Ο Θεσμός του Σχολείου ως Σχέσεις Εξουσίας
Δημήτρης Αρκάδας ΠΕ01
Εισαγωγικά
Η παρούσα εισήγηση δεν αποτελεί ένα διδακτικό μάθημα, αλλά μια προσπάθεια ανάδειξης αρχών με τις οποίες συγκροτείται εκείνο το πλέγμα κοινωνικών σχέσεων που ονομάζουμε σχολείο, μέσα από τη διαλεκτική μέθοδο.
Πιο συγκεκριμένα, εντόπισα το θέμα στη διατύπωση «Ο θεσμός του σχολείου ως σχέσεις εξουσίας». Θα εξερευνήσουμε λοιπόν σχήματα αντίληψης, σκέψης και πράξης όπως ο θεσμός, το σχολείο, η εξουσία, αλλά και η παραγωγή αγαθών όπως η ευφυΐα, η ενηλικίωση, η γνώση και η πολιτική.
Θεσμός
Θεσμός είναι οτιδήποτε τίθεται και έχει επανάληψη, άρα ισχύει για τους πολλούς. Είναι, με άλλα λόγια, μια παγιωμένη συνήθεια. Όταν λέμε ότι ο θεσμός «τίθεται», εννοούμε τον τρόπο με τον οποίο καθιερώνεται, δηλαδή την πράξη της διαμόρφωσής του. Ο θεσμός έχει αξία, διότι αποτελεί συσσώρευση κόπου και μόχθου.
Κάθε θεσμός συγκροτείται από ανθρώπους και διαδικασίες, δύο παράγοντες οι οποίοι ανασυντίθενται συνεχώς, άρα είναι μια σχέση πολυσύνθετη. Παράγει σημαντικά αγαθά, όπως είναι το συναίσθημα της βεβαιότητας και της ασφάλειας. Επίσης, ο θεσμός εξασφαλίζει την συνοχή μιας κοινωνίας. Επιπλέον, μέσω των θεσμών φυσικοποιούνται, δηλαδή αρχίζουν να θεωρούνται ως φυσικές, φυσιολογικές, δεδομένες από πάντα και ισχύουσες παντού, όλες οι μορφές εξουσίας, είτε αυτές διακρίνονται σε σχέσεις υποταγής, εκμετάλλευσης, επιβολής, υποδούλωσης, είτε σε σχέσεις αναγνώρισης, αποδοχής, συνεργασίας και κατανόησης. Σε αυτήν την προοπτική, ο θεσμός είναι εξουσία, αμοιβαία ιδιοποίηση δυνάμεων και ως τέτοιος εκπαιδεύει τους ανθρώπους. Ένας τέτοιος θεσμός εξουσίας ο οποίος κατ’ εξοχήν εκπαιδεύει, είναι ο θεσμός του σχολείου.
Σχολείο
Αν είναι ορθός ο ορισμός, σύμφωνα με τον οποίο το κράτος αποτελεί ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, μια νομική οντότητα, η οποία συνθέτει τον λαό, το έδαφος και την εξουσία, τότε το σχολείο, το οποίο εντάσσεται στον κρατικό μηχανισμό κατευθείαν, δεν είναι παρά μια μορφή κρατικής εξουσίας. Μαζί με την υπόλοιπη δημόσια διοίκηση, και θεσμούς όπως η αστυνομία ή ο στρατός, το σχολείο εμφανίζεται ως ένα από τα μέσα με τα οποία το κράτος επιβάλλει τις αποφάσεις του.
Εξουσία
Στις λατινογενείς γλώσσες, η εξουσία προέρχεται από τους όρους power ή pouvoir, το οποίο σημαίνει «έχω την δύναμη» να πράξω κάτι. Αντίθετα, στα ελληνικά, η εξουσία προέρχεται από το ρήμα «έξεστι», το οποίο σημαίνει «έχω την άδεια» ή «ζητώ την άδεια» να πράξω κάτι. Συνεπώς, μπορούμε εξ αρχής να ορίσουμε την εξουσία, ως εκείνη την θεμελιακή σχέση, η οποία αναδύεται ως μια –εξαναγκασμένη ή μη– συναίνεση των πολλών. Αυτό σημαίνει ότι οι σχέσεις εξουσίας συντίθενται είτε από σχέσεις υποταγής, είτε από σχέσεις ελευθερίας, είτε και από τα δύο είδη ταυτόχρονα.
Ως σχέση ανάμεσα σε πολλούς, η εξουσία δεν μπορεί να υπάρξει παρά ως σχέση αμοιβαιότητας, τουτέστιν ως ιδιοποίηση ή οικειοποίηση εκατέρωθεν των αγαθών τα οποία παράγονται από την όσμωση των πολλών. Ιδιοποίηση είναι η εσωτερίκευση του εξωτερικού και η εξωτερίκευση του εσωτερικού σε κάθε επίπεδο. Σημαίνει, με άλλα λόγια, να κάνω κάτι δικό μου. Το βασικότερο παράδειγμα σχέσεων ιδιοποίησης είναι η πρόσληψη του ίδιου μας του εαυτού. Ίσως να ακούγεται απίστευτο, αλλά ο εαυτός μας δεν είναι δικός μας. Αν ήταν δικός μας δεν θα μας τρόμαζε, δεν θα φοβόμασταν, δεν θα ήμασταν τόσο ευάλωτοι, θα ήμασταν ατράνταχτοι. Αυτό που είμαστε δεν είναι δεδομένο, αναδύεται συνεχώς. Ο εαυτός μας γίνεται συνεχώς δικός μας μέσα από το σώμα, τα συναισθήματα, τις σκέψεις μας, με τρόπο κατ’ εξοχήν εξουσιαστικό. Συνεπώς εξουσία είναι η αμοιβαία ιδιοποίηση και υπάρχει σε κάθε ανθρώπινη σχέση (οικονομική, πολιτική, θρησκευτική κλπ).
Η εξουσία, ως σχέση αμοιβαίας ιδιοποίησης, είναι τελικά μια σχέση δημιουργίας. Προσδιορίζει την έντεχνη μορφή των ανθρωπίνων σχέσεων.
Αν, λοιπόν, είναι ορθή η υπόθεσή μας, ότι ο θεσμός του σχολείου συγκροτείται ως σχέσεις εξουσίας διδάσκοντας την κοινωνία και διδασκόμενος από αυτήν, τότε θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι στα όρια του σχολείου πραγματοποιείται διαρκώς η ατομική και συλλογική ανάδυση πτυχών της πολιτισμικής μας ταυτότητας, όπως είναι η γνωσιακή, η ψυχολογική και η πολιτική.
Παραγωγή Αγαθών: Ευφυΐα. Ενηλικίωση, Ελευθερία, Γνώση, Πολιτική
Η σχολική εξουσία μπορεί να εντοπίσει την ευστροφία και να την καλλιεργήσει σε ευφυΐα. Η ευστροφία είναι χάρισμα, ταλέντο. Τα ταλέντα είναι ετοιμότητες ή ευχέρειες ή δεξιοτεχνίες, που προκύπτουν από τον συνδυασμό της σκέψης, του σώματος και του περιβάλλοντος. Ο άνθρωπος μόνος του διαθέτει ευστροφία, δηλαδή μορφές εγκεφαλικής κινητικότητας. Τα ταλέντα δεν έχουν μορφή, χρειάζεται κόπος, εργασία και καλλιέργεια για να μορφοποιηθούν και να γίνουν τέχνη.
Η ευφυΐα είναι κοινωνικό αγαθό, έχει να κάνει με την παιδεία μιας κοινωνίας, όχι με την βιολογία. Η κοινωνία είναι αυτή η οποία παράγει μορφές ευφυΐας στον άνθρωπο. Μορφές ευφυΐας που μπορεί να αναπτύξει το σχολείο είναι η γραφή, η γλώσσα, και οι ποικίλες μουσικές, εικαστικές, και κατασκευαστικές δεξιότητες.
Στην σχολική πραγματικότητα, ένα από τα βασικά καθήκοντα του θεσμού είναι να υποδέχεται στην κοινότητά του «παιδιά» και να τα διαπαιδαγωγεί σε «ενήλικες». Ποιο νόημα μπορούμε να δώσουμε στους δύο παραπάνω όρους;
Συνοπτικά μιλώντας, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι «παιδί», δεν είναι παρά η απουσία ευθύνης για το αύριο. Και αντιστοίχως, «ενήλικος» η έλλογη ανάληψη ευθύνης. Σε αυτήν την προοπτική, ενηλικίωση σημαίνει ότι ο άνθρωπος αρχίζει να αναλαμβάνει όχι μόνον τις δικές του ευθύνες, αλλά επίσης καθίσταται υπεύθυνος και απέναντι στους άλλους. Η ωριμότητα αποδεικνύεται α) με την κατανόηση των αιτιών των συναισθημάτων μου, β) όταν αναλαμβάνω ευθύνες για μένα και τους άλλους, γ) όταν προγραμματίζω συνειδητά το μέλλον.
Στην ενηλικίωση, γι’ αυτόν τον λόγο, έχουμε αμφισβητήσεις, σύγκρουση των γενεών. Η σύγκρουση των γενεών είναι πριν απ’ όλα σύγκρουση εξουσίας και απόλαυσης αγαθών.
Η εξουσία του σχολείου είναι υπεύθυνη να οικοδομήσει αυτήν την πορεία των νέων ανθρώπων, μαθαίνοντάς τους ότι η ενηλικίωση είναι μια ιδιαίτερη μορφή γνώσης. Κατά την ενηλικίωση μαθαίνω πώς να γίνομαι ελεύθερος άνθρωπος και ελεύθερος πολίτης.
Λέγοντας ελευθερία, προσδιορίζουμε την ισότιμη σχέση εξουσίας, δια των νόμων. Το σχολείο μας μαθαίνει ότι η ελευθερία είναι δέσμευση. Ελεύθερος είμαι όχι όταν κάνω ό,τι θέλω, αλλά μόνον όταν εφαρμόζω τον νόμο.
Ο όρος νόμος προέρχεται εκ του νέμω, δηλαδή κατανέμω τους ανθρώπους στον χώρο και επίσης κατανέμω υποχρεώσεις και δικαιώματα. Νόμος είναι μια συλλογική απόφαση, είναι η απόφαση των πολλών για τη ζωή των πολλών. Προϋποθέτει τον διάλογο, την αντιπαράθεση, την σύγκρουση, τη διαλεκτική.
Η ελευθερία είναι πάντοτε μια σχέση εξουσίας και μια σχέση δέσμευσης. Καμιά σχέση του ανθρώπου δεν είναι χωρίς εξουσία, ακόμα κι όταν είναι ισότιμη η σχέση. Μέσα από την εξουσία είναι οι άνθρωποι ελεύθεροι.
Εντός της σχολικής κοινότητας και της πειθαρχίας την οποία καλλιεργεί, οι άνθρωποι μαθαίνουν ότι όλες οι ελευθερίες είναι συλλογικές και τις εξασφαλίζει η κοινωνία, όμως απολαμβάνονται ατομικά. Η ελευθερία είναι δέσμευση του καθενός προς όλους τους άλλους. Αν δεν δεσμεύομαι, τότε έχω παραπάνω εξουσία από τους άλλους, άρα μεταβάλλομαι σε αυταρχική προσωπικότητα (αυτό που συχνά καλλιεργείται στο ελληνικό σχολείο, ως επιταγή της ελληνικής κοινωνίας): αυταρχικός είναι ο άνθρωπος που υπακούει αυτονόητα όποιον εμφανίζεται ως ανώτερος και διατάζει αυτονόητα όποιον εμφανίζεται ως κατώτερος. Ο αυταρχικός άνθρωπος, απολαμβάνει τις κοινωνικές σχέσεις του, μέσα από τις σχέσεις υποδούλωσης και υποταγής, όχι ελευθερίας.
Η ελευθερία μου δεν σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου, αλλά αρχίζει μαζί με την ελευθερία του άλλου. Η ελευθερία δεν είναι χωρίς όρια, διότι μεταβάλλεται σε αναρχία. Ορίζεται ως ισορροπία δυνάμεων, τι μου επιτρέπεται και τι δεν μου επιτρέπεται.
Άρα ελευθερία δεν είναι κάτι που το εφαρμόζουμε, αλλά που το ασκούμε. Η ελευθερία δεν είναι ανάγκη (δηλαδή δεν είναι εγγενής στον άνθρωπο), διότι κάποιοι έχουν ως ανάγκη να είναι δούλοι. Ο αφέντης υποδουλώνεται στον δούλο του, γιατί για να τον κρατά υποδουλωμένο, δαπανά όλον τον χρόνο του και έτσι δεν του μένει καιρός να παράγει πολιτισμό, δεν είναι ελεύθερος. Ο αφέντης είναι ο δούλος του δούλου του.
Το σχολείο ως σχέσεις εξουσίας είναι επιφορτισμένο να δημιουργεί ελεύθερους πολίτες. Πολίτης είναι αυτός που ασκεί τις πολιτικές ελευθερίες και τα πολιτικά του δικαιώματα. Ο πολίτης συνθέτει συνεχώς το ατομικό και το συλλογικό του συμφέρον (ταξικό, πολιτικό, επαγγελματικό κλπ). Ο πολίτης ασκεί πολιτική: πολιτική είναι ο τρόπος που θέτουμε νόμους και κανόνες και ο τρόπος που τους εφαρμόζουμε, συνδυάζοντας τα ατομικά με τα συλλογικά αγαθά, μέσα από σχέσεις ισοτιμίας και ισότητας, δηλαδή ελευθερίας.
Οι μορφές πολιτικής συνείδησης παράγονται κατ’ αρχήν στην οικογένεια και ύστερα σε όλους τους χώρους της δημόσιας ζωής, όπως η εκκλησία, η εργασία και κατ’ εξοχήν το σχολείο. Η παιδεία είναι πολιτική, διότι μέσω αυτής δημιουργείται, εκπαιδεύεται ο άνθρωπος, ώστε να συμβιώνει, να επιβιώνει και να ολοκληρώνεται. Οι νόμοι καθορίζουν τις ελευθερίες μας, δηλαδή τα δικαιώματά μας. Οι ελευθερίες δεν είναι ανάμεσα στους νόμους, είναι οι ίδιοι οι νόμοι. Οι πολίτες δεν υπακούουν στους νόμους, αλλά εφαρμόζουν τους νόμους, διότι είναι δικοί τους.
Επιπλέον, είναι ανάγκη το σχολείο να εκπαιδεύσει την ελληνική κοινωνία να αρχίσει επιτέλους να μιλά και να αναστοχάζεται διαλεκτικά, δηλαδή κριτικά, για τον εαυτό της. Ο όρος «κοινωνία» απουσιάζει επιλεκτικά από την σκέψη και την πράξη των σημερινών Ελλήνων. Δεν λέμε σχεδόν ποτέ «η ελληνική κοινωνία», αλλά «ο Έλληνας». Στην Ελλάδα αναφερόμαστε στον «Έλληνα», στον ενικό αριθμό, προσδιορίζοντας περισσότερο ένα μυθικό, ανιστορικό αρχέτυπο, και όχι πολίτες. Μέσα από την παιδεία μας δεν εκτιμήσαμε στις δυναμικές διαστάσεις του τα συλλογικά αγαθά, ούτε την αντίληψη των πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων. Είμαστε ουσιαστικά ξένοι ο ένας για τον άλλο.
Αυτό που τελικά χρειάζεται να καλύψει το σχολείο ως σχέση εξουσίας, είναι η ανάδειξη της αρχής, ότι χωρίς γνώση δεν υπάρχει εξουσία και χωρίς εξουσία δεν μορφοποιείται η γνώση. Στον τρόπο εργασίας της σχολικής κοινότητας, δεν μένουμε μόνο στην απλή διαπίστωση της περιγραφής, αλλά κυρίως μαθαίνουμε να εντοπίζουμε τις αιτίες, την σχέση αιτίου και αποτελέσματος. Το σχολείο, τελικά, μας εξηγεί ότι δεν υπάρχει κάποια γνώση που να την κατακτούμε εφ’ άπαξ, η διαδικασία της γνώσης δεν σταματά ποτέ: συμπληρώνεται και ολοκληρώνεται συνεχώς. Αν οι άνθρωποι παύσουμε να μαθαίνουμε, τότε οπισθοδρομούμε και παύουμε να παράγουμε πολιτισμό.