Τι είδαμε……..
Στο πλαίσιο δράσεων της διεθνούς ημέρας μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος παρακολουθήσαμε στον κινηματογράφο Αθήναιον την ταινία : Ζώνη Ενδιαφέροντος
Λίγα λόγια για το έργο:
Τον Μάιο του 1940, ο Ρούντολφ Ες (όχι ο συνονόματος, διαβόητος υπαρχηγός του Χίτλερ, ο οποίος πέθανε στη φυλακή το 1987) διορίστηκε διοικητής του Στρατοπέδου του Άουσβιτς. Συνεπής «επαγγελματίας», ήταν ο πρώτος που αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το εντομοκτόνο αέριο Zyklon B για τη μαζική εξόντωση κρατουμένων, ως περισσότερο αποτελεσματική και οικονομική μέθοδο. Τον Δεκέμβριο του 1943 ανέλαβε επικεφαλής της κύριας οικονομικής και διοικητικής υπηρεσίας των Ες Ες και το 1944 επέστρεψε στο Άουσβιτς για να επισπεύσει την διαδικασία της «τελικής λύσης». Συνελήφθη το 1946 από τους Βρετανούς και στη δίκη του, κατηγορούμενος για μαζική δολοφονία τρεισήμισι εκατομμυρίων, απάντησε στωικά: «Όχι, ήταν μόνο δυόμισι. Οι υπόλοιποι πέθαναν από αρρώστιες και ασιτία».
Η ταινία εξιστορεί την ειδυλλιακή καθημερινότητα της επταμελούς οικογένειας του διοικητή, ο οποίος μαζί με τη σύζυγό του Χέντγουιγκ έχουν στήσει τον ολάνθιστο, τακτοποιημένο και αδιατάρακτο επί της γης παράδεισό τους –ένα ευρύχωρο σπίτι με πανέμορφο κήπο– ακριβώς δίπλα από την περίφραξη του στρατοπέδου συγκέντρωσης. Παιχνίδια με τα παιδιά, λίγη κηπουρική, μια βαρκάδα στη διπλανή λίμνη, συναντήσεις με επιχειρηματίες και μηχανικούς, γιορτινά γεύματα, η βραδινή ανάγνωση ενός παιδικού παραμυθιού, μηνύματα στον τηλέγραφο. Η αναγγελία της μετάθεσής του στο Βερολίνο, όμως, θα αρχίσει να περιπλέκει τις σχέσεις του Ρούντολφ με υψηλά ιστάμενους ναζί, αλλά και με τη Χέντγουιγκ.
Η κάμερα δεν περνάει ποτέ από την εσωτερική πλευρά του συρματοπλέγματος, επιμένοντας σε ακίνητα, αυστηρά μεσαία και μακρινά πλάνα. Έτσι, αποτροπιασμός, γαλήνη, γενοκτονία και γλυκιά ζωή αγκαλιάζονται με έναν αποστασιοποιημένο κινηματογραφικά τρόπο, που αναδεικνύει τον πυρήνα του ιστορικού κακού στην προσωπική «ζώνη ενδιαφέροντος» του καθενός, η οποία μας απορροφά και μας αποκόπτει –με ολέθρια αποτελέσματα– από τη μνήμη, την ενσυναίσθηση, την κοινωνική ευθύνη.
Μετά από την αρχική σκηνή στο ποτάμι, ένα ειδυλλιακό απομεσήμερο με χάζι, βουτιές και πικνίκ, το πρωτόκολλο τηρείται κατά γράμμα, ο άνδρας φεύγει για τη δουλειά, τα παιδιά μένουν σπίτι για να ξεκαλοκαιριάσουν με παιχνίδια, η Χέντβιγκ κουτσομπολεύει με φίλες, τακτοποιεί συνεχώς και φροντίζει τον κήπο, ενώ οι εργάτες κάνουν δουλειές και η οικιακή βοηθός αναλαμβάνει τα υπόλοιπα και σερβίρει, με τρεμάμενο χέρι, χαμηλωμένο βλέμμα και την ψυχή στο στόμα. Κυρίως, πόρτες ανοίγουν και κλείνουν, τα φώτα σβήνουν κάθε βράδυ ίδια ώρα, διάδρομοι διασχίζονται, όλα επαναλαμβάνονται, κανείς δεν σπεύδει. Ο μεγαλύτερος γιος, στο σκίρτημα του φλερτ, συγκρίνει χρυσά δόντια λίγο πριν κοιμηθεί, τα πολύτιμα αποκτήματά του – μάλλον τα αντάλλαξε για κάτι ευτελές. Ο μικρότερος αδελφός του προβάρει πολεμικές κινήσεις, όπως όλα τα παιδιά του κόσμου εκείνη την εποχή, αν δεν είχαν ήδη πεθάνει. Κι όταν η μικρή κόρη κλαίει το βράδυ, ο πατέρας της είναι αυτός που τη νανουρίζει και την ηρεμεί.
Σε ένα κοντινό, φαντασιακό σύμπαν, παρακολουθούμε ένα όνειρο, σαν αρνητική εκτύπωση φιλμ μικρού μήκους: ένα κορίτσι κλέβει φρούτα και ξεφεύγει από τους φρουρούς με το ποδήλατό της, περνώντας τα λαθραία μέσα στο στρατόπεδο. Κατά κάποιον τρόπο, το διακεκομμένο παραμύθι, ένα αληθοφανές animation σπαρμένο στην πλοκή, όταν μια πόρτα ανοίγει και το υποδέχεται στην πραγματικότητα – είναι μια ιστορία αληθινή, που κέντρισε το ενδιαφέρον του Γκλέιζερ και την ενέταξε στην ταινία.
Η μητέρα της Χέντβιγκ την επισκέπτεται και βλέπει για πρώτη φορά το περίφημο καινούργιο σπίτι. Το θαυμάζει, ειδικά τον κήπο. Η Χέντβιγκ αποζητά τον έπαινο για το επίτευγμά της και τον αποσπά επανειλημμένα. Η «γιαγιά» επισκέπτρια ήταν καθαρίστρια και αντί άλλης τυχαίας κουβέντας επισημαίνει πως δίπλα έχουν εκείνους που κάποτε υπηρετούσε, σε κάτι που μοιάζει με φυλακή, «για αυτά τα εβραϊκά πράγματα που έκαναν», γενικώς και αορίστως. Η κόρη της δεν δίνει τόση σημασία, επιδεικνύει την κηπουρική. Μόνο αργότερα, το βράδυ, η μητέρα της, με τη δραστηριότητα να αντιφεγγίζει στο παράθυρό της, αντιλαμβάνεται, ακίνητη, σαν να μη θέλει να την πάρουν χαμπάρι. Στο πρόσωπό της μιλάνε σιωπηλά εκατομμύρια συμπατριώτες της.
Απέναντι οι μηχανές δουλεύουν, τα φουγάρα σκοτεινιάζουν τον ουρανό, η ζωή σβήνει πνιγμένη από την συμμετρία ενός νοικοκυριού που η Χέντβιγκ δεν συζητάει καν να αποχωριστεί, όταν ο Ρούντολφ βρίσκει μετά βίας το θάρρος για να της ανακοινώσει τη μη διαπραγματεύσιμη μετάθεσή του στα κεντρικά, στο Οράνιεμπουργκ του Βερολίνου. «Εσύ πήγαινε, αλλά εγώ και τα παιδιά δεν θα σε ακολουθήσουμε», του μηνύει. Πρόσκαιρα εκνευρισμένος από την αντίδραση και βαθύτερα προβληματισμένος από τη νεφελώδη πρόθεση των ανωτέρων του, δεν μπορεί παρά να δεχθεί τον πολλαπλό εκβιασμό. Η υποδοχή που του επιφυλάσσουν δεν στέκει στο ύψος της υψηλής απόδοσής του. Είναι ένα στέλεχος του κρατικού θηρίου, και μάλλον δεν έχουν καταλάβει πως έχει χτίσει τα θεμέλια της υλοποίησης του μεγάλου σχεδίου.
Σταδιακά και αμετάκλητα, αυτό το ηλιόλουστο οικογενειακό πορτρέτο μετατρέπεται σε ένα θρίλερ χωρίς την παραμικρή ορατή απειλή και ένα συγκλονιστικό fast forward – μονταζιακό επίτευγμα δίνει την τελική, ευρύτατη διάσταση στην έννοια της «ζώνης του ενδιαφέροντος», η οποία αφορά ολόκληρη τη σύγχρονη δυτική κοινωνία. Κάθε ιστορικό γεγονός, από το ηρωικότερο ως το αδιανόητα αποτρόπαιο, έχει μετατραπεί πλέον σε μαζικό θέαμα. Ένα φινάλε-σοκ που ολοκληρώνει αριστουργηματικά αυτή την συνταρακτική διαδρομή ως την καρδιά του σκοταδιού, η οποία απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο, αλλά και εκείνο των κριτικών στο πρόσφατο Φεστιβάλ Καννών.
Μ. Βρετανία, ΗΠΑ, Πολωνία. 2023. Διάρκεια: 105΄. Διανομή: ΣΠΕΝΤΖΟΣ FILM
Πηγή:
https://www.athinorama.gr/cinema/cinema-reviews/3024117/3024117-zoni-endiaferontos/
Σχολιάστε
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.