
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΛΟΣΚΟΦΗΣ
Κάθε μέρα το ίδιο όνειρο. Ο ίδιος σκοτεινός εφιάλτης παίζει σαν μια ανατριχιαστική ταινία τρόμου στο μυαλό μου. Εγώ και οι γονείς μου βρισκόμαστε στο αυτοκίνητο και ξαφνικά καταλήγουμε σε έναν γκρεμό. Ουρλιάζουμε από φόβο και στην συνέχεια δεν υπάρχει κανένα ουρλιαχτό, καμία φωνή. Μόνο απόλυτη ησυχία… Κοιτάζω τριγύρω μου πανικοβλημένη! Το αυτοκίνητο ήταν σε άθλια κατάσταση. Το βλέμμα μου πηγαίνει στα πόδια μου. Όμως, δεν μπορούσα να τα δω γιατί μια κατάμαυρη σκιά τα κάλυπτε… Κοιτάζω την μητέρα μου γεμάτη αίματα να χαροπαλεύει. Δεν μπορούσα να κλάψω, δεν μπορούσα! Ούτε λαλιά έβγαινε από το στόμα μου, ούτε δάκρυ από τα μάτια μου. Ένιωθα πως κάποιος είχε κλέψει τα συναισθήματά μου. Δεν ξέρω, δεν έμαθα ποτέ. Η μητέρα μου θα ζήσει, θα πεθάνει; Τρομάζω, φοβάμαι… ξυπνάω και την βλέπω δίπλα μου να μου χαμογελά. Τότε, όλες οι ανησυχίες μου εξαφανίζονται και της χαμογελάω.
Στα τέλη του Ιουνίου, θα πηγαίναμε στην Χαλκιδική για λίγες στιγμές καλοκαιρινής ξεγνοιασιάς. Όταν οι μέρες πλησίαζαν, ετοιμάζαμε τις βαλίτσες μας ενθουσιασμένοι. Σε αυτές, χώρεσαν αμέτρητα αντικείμενα και εκατοντάδες συναισθήματα… Περιμέναμε με ανυπομονησία να έρθει το Σάββατο.
Μια νύχτα πριν το ταξίδι, ο Μορφέας δεν κατάφερε να με ταξιδέψει στον μαγικό κόσμο των ονείρων. Σκέψεις τριγυρνούσαν στο μυαλό μου. Ένιωθα σαν ένα στιβαρό χέρι να έσφιγγε το στομάχι μου, ενώ η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Ένιωθα πως Σειρήνες πετούσαν γύρω από το μυαλό μου και ένα μαύρο σύννεφο στεκόταν πάνω από το κεφάλι μου. Μόλις κατάλαβα πως ένιωσε ο Οδυσσέας δεμένος στο κατάρτι, ακούγοντας το φοβερό τους τραγούδι. Αγχωμένος και ταυτόχρονα μαγεμένος! Είναι μαγικό πως οι σκέψεις αυτές μπορούν να σε στεναχωρήσουν, δίχως λογική, μονάχα με το ένστικτο.
Ησύχασα… Έκανα τον σταυρό μου με ευλάβεια και προσευχήθηκα στον Θεό να μας χαρίσει ένα χαρούμενο και ευλογημένο ταξίδι. Ακριβώς όπως έκανε και ο Οδυσσέας παρακαλώντας τους ουράνιους θεούς να τον βοηθήσουν να φτάσει στην Ιθάκη του.
Ύστερα από μερικά λεπτά κοιμήθηκα. Είδα ξανά το ίδιο όνειρο, το ίδιο ανατριχιαστικό όνειρο… Μα τώρα ήταν πιο έντονο, πιο ζωντανό. Αυτή την φορά, ξύπνησα και άρχισα να κλαίω… Δεν έχω φοβηθεί έτσι, ποτέ άλλοτε! Ακόμα και το πρώτο βράδυ που το είδα δεν ένιωσα ότι απειλούμαι. Μόνο τώρα! Είχα φοβηθεί τόσο που ξεκίνησα να περιφέρομαι στα δωμάτια του σπιτιού για να ελέγξω αν είναι όλοι ασφαλείς.
Άρχισα να παρατηρώ την μαμά μου. Την έβλεπα ανήσυχη. Τα μάτια της ήταν κατακόκκινα. Φαινόταν σαν να έκλαιγε προηγουμένως. Κουνούσε το πόδι της νευρικά. Κοίταζε τον πατέρα μου με ένα χαμένο βλέμμα. Τους καλημέρισα. Δεν πήρα καμία απάντηση. Ήταν αφηρημένοι. Ετοίμασα το τσάι μου και κάθισα έξω. Δεν μιλούσα, δεν μιλούσαν. Ήμασταν όλοι χαμένοι στον δικό μας κόσμο, ο καθένας με διαφορετικές σκέψεις.
Τότε, ξύπνησε ο αδερφός μου και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε. Σε λίγο ξεκινήσαμε για την Χαλκιδική. Ο αδερφός μου οδηγούσε. Το ραδιόφωνο έπαιζε ξένη μουσική. Ο πατέρας μου καθόταν δίπλα του και διάβαζε μια εφημερίδα. Εγώ καθόμουν στα πίσω καθίσματα μαζί με την μητέρα μου. Κοιτούσα έξω από το παράθυρο τη θέα, χαμένη στις χθεσινοβραδινές μου σκέψεις. Κοίταξα τριγύρω μου. Ένιωθα πως έχω ξαναδεί το συγκεκριμένο τοπίο και πως η οικογένειά μου είχε καθίσει σε αυτές τις θέσεις…
Αγχώθηκα, γιατί ακριβώς έτσι καθόμασταν και στον εφιάλτη. Μετά από αρκετή ώρα φτάσαμε στην κοιλάδα των Τεμπών. Στο δρόμο υπήρχαν αρκετές στροφές. Ζαλιζόμουν αρκετά κι έτσι πρότεινα στον αδερφό μου να σταματήσει για να φάμε κάτι. Ο αδερφός μου πατούσε το φρένο, αλλά το αυτοκίνητο δεν σταματούσε. Συνέχισε να το πατά με μανία… Ξαφνικά, γκρεμός. Κατευθυνόμαστε προς τα εκεί χωρίς φρένα.
Όταν πλησιάζαμε στο γκρεμό, κοιταχτήκαμε γεμάτοι από πανικό. Κρατήσαμε ο ένας το χέρι του άλλου, ενώ κλαίγαμε από φόβο. Η μητέρα μου χαμογέλασε και με συμβούλεψε: «Μην σταματήσεις ποτέ να χαμογελάς. Για χάρη μας! Μην χωριστείτε ποτέ με τον αδερφό σου! Και να θυμάσαι πως εγώ και ο πατέρας σου θα είμαστε πάντα δίπλα σας κι ας μην μας βλέπετε». Η μαμά μου μιλούσε λες και ήξερε ότι θα πεθάνει… Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον για τελευταία φορά και κλείσαμε τα μάτια μας για να μην αντικρίσουμε αυτό που θα συνέβαινε. Δεν σταματήσαμε να κρατάμε ο ένας το χέρι του άλλου ακόμα κι όταν πέφταμε.
Αργότερα, άνοιξα τα μάτια μου και ξεκίνησα να βήχω από την σκόνη που είχε σηκωθεί. Άρχισα να πιάνω το πρόσωπο και το σώμα μου για να ελέγξω αν είμαι εντάξει. Όταν όμως έπιασα τα πόδια μου, δεν ένιωθα τίποτα. Στην αρχή, δεν έδωσα σημασία… Μετά κοίταξα τριγύρω. Είδα την μητέρα μου και τον πατέρα μου γεμάτους αίματα. Έλεγξα τους σφυγμούς τους, αλλά ήταν νεκροί! Ουρλιάζω! Κλαίω! Ο αδερφός μου κατάφερε να επιζήσει. Γεμάτος γρατζουνιές με κοίταξε με απελπισία και μου είπε: «Είναι νεκροί!».
Προσπάθησα να βγω από το αυτοκίνητο, αλλά μάταια. Τα πόδια μου ήταν άχρηστα πλέον. Τότε, ο αδερφός μου με τράβηξε έξω και με πήρε στους ώμους του. Το μόνο που μπορούσα να διακρίνω από τα συντρίμμια του αυτοκινήτου ήταν το χέρι της μητέρας μου. Επέστρεψα ξανά στο αυτοκίνητο σέρνοντας το σώμα μου ως εκεί και άρχισα να το φιλάω μέχρι που λιποθύμησα.
Όταν ξύπνησα, είχαν περάσει πια μήνες. Μόλις άνοιξα τα μάτια μου, ο αδερφός μου στεκόταν στο προσκεφάλι μου και μου είπε: «Τώρα ξεκινά η δική σου Οδύσσεια, μικρή μου, αλλά θα το παλέψουμε μαζί». Οι γιατροί μου ανακοίνωσαν πως δεν θα μπορούσα να περπατήσω ποτέ ξανά.
Σοκ. Άρνηση. «Πώς θα κινούμαι; Πώς θα δουλεύω; Πώς θα βγαίνω έξω; Θα έχω φίλους; Κι αν δεν με κάνει κανείς παρέα; Πώς θα συνεχίσω τη ζωή μου από εδώ και πέρα;» Όλα αυτά μου φαινόντουσαν βουνό. Ένιωθα σαν τον Οδυσσέα που πάλευε με την αγριεμένη θάλασσα του Ποσειδώνα και τα κατάφερε. Αυτή η σκέψη ήταν όμως που με βοήθησε να κρατηθώ στη ζωή και να μην τα παρατήσω.
Σήμερα εργάζομαι ως κοινωνική λειτουργός σε μια δομή για παιδιά και ενήλικες με κινητικά προβλήματα. Παρ’ όλες τις δυσκολίες, δεν άφησα τη ζωή να με προσπεράσει και τίποτα δεν με σταμάτησε από το να φτάσω στο τέλος στη δική μου Ιθάκη.