοτα γιαπράκια ήταν μια αρμιά που είχαν βάλει οι νοικοκυρές στο καδί στις 14 Νοεμβρίου γιορτή του Αγίου Φιλίππου. Στην συνέχεια έκοβαν το κρέας και τον κιμά το έβαζαν με τα άλλα απαραίτητα υλικά όπως ρύζι, κρεμμύδι, αλάτι και πιπέρι. Τα ανακατεύαν καλά όλα μαζί και παίρνοντας μια μικρή ποσότητα από το μείγμα, το τύλιγαν στα λαχανόφυλλα (αρμιά) κάνοντας μικρές μπαλίτσες όσο περίπου η γροθιά ενός παιδιού, θέλοντας να συμβολίσουν το φάσκιωμα του Ιησού.
Έπειτα τα αράδιαζαν σε στρώσεις σε ένα μεγάλο πήλινο τσουκάλι έριχναν από πάνω τον απαραίτητο αρμόζμο που ήταν στο βαρέλι με τα λάχανα και τοποθετούσαν το τσουκάλι στο τζάκι μακριά από την δυνατή φωτιά στην αρχή για να μη ζεσταθεί απότομα το πήλινο σκεύος και σπάσει. Εκεί έβραζαν τα γιαπράκια σιγά-σιγά και την ημέρα των Χριστουγέννων ήταν έτοιμα για το τραπέζι.
Τα ψημένα κόλιαντα και το Χριστόψωμο
Οι γυναίκες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, καθάριζαν το σπίτι έπλεναν τα στρωσίδια και 1-2 μέρες νωρίτερα ετοίμαζαν τα Κόλιαντα και τα Χριστόψωμο.
Τα Κόλιαντα ήταν μικρά κουλουράκια που έδιναν την παραμονή των Χριστουγέννων στα παιδιά που ερχόταν να πούνε στο σπίτι τα κάλαντα. Τα κουλουράκια αυτά είχαν διάφορα σχήματα που απεικόνιζαν πουλάκια, διάφορα άνθη, κουνελάκια, κότες, σκύλους, σκαντζόχοιρους και ότι άλλο μπορούσε να δημιουργήσει η φαντασία της νοικοκυράς. Το πρώτο από τα κουλουράκια έμπαινε στο εικόνισμα του σπιτιού για τον Χριστούλη που γεννιέται και το ονόμαζαν «τσι Παναγιάς το Κόλλιαντο».
Το Χριστόψωμο ήταν μία μεγάλη κουλούρα ψημένη στη γάστρα με διάφορα στολίδια πάνω της που πολλά από αυτά συμβόλιζαν τον καημό και τις ανησυχίες της αγροτιάς, όπως τον ζυγό και το αλέτρι, το βόδι, το σταφύλι, το βαρέλι, το αρνί, το σπίτι και τόσα άλλα. Όλα αυτά κατά το έθιμο ο Χριστός που γεννιέται έτσι καλός που είναι, θα τα ευλογήσει και θα μεταβάλει τα στολίδια αυτά σε ευλογημένη πραγματικότητα, ώστε να έρθει σε ολόκληρο το σπίτι η ευτυχία και η χαρά μέσα στην καινούργια χρονιά που περίμεναν. Την κουλούρα αυτή την έκοβε ο νοικοκύρης το τραπέζι των Χριστουγέννων, αφού πρώτα την σταύρωνε με το μαχαίρι τρεις φορές και να πει την ευχή «χρόνια πολλά και καλή χρονιά να χούμε» ή «χρόνια πολλά και με το καλό την Πρωτοχρονιά».
Τα παιδιά και τα Κόλιαντα
Την παραμονή των Χριστουγέννων στην Κοζάνη κάθε νοικοκυρά είχε πολλά να προσφέρει στους μικρούς Καλαντίστες που ξεκινούσαν αξημέρωτα για να πουν τα Κάλαντα με το σακούλι και «τουν Τσιόκου» το ειδικό για την περίσταση ξύλινο σφυράκι για να χτυπήσουν τις πόρτες και να πουν τα Κάλαντα σε γνωστούς και άγνωστους.
Τα χρήματα που συνήθως έπαιρναν οι καλαντίστες ήταν μία πεντάρα τα κορίτσια και μία δεκάρα τα παιδιά που ήταν βέβαια το ισχυρότερο δέλεαρ και ταυτόχρονα αυτό που κινδύνευε περισσότερο από επίθεση για αρπαγή χρημάτων και άλλων πολύτιμων αντικειμένων όπως η μπίλιες.
Υπήρχαν φυσικά κι κεράσματα που προσφέρονταν πλουσιοπάροχα στα παιδιά που ανήγγειλαν την «Χριστού τη Θεία Γέννηση», όπως κάστανα, καρύδια, φιρίκια, ξυλοκέρατα κικιρίκια, ζαχαρωτά όπως καραμέλες και ίσως κανένα κουραμπιέ ή σαλιάρη στο χαρτί για τους πολύ κοντινούς. Με την πάροδο του χρόνου η γενναιοδωρία αυξήθηκε και προσφέρονταν πορτοκάλια και μανταρίνια.
Ο εορτασμός των Χριστουγέννων
Ο Χριστουγεννιάτικος εορτασμός κρατούσε τρεις μέρες. Η πρώτη μέρα ήταν αφιερωμένη στην οικογένεια και δε γινόταν επισκέψεις το πολύ σε κάποιους εορτάζοντες συγγενείς με το όνομα Χρήστος. Η δεύτερη μέρα οι επισκέψεις γινόταν σε συγγενείς και φίλους αλλά και στον εορτάζοντα Μανώλη. Την τρίτη μέρα επίσκεψη γινόταν στον εορτάζοντα Στέφανο.
Πολλές παρέες νέων στα χωριά του Τσιαρτσιαμπά έπαιρναν τα όργανα και χόρευαν και τραγουδούσαν στο καφενείο του χωριού ή επισκέπτονταν δικά τους σπίτια όπου έπιναν και έτρωγαν. Η διασκέδαση κρατούσε μέχρι τις βραδινές ώρες και όλες οι μέρες των Χριστουγέννων περνούσαν χαρούμενα και ευχάριστα.
Το έθιμο του χορού με τις νεαρές κοπέλες
Την δεύτερη και τρίτη μέρα του Χριστουγέννων μετά το μεσημεριανό φαγητό οι νέες κοπέλες των χωριών του Τσιαρτσιαμπά που ήταν σε ηλικία γάμου έβγαιναν στην πλατεία και έστηναν τον χορό. Δεν τις εμπόδιζε ούτε το κρύο ούτε τα χιόνια αν υπήρχαν (ανάλογος χορός δεν γινόταν στην Κοζάνη). Γύρω τους συγκεντρώνονταν και παρακολουθούσαν το χώρο άνδρες και γυναίκες νέοι και γέροι. Τότε λέγεται σύμφωνα με το έθιμο ότι, η πεθερά διάλεγε τη νύφη για το γιο της και ο νέος την εκλεκτή της ζωής του. Από κει και πέρα αρχίζαν τα προξενιά και δεν ήταν λίγα τα προξενιά αυτά που είχαν αίσιο τέλος.
Τα Σούρβα
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και τελευταία ημέρα του παλιού έτους ξαναβγαίναν τα παιδιά στους δρόμους για να ψάλλουν τα κάλαντα τα λεγόμενα Σούρβα για να προϋπαντήσουν το νέο χρόνο. Τις πρωινές ώρες τα παιδιά συγκεντρώνονταν στο Κονάκι που είχαν κανονίσει από τις προηγούμενες μέρες από όπου ξεκινούσαν να επισκεφτούν όλα τα σπίτια του χωριού, ενώ στους δρόμους φώναζαν ρυθμικά «Σούρβα, Σούρβα και Άη Βασίλης».
Τα τραγούδια τους αυτά είχαν σχέση με τον ερχομό του Αγίου Βασιλείου και την ανατολή του νέου χρόνου όπου ανέφεραν «Αρχιμηνιά και αρχή χρονιά και αρχή καλός μας χρόνος και αρχή που βγήκε ο Χριστός στη γη για να περπατήσει».
Σε κάθε σπίτι που επισκεπτόταν τα παιδιά έλεγαν ευχές για το νοικοκύρη, τη νοικοκυρά, τον γιο, την κόρη και τα άλλα μέλη της οικογένειας. Ολοκλήρωναν την σύντομη επίσκεψή τους με το αίτημα «Δώσετε κι εμάς για τον κόπο μας ότι είναι ορισμός σας». Οι νοικοκυρές έδιναν στα παιδιά, παστό κρέας χοιρινό, λουκάνικα, αλεύρι ακόμη και κρασί που το έβαζαν στη νεροκολοκύθα.
Επιστρέφοντας στο Κονάκι η νοικοκυρά έφτιαχνε την κουλουρόπιτα με τα συγκεντρωθέντα υλικά των παιδιών, ο καλαμποκίσιος Χαλβάς, η τηγανιά και τα εκλεκτά λουκάνικα τα παιδιά έτρωγαν και έπιναν και από το γνήσιο και δυνατό κρασί και γλεντούσαν μέχρι τις βραδινές ώρες. Ευχαριστημένα έφευγαν για τα σπίτια τους για να περιμένουν πλέον τον ερχομό του νέου έτους και τον Άη Βασίλη να φέρει κι αυτός τα δώρα του.
Στην Κοζάνη σε εκείνους που τραγουδούσαν τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα προσφέρονταν τα Σούρβα από το λατινικό Sorbum που σημαίνει το φυτό σουρβιά. Αυτά έμοιαζαν με σκληρά μπισκότα και τα παρασκευάζουν με απλά υλικά που πάντα υπήρχαν στο σπίτι όπως λάδι, ζάχαρη, αλεύρι και προαιρετικά πετιμέζι και κανέλα. Τα έπλαθαν σαν κουραμπιέδες κάνοντας ένα βαθούλωμα με το δάχτυλο στη μέση και τα έψηναν στο φούρνο. Τα τιμούσαν ιδιαίτερα γιατί στη βιασύνη τους να «πιάσουν δουλειά» οι καλαντίστες δεν προλάβαιναν, να φάνε κάτι για πρωινό και μετά από 2-3 «Αρχιμηνιά και αρχή χρονιά» χρειάζονταν κάτι για να στυλωθούν.
Το απόγευμα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς
Τις απογευματινές ώρες της παραμονής του νέου έτους, ενώ τα παιδιά γύριζαν στα σπίτια τους έβγαιναν στους δρόμους να πουν τα Σούρβα και οι άντρες. Σε παρέες 5-6 ατόμων πήγαιναν μόνο σε φιλικά και γνωστά τους σπίτια γύρω και κοντά στη γειτονιά τους. Οι νοικοκυρές προσέφεραν σ” αυτούς μόνον κάστανα και κανένα ποτήρι κρασί με μεζέ τηγανιά χοιρινή ή λουκάνικο για το καλό του χρόνου.
Η έλευση του νέου χρόνου
Το βράδυ συγκεντρωμένοι όλοι η οικογένεια στο σπίτι περνούσε τις κρύες και χειμωνιάτικες νύχτες και κυρίως εκείνη της Πρωτοχρονιάς με παραμύθια και διάφορες ιστορίες για τα παιδιά, ενώ οι μεγάλοι έπαιζαν και κανένα χαρτάκι για να δουν την τύχη τους για το καλό του χρόνου.
Στις 12 τα μεσάνυχτα που άλλαζε ο χρόνος ευχόταν χρόνια πολλά και πήγαιναν είτε για ύπνο είτε καθόταν αν είχαν επισκέπτες. Παράλληλα για όσους παρέμεναν για να γλεντήσουν την έλευση του νέου χρόνου, υπήρχε πάντα μια ανεπίσημη πρώτη βασιλόπιττα που κοβόταν. Ωστόσο οι περισσότερες οικογένειες φρόντιζαν να κόβουν την βασιλόπιτα στο μεσημεριανό τραπέζι της Πρωτοχρονιάς για την εύρεση του «φλουριού» που θα έφερνε καλοτυχία στον τυχερό.
Γράφει ο Δημήτρης Κ. Δαβάνης Γ1
Ενδιαφέρον αρθρο! Μπράβο!!