O Βάνκας του Άντον Τσέχωφ: “Ενα διαφορετικό τέλος

Ο ΒΑΝΚΑΣ

Οι μαθητές της Α΄2 τάξης του Γυμνασίου Πειραιά δίνουν το δικό τους τέλος στη ιστορία του Βάνκα:
Συνέχεια της ιστορίας του μικρού Βάνκα
Ο μικρός Βάνκας, αφού ταχυδρόμησε το γράμμα του είδε το αφεντικό του να πλησιάζει
σιγά σιγά. Αμέσως, μπήκε μέσα, άρπαξε τη σκούπα και παρίστανε ότι σκούπιζε το πάτωμα.
Το αφεντικό μπήκε μέσα με τη γυναίκα του.
- Μμμ… Βλέπω σκουπίζεις Βάνκα! Ελπίζω να ήσουν ήσυχος όσο έλειπα.
- Μάλιστα κύριε, βεβαίως και ήμουν! Είπε φοβισμένος ο Βάνκα.
Ο Αλιάχιν, περπάτησε μέσα στο σπίτι, και παρατήρησε την πένα με το καλαμάρι, και μερικά
λερωμένα με μελάνι χαρτιά στο τραπέζι.
- Τι είναι αυτά Βάνκα!! Είπε το κακό αφεντικό του. Άρπαξε αμέσως το παπούτσι του
και άρχισε να τον χτυπάει δυνατά. Ο κακομοίρης, ο Βάνκα, άρχισε να κλαίει.
- Συγγνώμη κύριε, συγγνώμη, συγχωρέστε με!
- Εξήγησε μου αμέσως γιατί λέρωσες τα χαρτιά!
- Έγραφα ένα γράμμα (σταμάτησε για μια στιγμή) σε κάτι φίλους μου. Είπε με
κατεβασμένο κεφάλι ο Βάνκας.
- Έπρεπε να ζητήσεις την άδεια μου πρώτα! Τέλος πάντων, είμαι κουρασμένος. Ήσουν
πάρα πολύ τυχερός αυτή τη φορά…
Ο Αλιάχιν πήγε στη κρεβατοκάμαρα του και άρχισε να συζητάει με τη γυναίκα του.
- Αχ δεν μπορούμε να κρατήσουμε για πολύ εδώ τον Βάνκα. Αν τον κρατήσουμε, σε
λίγο καιρό δεν θα έχουμε σπίτι να ζήσουμε! Είπε θυμωμένα το αφεντικό στη γυναίκα
του.
- Ναι συμφωνώ. Συμφωνά απόλυτα! Ας τον στείλουμε στον βιβλιοπώλη, και ας
πάρουμε εμείς έναν από τους δύο υπηρέτες του. Παιδιά είναι κι αυτά, οπότε δεν
έχουμε τίποτα να χάσουμε.
- Πωπω, πώς δεν το σκέφτηκα νωρίτερα! Αυτό είναι, θα τον στείλω να υπηρετεί τον
βιβλιοπώλη, να φύγει από εδώ μία και καλή! Γέλασε σατανικά το μοχθηρό αφεντικό
του Βάνκα.
Εν τω μεταξύ εκείνος, κρυφάκουσε τη συνομιλία τους, ο πονηρούλης ο Βάνκας. Τρόμαξε ο
μικρός με τη σκέψη ότι θα ήταν κακός ο βιβλιοπώλης και θα τον εκμεταλλευόταν.
- Βάνκα! Φώναξε η γυναίκα του Αλιάχιν.
- Μάλιστα κυρία, τι θέλετε; Είπε ταραγμένος ο καημένος.
- Πάρε αυτά τα χρήματα παιδί μου, και να πας αμέσως στον κύριο βιβλιοπώλη να
αγοράσεις ένα πακέτο χαρτιά! Είπε θυμωμένη η γυναίκα του Αλιάχιν.
- Ναι, εντάξει θα πάω.
Πήρε ο Βάνκας τα λεφτά και ξεκίνησε τρομαγμένος για το βιβλιοπωλείο. Όταν έφτασε, είδε
έναν κύριο όρθιο, να κοιτάζει τα παιδικά βιβλία. Είπε τότε ο Βάνκας:
- Καλησπέρα σας κύριε, μήπως ξέρετε εσείς να μου πείτε, πού βρίσκεται ο κύριος
βιβλιοπώλης;
- Χαχα, μήπως μπερδεύτηκες καλό μου παιδί; Χαμογέλασε ο κύριος, και έκατσε στο
ταμείο. Πώς θα μπορούσα να σε βοηθήσω;
- Αχ συγγνώμη κύριε, σας πέρασα για πελάτη. Είπε ντροπιασμένος ο μικρός.
- Περίμενε, εσύ δεν είσαι ο υπηρέτης του τσαγκάρη, του κύριου Αλιάχιν;
- Ε, ναι κύριε εγώ είμαι. Είπε ξαφνιασμένος ο Βάνκας, προσπαθώντας να ρίξει κλεφτές
ματιές μήπως τον δει το αφεντικό του.
- Κατάλαβα, κακόμοιρο αγόρι. Ε, παιδιά, ελάτε να με βοηθήσετε να εξυπηρετήσω τον
μικρό Βάνκα. Είπε ο βιβλιοπώλης στεναχωρημένος.
Ο Βάνκας χαρούμενος είδε τα παιδιά και ξετρελάθηκε από τη χαρά του. Αυτό έκανε τον
βιβλιοπώλη πολύ χαρούμενο.
- Γεια σου Βάνκα, τι κάνεις; Χαιρόμαστε πολύ που σε γνωρίζουμε!
Ο Βάνκας απάντησε σχεδόν φωνάζωντας:
- Γεια σας! Χαίρομαι πολύ κι εγώ για τη γνωριμία! Θα ήθελα βασικά ένα πακέτο
χαρτιά. Από τη χαρά μου ξέχασα να τα αγοράσω. Γέλασε το μικρό αγόρι.
- Παιδιά αφήστε τα χαρτιά στον πάγκο επάνω. Εσύ Βάνκα έλα λίγο που σε θέλω. Είπε
γλυκά ο κύριος βιβλιοπώλης και τον πήγε στην όμορφα στολισμένη αποθήκη του.
Έπειτα ξαναμίλησε:
- Λοιπόν, Βάνκα αγόρι μου, πες μου, εξήγησε μου πώς βρέθηκες εδώ στη Μόσχα,
αφηγήσου μου την ιστορία σου.
Ο Βάνκας χωρίς δεύτερη σκέψη, μίλησε στον βιβλιοπώλη, του απελευθέρωσε τις σκέψεις
του, τα συναισθήματα του, τα μυστικά του, και του διηγήθηκε την ιστορία του.
Εντυπωσιασμένος από τα λόγια του, του απάντησε:
- Ω παιδί μου, με συγκίνησες ειλικρινά. Τον ξέρω τον παππού σου αγόρι μου. Ο
παππούς σου είναι τρίτος θείος μου. Τι καλός άνθρωπος, είμαι σίγουρος ότι έχεις
πολλά καλά χαρακτηριστικά από αυτόν. Α και, παραλίγο να το ξεχάσω το γράμμα
που έγραψες στον παππού Βάνκα, δεν θα το λάβει ποτέ. Θα σε βοηθήσω να γράψεις
ένα άλλο με τα σωστά στοιχεία και θα το στείλουμε μαζί.
Αφού έριξαν το νέο γράμμα στην χαραμάδα του κοντινότερου κουτιού, κοίταξε ο Βάνκας το
μεγάλο ρολόι του απέναντι καταστήματος, και είπε φωνάζωντας:
- Ω όχι! Η ώρα πέρασε! Το αφεντικό μου θα με μαλώσει άσχημα!
- Πάρε τα χαρτιά και τρέχα Βάνκα.
Ο Βάνκας έτρεχε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Μόλις έφτασε, το αφεντικό του άρχισε να τον
χτυπάει με το μαστίγιο.
- Γιατί έλειπες τόση ώρα; Τι σου έχω πει ανυπάκουο παιδί!
Ο καημένος ο Βάνκας άρχισε να κλαίει πάλι. Εκείνη και την επόμενη μέρα, του
απαγόρευσαν να φάει. Κάπως έτσι πέρασαν δύο εβδομάδες. Ένα απόγευμα ο Αλιάχιν με τη
γυναίκα του έφυγαν για κάποιες υποχρεώσεις. Τότε χτύπησε ο ταχυδρόμος την πόρτα.
- Γεια σου παιδί μου. Αυτό είναι για εσένα από τον κύριο Κωσταντή Μακάριτς.
Ο Βάνκας άρχισε να χοροπηδάει από τον ενθουσιασμό και τη χαρά που ένιωθε και έτρεξε
αμέσως να το διαβάσει. Άνοιξε το γράμμα και μέσα βρήκε τα λόγια του παππού του:
Αγαπημένε μου εγγονέ, Βάνκα.
Λυπάμαι πολύ που ακούω αυτά τα πράγματα. Αγόρι μου θα έκανα τα πάντα για να σε πάρω
πίσω από αυτόν τον άπληστο άνθρωπο, αλλά δεν μπορώ. Ξέρεις ότι δεν έχω κάποιο όχημα ή
λεφτά για αυτό το ταξίδι. Αν επιθυμείς τόσο να έρθεις κοντά μου, τότε ξαναζήτα από τον
πλούσιο ανιψιό μου να σε φέρει στην αγκαλιά μου. Κι εγώ θα είμαι πάντα κοντά σου, σαν
πατέρας σου.
Το μικρό παιδί άρχισε να κλαίει από τη συγκίνηση. Έτρεξε γρήγορα στο σπίτι του
βιβλιοπώλη και φώναξε:
- Θείε! Θείε! Γράμμα από τον παππού! Έλα!
Ήρθε ο βιβλιοπώλης και διάβασε το γράμμα.
- Ααα! Μάλιστα! Λοιπόν μην κλαις, σκούπισε τα δάκρυά σου. Θα σε πάω εγώ στον
παππού σου. Χαμογέλα!
Ο Βάνκας δεν είχε νιώσει ποτέ άλλοτε τόση χαρά στη ζωή του. Την επόμενη κιόλας μέρα
πρωί πρωί τον πήρε με μερικά τρόφιμα, νερό και χρήματα και έφυγαν γρήγορα για το χωριό.
Ώρες μετά, στην ανατολή του ηλίου, κουρασμένοι και οι δύο από τούτο το δύσκολο ταξίδι,
κατέβηκαν και έψαξαν να βρουν το σπίτι. Ο Βάνκας έκανε σύνθημα:
- Ψιτ! Να το! Είπε ψιθυριστά ο Βάνκας, αφού δεν ήθελε να τον ακούσει κανένας. Θα
ήταν μία μεγάλη έκπληξη!
Ο Βάνκας χτύπησε την πόρτα, και προς έκπληξη του, ο παππούς του την άνοιξε.
- Βάνκα, αγόρι μου! Άρχισε να κλαίει ο παππούς πικραμένος από τα βάσανα που
πέρασε ο εγγονός του, αλλά και από τη χαρά του. Συνέχισε να μιλάει:
- Δεν θα σε ξαναφήσω να φύγεις μακριά μου, παιδί μου.
- Παππού μου! Είπε ο μικρός και αγκάλιασε σφιχτά τον παππού του. Τέλος, είπε:
- Δεν θα φύγω ξανά από κοντά σου. Θα μείνω δίπλα σου να σε φροντίζω, και να με
φροντίζεις, σαν οικογένεια…
Μ. Ειρήνη,

Οι πρώτες ηλιαχτίδες, του κρυμμένου μέσα στα σύννεφα ήλιου, ξεπρόβαλαν στο παραθύρι του τσαγκαράδικου ξυπνώντας άλλη μια μέρα για τον εννιάχρονο Βάνκα. Το παιδί σηκώθηκε μονομιάς και αφού τεντώθηκε για να ξεμουδιάσει από τον ύπνο αντίκρυσε το αφεντικό με τους μαστόρους που ετοίμαζαν το πρόγραμμα της δουλειάς. Ήταν ίσως η πρώτη μέρα που ξύπνησε τόσο χαρούμενος και ανακουφισμένος, αφού είχε πετύχει να γράψει εκείνο το γράμμα, και η μόνη του προσμονή ήταν η παραλαβή του γράμματος από τον παππού του. Δεν τον ένοιαζε πόσο θα κόπιαζε, γιατί είχε την ελπίδα ότι το μαρτύριό του θα τελείωνε άμεσα. Το αφεντικό του πρόσεξε ότι ο Βάνκας σηκώθηκε με ενθουσιασμό και προσμονή, σαν κάτι να περίμενε. Έτσι του είπε με κοροϊδευτικό τόνο στη φωνή του: – Μπα, πώς και αποφάσισες να πετάξεις από επάνω σου την κατσουφιά; Ο Βάνκας του απάντησε – Όλοι μας έχουμε κάτι να περιμένουμε από το θαύμα των Χριστουγέννων. Τότε ο Αλιάχιν γέλασε και του απάντησε με ειρωνικό τρόπο: – Α ρε, δύσμοιρε, κακομοίρη. Κοίταξε να μάθεις τη δουλειά να βγάζεις μεθαύριο ένα κομμάτι ψωμί μόνος σου και άσε τα θαύματα γι’ αυτούς που κουδουνάει η τσέπη τους και ζούνε παραμυθένια. Το παιδί δεν απάντησε. Αναδιπλώθηκε στις σκέψεις του και κοιτάζοντας το μαυρισμένο εικόνισμα ήξερε ότι η πίστη του θα φτάσει να εκπληρώσει την επιθυμία του, που δεν ήταν άλλη, από το να ζήσει μαζί με τον παππού του. Πέρασε μια εβδομάδα και ο Βάνκας συνέχιζε να υπομένει τα βασανιστήρια απ’ όλη την οικογένεια του Αλιάχιν. Όσο τα μέλη της τον έβλεπαν χαρούμενο και με μάτια γεμάτα ζωντάνια τόσο περισσότερα πράγματα τον έβαζαν να κάνει.

Έφτασε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς, τα παιδιά της γειτονιάς χτυπούσαν την πόρτα του τσαγκαράδικου για να πουν τα κάλαντα και άφηναν τα αποτυπώματα των παπουτσιών τους άναρχα πάνω στο αφράτο χιόνι, που έπεφτε όλη νύχτα και είχε ντύσει στα λευκά όλη την πόλη. Ο Βάνκας όμως μέτραγε με τα ροζιασμένα του δαχτυλάκια πόσες μέρες πέρασαν από την αποστολή του γράμματός του κι αν ο παππούς του το είχε παραλάβει. Δε ζήλευε που τα άλλα παιδιά περίμεναν την αλλαγή του χρόνου για να πάρουν τα δώρα τους. Εκείνος έτρεφε την αγωνία του για να δει στο κατώφλι του τσαγκαράδικου τον δικό του άνθρωπο. Να ακούσει πάλι το σφύριγμα και τη ροκάνα του παππού του. Οι ώρες λιγόστευαν για την αλλαγή του χρόνου και το παιδί προσπαθούσε να κάνει μόνο θετικές σκέψεις. Ξαφνικά άκουσε ένα ρυθμικό χτύπημα στη πόρτα. Πλησίασε το παράθυρο με το φόβο μέσα του, αφού όλοι είχαν πάει στα ζεστά τους σπιτικά και είχε μείνει μόνος μέσα στη βαριά σκοτεινιά του τσαγκαράδικου, και αντίκρυσε χνάρια ζώου πάνω στο χιόνι και μεγάλα αποτυπώματα παπουτσιού. Το μυαλό του έφερε, στιγμιαία στα μάτια του, τα σημάδια, που άφηναν στο δάσος με τον παππού του, όταν έκοβαν το έλατο για τον αφέντη. Η καρδιά του πετάρισε από χαρά και τα χέρια του άνοιξαν την πόρτα διάπλατα, να μπει η ευτυχία, να μπει η ζωή, να πάρει νόημα το θαύμα των Χριστουγέννων.

Η νέα χρονιά βρήκε τον παππού, τον Βάνκα και τον Χέλη ένα σώμα, μια αγκαλιά!!!

Μιχάλης

 

Βάνκας

Γρήγορα, γρήγορα, ο Βάνκας έτρεξε στο κοντινότερο κουτί και πέρασε το πολύτιμο μήνυμα του στην χαραμάδα. Το μικρό αγόρι ήταν τόσο χαρούμενο που δεν είδε το αφεντικό του τον Αλιάχιν καθώς πλησίαζε στο τέλος του ονείρου και ξαναμπήκε στο τσαγκαράδικο.

Ύστερα από μερικά λεπτά, ο Βάνκας είχε κιόλας κοιμηθεί. Ονειρευόταν το πατάρι στο χωριό. Ο παππούς να κάθεται στο πατάρι, τα πόδια του να κρέμονται, να διαβάζει το γράμμα στις δούλες και ο Χέλης να φέρνει σβούρα το πατάρι κουνώντας την ουρά του. Τότε όμως ένιωσε να τον τραβάνε απότομα από το αυτί. Άνοιξε τα μάτια του και είδε τον Αλιάχιν να του σφίγγει το λαιμό.  Ο Βάνκας δεν μπορούσε να πάρει ανάσα και με το που τον άφησε σωριάστηκε στο πάτωμα. Τότε ο Αλιάχιν πήρε ένα καμουτσίκι και άρχισε να τον χτυπά. ΄΄Μη ξανατολμήσεις να πιάσεις στα χέρια σου  χαρτί και καλαμάρι γιατί θα σου τα κόψω΄΄ τον απείλησε και ύστερα τον άρχισε στο ξύλο.

Το επόμενο πρωί ο Βάνκας σηκώθηκε από το άβολο, ξύλινο πάτωμα, όπου και κοιμόταν, και έριξε μια ματιά στον πλατύ μεγάλο διάδρομο με τα πολλά δωμάτια. Το μικρό φτωχό αγόρι δεν κοιμήθηκε όλο το βράδυ από τις πληγές και τις μελανιές που υπήρχαν σε όλο του το σώμα. Όλη αυτή την ώρα ο Βάνκας δεν είχε ακούσει ή δει κανέναν. Απορημένος άρχισε να ερευνά το σπίτι μήπως και είναι κάποιος μέσα αλλά δεν εντόπισε κανέναν η ματιά του. Εκείνη την στιγμή κατάλαβε πως ήταν μόνος στο μαγαζί και ο νους του ξαναταξίδευε στο χωριό του, στον παππού του και αναρωτιόταν τι θα έκανε εκείνη την ώρα. Θα είναι μάλλον με τα πρόβατα στο βουνό ή και θα μπορούσε να είναι και με τις δούλες στην κουζίνα και να τις κοροϊδεύει με πρέζα και πιπέρι. Αχ, πόσο θέλω να γυρίσω πίσω στο χωριό, να τρέξω με τον Χέλη στα βοσκοτόπια και να μου δίνει η  Όλγα να τρώω γλυκά και να μου κάνει Μαθηματικά και Λογοτεχνία. Όμως ένας δυνατός πόνος στο πλευρό του του χάλασε τα όμορφα αυτά όνειρα.

Ο Βάνκας πήγε στο συρτάρι του αφεντικού του και πήρε ένα ζευγάρι παπούτσια γιατί είχε πάρει πια την απόφαση του. Να γυρίσει πίσω με όποιο τρόπο μπορούσε. Άνοιξε τη μεγάλη βαριά πόρτα του τσαγκαράδικου και βγήκε έξω. Άρχισε να προχωρά διστακτικά και προσεκτικά μη τον δει κανείς και πάει χαμένη η προσπάθεια του.

Προχωρώντας πέρασε από την εκκλησία, όπου κάθισε για να ακούσει  λίγη από την ψαλμωδία που είχε του είχε λείψει τόσο καιρό αλλά σηκώθηκε να φύγει μήπως και τον δουν και ξεκίνησε το δρόμο για το χωριό.

Αρχικά, ξεκίνησε τον δρόμο φοβισμένα και δειλά, στη συνέχεια όμως, όσο προχωρούσε και απομακρυνόταν χαλάρωνε το βήμα του σκεπτόμενος τον παππού του, πόσο χαρούμενος και ευτυχισμένος θα ήταν αν τον έβλεπε. Πριν φτάσει ακόμα καλά καλά στο χωριό βλέπει τον παππού του να ανεβαίνει με τα πρόβατα και τις γίδες. ΄΄Παππού μου΄΄ φώναξε το παιδί.

Η σκηνή έκλεισε συγκινητικά και ευχάριστα με τον Βάνκα στην αγκαλιά του πολυαγαπημένου του παππού, μακριά από το τόπο των βασανιστηρίων του.

Σταυρούλα

Σχολιάστε

Top