ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΑΝΤΙΟ
ΜΑΡΙΑ ΜΠΙΚΑ Γ3
28 Φλεβάρη 2023
Τα γέλια σβήνουν
Στις ράγες των Τεμπών
Και βλέπω ένα φως
Σαν του ήλιου φαίνεται
Μα όχι
Ξαναρίχνω μια ματιά
Του παραδείσου το φως φέγγει από ψηλά
Δεν έχω οξυγόνο
Δεν βλέπω καθαρά
Αυτό που μονάχα ξέρω
Είναι πως σας βλέπω από ψηλά
Μάνα, θα γυρίσω
Στην δική σου αγκαλιά
Μα ως άγγελος ξανά
Να σε αγκαλιάσω
Να σε φιλήσω
Και το τελευταίο αντίο με πόνο να ξεστομίσω
Μα εσύ δεν θα το καταλαβαίνεις
Αλλά θα είμαι πάντα εκεί
Ακόμα και αν δεν το ξέρεις
Μαζί σου σαν προσευχή
Μάνα, μην κλαις
Δεν φταις εσύ γι’ αυτά
Άλλων είναι οι ευθύνες
Αυτών που διοικούν εκεί
Βουλή είναι το όνομα της
Και εκεί μένουν έσχατοι δολοφόνοι
Που αποκαλούνται πολιτικοί.
Το βαγόνι μες το αίμα
Μεσ’ τη δυστυχία και τον χαμό
Των 57 αυτών ψυχών
Που γίνανε σωρό.
Πάμε κι όπου βγει
Ήταν και μια φράση αυτή
Η οποία προκάλεσε τον θάνατο
Αυτών των δύστυχων παιδιών.
Θα μπορούσες να ήσουν εσύ
Θα μπορούσα να ήμουν εγώ
Μα κανείς δεν ξέρει
Πότε θα έρθει η ώρα αυτή
Να φωνάζεις
Και να μην σε ακούν
Να ουρλιάζεις από τον πόνο
Και να μην σε βοηθούν
Να πεθαίνεις
Και να μην σου δίνουν σημασία,
Κάνοντας τα πάντα
Για να καλυφθεί η προδοσία.
Με πέτρες και τσιμέντα
Προσπάθησαν να καλύψουν
Την φρίκη της βραδιάς αυτής
Που δύσκολα θα σβήσουν
Από τις μνήμες των γονιών
Αλλά και όλων των Ελλήνων
Καθώς ο λαός δεν ξεχνά
Το τρένο Intercity 62
Που χόρευε στις ράγες την Τεμπών
Λες και ήταν μεθυσμένο
Ώσπου σημειώθηκε το δυστύχημα
Στις έντεκα και δεκαοκτώ
Και τότε ο χρόνος πάγωσε
Μέσα σε μια στιγμή
Με ένα μονάχα μπαμ
Και φωτιά πολύ.
Κάθε δευτερόλεπτο
Ήταν μια φρικαλεότητα
Που θα θυμίζει πάντα σε όλους μας
Τι πάει να πει ανευθυνότητα.
ΝΕΦΕΛΗ ΠΙΣΚΟΠΟΥ Γ3
Η νύχτα έκλαψε βαριά, σιώπασε η γη, τα όνειρα σταμάτησαν στην άκρη μιας γραμμής. Τρένο που έτρεχε στο φως, μα χάθηκε στο σκοτάδι, μια φωνή στον άνεμο, μια σκιά στη βροχή.
Ποιος θα μας φέρει πίσω το γέλιο, τη ζωή;
Ποιος θα ακούσει τώρα μια άδικη κραυγή;
Τα δάκρυα ποτάμι, στα μάτια ο ουρανός , κι η μνήμη ένα τραύμα που δεν κλείνει μοναχό. Χέρια που δεν πρόλαβαν να δώσουν μια αγκαλιά, λόγια άφωνα στου χρόνου τη σκιά. Ο χρόνος δεν γιατρεύει, δεν σβήνει τις πληγές, μα γράφει στις καρδιές μας χαμένες προσευχές.
Μητέρα, πες μου, θα τους ξαναδώ; Αδέλφια, φίλοι όλοι σβήσανε στο βυθό. Μα ένα φως στο σκοτάδι ακόμα ζει, φωνάζει δικαιοσύνη, δεν σωπαίνει, γίνεται κραυγή. Κεριά που τρεμοπαίζουν, φωνές μες την σιωπή, ψυχές που ταξιδεύουν σε άλλη διαδρομή. Μα, η αλήθεια καίει, φωτιά μες την καρδιά, δεν θα σβήσει η μνήμη, θα γίνει μια φωνή δυνατή. Δεν είναι λάθος, δεν ήταν στιγμή, ήταν χέρια που άφησαν μια μοιραία διαδρομή. Δικαιοσύνη θέλει ο χρόνος, να λάμψη σαν φωτιά, να γίνει η κραυγή τους μια αθάνατη σκιά. Ακούστε τη σιωπή τους, μιλάει πιο δυνατά, στην πέτρα είναι γραμμένα τα λόγια τα βαριά. Δεν σβήνει η αγάπη, δεν φεύγει η φωνή, όσο υπάρχουν μάτια που δακρύζουν στη γη.




