Κι αν του έλειπε το πόδι ……είχε ψυχή

 

Κυριακή πρωί. Μετά τη λειτουργία φορτωθήκαμε όλοι στο αυτοκίνητο, όπλα μπαλάσκες που λέει και η μαμά και ξεκινήσαμε να πάμε στο χωριό της μαμάς στο νότιο τμήμα του νησιού, στο πατρικό της σπίτι που είχε πληγεί από το σεισμό και επισκευάστηκε.

Έπρεπε να το «αρματώσουμε», όπως έλεγε η γιαγιά μου, να το κάνουμε σπίτι. Όταν

φθάσαμε, στην αυλή ήταν ένας τεράστιος σωρός από ετερόκλητα πράγματα: έπιπλα, ρούχα, αντικείμενα του νοικοκυριού, αντικείμενα που σχετίζονται με αγροτικές δουλείες, σιδερένια, ξύλινα, όλα ανάκατα.

Ξεκίνησε η μεταφορά των πραγμάτων σε κάθε ένα δωμάτιο του σπιτιού, ώσπου το

μάτι μου έπεσε πάνω σε ένα σιδερένιο αντικείμενο. Δρεπάνι δεν ήταν, απομεινάρι από όπλο η άλλο εργαλείο δεν ήταν …..Τι να ήταν άραγε. Αποφάσισα να το παραμερίσω με σκοπό να το πετάξω.  Όλα τα άχρηστα τα μαζεύουν μονολογούσα, μην πετάξουν τίποτα…..  γι” αυτό γεμίσαμε με παλιατσαρίες. Αποφασιστικά, το πήρα και το πέταξα στο σωρό των σκουπιδιών. «Παρ΄ το γρήγορα από εκεί» ακούστηκε η φωνή της γιαγιάς μου, «πιο καλά να πετάξεις εμένα παρά αυτό. Είναι το πόδι του πεθερού μου . από αυτόν κρατάτε όλοι. Αχ αυτή η μάνα, τέσσερα παιδιά είχε, τέσσερα παλικάρια ως εκεί πάνω, σκοτώθηκαν τα τρία στη Μικρασία, ένα της γύρισε κι αυτό λειψό, όμως από αυτό αναστήθηκαν άλλοι επτά.»

Άντε σκέφτηκα η γιαγιά μου ό,τι θυμάται χαίρεται… Παρόλα αυτά η περιέργεια με έτρωγε. Το άφησα λοιπόν σε μια προσεγμένη θέση που δεν κινδύνευε από κανένα και τίποτα και ρώτησα τη γιαγιά μου τι ήταν αυτά που έλεγε. Τότε η γιαγιά μου διηγήθηκε ότι αυτό το σίδερο είχε μέσα ξύλο και ήταν το μισό πόδι του πεθερού της δηλαδή του προπαππούλη μου, ο οποίος έχασε το πόδι του στη Μικρασιατική εκστρατεία.

«Αχ παιδάκι μου» είπε η γιαγιά μου «ο προπάππους σου ήταν τέσσερα αδέλφια. Ο προπάππους σου πήρε μέρος και στη μάχη στον Κλαπάδο για την απελευθέρωση του νησιού μας ( από όπου πήρε και το ψεγάδι Παλληκαράς) και μετά πήγε με τα αδέλφια του στη Μικρασία. Ένας από αυτούς ήταν αξιωματικός. Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά για τους Έλληνες. Νικούσαν , προχωρούσαν στο εσωτερικό της Μικρασίας για να ελευθερώσουν και άλλους Έλληνες όπως έλεγαν. Ώσπου σε μια μάχη, εκεί κοντά στο Σαγγάριο ο προπάππους σου πήγε με έναν άλλο στρατιώτη να ξεκολλήσουν ένα πολυβόλο που το έσερναν με βοϊδόκαρα και είχε κολλήσει στις λάσπες.

Φαίνεται πως ήταν εκτεθειμένοι, τους έβαλαν στο σημάδι, έριξαν οι Τούρκοι, σκότωσαν τον άλλον και τραυμάτισαν τον προπαππούλη σου. Τρέξαν οι Έλληνες τον σήκωσαν  προσπαθούσαν να του δώσουν θάρρος λέγοντας, «άντε βρε παλληκαρά δεν έχεις τίποτα».

Όταν όμως τον άφησαν κάτω δεν μπορούσε να πατήσει το πόδι του. Τον πήγαν στο

πρόχειρο νοσοκομείο που είχαν και εκεί οι γιατροί είπαν ότι η σφαίρα που τον χτύπησε ήταν ντουμ-ντουμ και είχε διαλύσει το κόκαλο.(Οι σφαίρες ντουμ ντουμ έψαξα μετά και βρήκα ότι ήταν κάθε σφαίρα παντός όπλου, η οποία στο εμπρόσθιο μέρος φέρει ανωμαλία παντός είδους, δηλ: είναι χαραγμένη, ή ξυσμένη ή έχει τρύπα ή κοιλότητα. Κάθε σφαίρα η οποία δεν είναι λεία και αιχμηρή ανοίγει τρομερή πληγή στο σώμα του τραυματία και σχίζει τους ιστούς γύρω, αφήνοντας μεγάλο άνοιγμα, που δύσκολα θεραπεύονταν. Έτσι αι σφαίρες «ντουμ – ντουμ» βασανίζουν τους

τραυματίες.)

Δεν υπήρχε σωτηρία θα πάθαινε γάγγραινα. Για να σώσει τη ζωή του έπρεπε να

κόψουν το πόδι του από το γόνατο και κάτω. Τι να κάνει . Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.

Δέχθηκε. Του έκοψαν λοιπόν το πόδι και όταν έθρεψε η πληγή, μέτρησαν το άλλο πόδι, του έφτιαξαν ένα ομοίωμα ποδιού από ξύλο, το έβαλαν γύρω γύρω αυτό το σίδηρο και το έδεσαν πάνω στο εναπομείναν τμήμα του ποδιού του με ιμάντες.

Έτσι ο προπάππους σου γύρισε πίσω στο χωρίο , ένας λεβέντης εκεί πάνω με ξύλινο πόδι, μπαστούνι και το ψεγάδι Παλληκαράς να τον ακολουθεί . Ήταν αρραβωνιασμένος πριν φύγει για τη Μικρασία και όταν γύρισε πίσω ανάπηρος θέλησε να διαλύσει τον αρραβώνα με την προγιαγιά σου για να μην την επιβαρύνει και με τη φροντίδα ενός ανάπηρου. Η προγιαγιά σου όμως δεν δεχόταν να ακούσει κάτι τέτοιο. «Νικόλα είμαστε μαζί στα καλά. Στα άσχημα γιατί να είμαστε χώρια»;

Παντρεύτηκαν, καζαντίσαν έκαναν επτά παιδιά και αγωνίζονταν μαζί άνδρας και

γυναίκα. Όταν ο καιρός χαλούσε, άρχιζαν βροχές το πόδι του πονούσε και ο προπάππους σου έλεγε: «Αμεμέτ, πιο καλά να με σκότωνες, παρά που με άφησες να πονώ». Ύστερα τα ξέχναγε όλα. Ήταν όμως ένας άνθρωπος που δεν τα έβαλε ποτέ κάτω. Κι αν δεν μπορούσε να πάει στις εξωτερικές δουλείες, στα χωράφια, είχε κατάστημα δίπλα στο σπίτι που έμειναν και βοηθούσε όσο μπορούσε. Ίσως το θάρρος του για τη

ζωή να το έπαιρνε και από τη σύζυγό του αλλά και από τη μάνα του που όταν γεννήθηκαν τα εγγόνια της πήγε στην εκκλησιά του χωριού μας, στάθηκε μπροστά

στην εικόνα της Παναγιάς και έλεγε: «Δόξα να έχεις Παναγιά μου. Είχα τέσσερεις απόμεινε ένας και αυτός λειψός αλλά από αυτόν ανέστησες άλλους». Ήταν παιδάκι μου ο παππούς σου ένας άνθρωπος που του έλειπε το πόδι, αλλά του περίσσευε η ψυχή και η παλληκαριά για να αντιμετωπίσει τη ζωή. Γι”  αυτό σου λέω, πιο καλά να πετάξεις εμένα παρά αυτό που τον στήριξε τόσα χρόνια και τώρα που το βλέπουμε συνεχίζει να στηρίζει και εμάς.»

Γιώργος  Λινάρδος (μαθητής του Α2)

 

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης