Ρόδα είναι και γυρίζει…
Ρε πού φτάσαμε! Πού ήμασταν και πού φτάσαμε; Αν κάποιος αναλογιστεί τη μεταπολεμική κοινωνική μας ιστορία και προσπαθήσει να κάνει μια νοητή γραφική παράσταση που να αναπαριστά την πορεία της χώρας μας θα καταλήξει να σχεδιάσει έναν κύκλο.
Ο διαβήτης θα ξεκινήσει από τη δεκαετία του ’50, μια δεκαετία που δεν ήταν glamour, δεν τη λέμε γεμίζοντας το στόμα μας τα «fifties», γιατί απλά ήταν μια δεκαετία φτώχειας, πείνας και μετανάστευσης. Φεύγαμε χιλιάδες για το Αμέρικα (όπως το συνηθίζαμε και στις αρχές του 20ού αιώνα) ή για τη Γερμανία. Η επόμενη στάση του διαβήτη μας είναι η σταδιακή άνοδος του βιοτικού μας επιπέδου κατά τη δεκαετία του ’70 και φυσικά το ξέφρενο και αλόγιστο καταναλωτικό πάρτι των eighties που έφερε την πρώην ψωροκώσταινα Ελλαδίτσα στα ευρωπαϊκά σαλόνια, μεγαλοπιάστηκε και ο Έλληνας. Το ’90 γίναμε σπουδαία δύναμη στα Βαλκάνια και γίναμε χώρα υποδοχής μεταναστών από τις γύρω χώρες και από το πρώην ανατολικό μπλοκ, λίγο αργότερα η αφεντομουτσουνάδα μας ήθελε να κάνει και βόλτα εκτός των ευρωπαϊκών και βαλκανικών σαλονιών και διεκδικούσαμε ωσάν αρχοντοχωριάτες τη διεθνή αναγνώριση, θέλαμε να μπούμε μέσα στην παγκόσμια ελίτ, στο τρελό φαγοπότι των Ολυμπιακών Αγώνων. Και ο Νεοέλληνας, ο νεοαριστοκράτης, ο νεόπλουτος πανηγύριζε, αναδείχτηκε πολυμήχανος, απέδειξε το δαιμόνιο ταλέντο του, έφτασε σε μεγαλεία ανάλογα του αρχαίου ένδοξου παρελθόντος του. «Να δεις τι σου ’χω για μετά…»
Και ξαφνικά η φούσκα έσπασε, τα δανεικά στέρευσαν, ο ιερός κότινος με τον οποίο είχαμε αυτοστεφανωθεί μαράζωσε, έγινε αγκάθινο στεφάνι που έμπηγε τα αγκάθια του ανηλεώς στις σάρκες μας. Ανώμαλη προσγείωση στην πραγματικότητα της οικονομικής λιτότητας, της σημερινής χρηματοπιστωτικής κρίσης, στον κόσμο της Τρόικας, διαβάζοντας τα σκοτεινά ρομάντζα του μνημονίου και ζώντας σαν παρίες, σαν τους Αθλίους του 21ου αιώνα. Ο διαβήτης τερματίζει το κυκλικό του ταξίδι: και πάλι φτώχεια και πάλι πείνα και πάλι μετανάστευση. Πήραμε πάλι τα μπογαλάκια μας, το δισάκι μας και πάλι τραβάμε για τα ξένα, για να συνεχίσουμε το ατέρμονο ταξίδι της φυλής μας προς την ξενιτιά.
Και το νέο κύμα «αντιμετανάστευσης» προς νέους προορισμούς αυτή τη φορά έχει τον ίδιο παρονομαστή με τα προηγούμενα: την ελπίδα! Ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, για μια πιο αξιοπρεπή ζωή. Ελπίζουν ότι εκεί στη νέα τους πατρίδα δεν θα στέκονται στις ουρές του ταμείου ανεργίας ή στην ουρά για το μεσημεριανό συσσίτιο και μπροστά από κάδους σκουπιδιών για το βραδινό τους. Ελπίζουν ότι εκεί θα μπορούν με τον ιδρώτα τους να χτίσουν τα όνειρά τους, ότι θα μπορούν να λένε, όπως ο αείμνηστος κωμικός Κώστας Χατζηχρήστος, ότι είμαι ο Έλληνας που έχω πλύνει τα περισσότερα πιάτα και να φωνάζει «Πολύ πιάτο στο Αμέρικα!» χωρίς να τους περιμένουν κάποιοι μαυροντυμένοι εθνικιστές να τους σαπίσουν στο ξύλο, επειδή απλά είναι Έλληνες. Ας ελπίσουμε ότι οι εκεί ακραίοι, θα είναι πιο «διακριτικοί» από τους εδώ!
Ο κύκλος της μετανάστευσης βέβαια δεν έχει κλείσει, αργά ή γρήγορα θα ανοίξει ένας καινούριος, ομόκεντρος. Αλλά, κοιτώντας τον κύκλο της σύγχρονης μεταπολεμικής ελληνικής πραγματικότητας, νιώθω ότι αυτός δεν είναι ένας απλός κύκλος, είναι φαύλος: Από την ξενιτιά στις ΗΠΑ και στη Γερμανία, στα μπουζούκια καθημερινές και στα Golden Hall, από τον Καζαντζίδη στους Κιαμοβέρτηδες και στη Eurovision, από τα ταξίδια μας για αγορές στο Μιλάνο, πάλι έξω: πρόσφυγες στην Αυστραλία. Από τις γκλαμουράτες μπίζνες, από barman, businessman, rooms to let και άλλες ευυπόληπτες ασχολίες τότε, τώρα στοιβαζόμαστε μπροστά από το ταμείο ανεργίας και σε «δουλειές του ποδαριού» που λέει και ο Πανούσης: ντελιβεράς, ταμίας, πωλητής… Όχι ότι είναι υποδεέστερα επαγγέλματα, εμείς μέχρι πρότινος τα είχαμε απαξιωμένα…. Δεν βάλαμε μυαλό, δεν καταλάβαμε, κύριε τζίτζικα και κύριε μέρμηγκα, ότι ο καιρός έχει γυρίσματα.
Και για να γυρίσει η ρόδα, πρέπει οι καινούριοι μαθητές να καταστρώσουν ένα ευέλικτο και ενημερωμένο πλάνο σπουδών, που θα τους βοηθήσει να κάνουν τις σωστές επιλογές στο μηχανογραφικό τους, για να κάνουν εντέλει τις συγκριτικά ορθότερες επαγγελματικές επιλογές. Για να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος, ο τελειόφοιτος καλείται να απαλλαγεί από στερεότυπα της νεοελληνικής συνείδησης που έχει απαξιώσει τα πιο χειρωνακτικά επαγγέλματα και άλλα που σχετίζονται με την πρωτογενή παραγωγή, να έχει την ευελιξία να δουλέψει εκεί που η δουλεία του θα «πιάσει τόπο» εντός και εκτός της Αθήνας, εντός ή και εκτός της Ελλάδας… Η αλήθεια είναι ότι το brain drain μάς πληγώνει, αλλά και η ανεργία επίσης… Μακάρι το «μάθε, παιδί μου, γράμματα» που λέγανε οι μεγαλύτεροι σε εμάς, όταν ήμασταν παιδιά και εμείς τώρα το αναπαράγουμε σε σας να πιάσει τόπο, να έχει και πρακτικό αντίκρισμα για εσάς… Μακάρι να γυρίσει ο τροχός…
Βιαστικό κείμενο του Μ.Κ.
Στους τελειόφοιτούς μας



