ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΑΣ “Η μικρή θαλάσσια χελώνα»

images

Ένα βράδυ μία χελώνα καρέτα-καρέτα άφησε τα αυγά της σε μία παραλία της Ζακύνθου. Το επόμενο βράδυ ακούστηκε ένας ήχος. Ένα «κρακ»! Ύστερα ακούστηκαν πολλά «κρακ» και από τα αυγά βγήκαν μικρά κεφαλάκια. Ένα αυγό μόνο δεν είχε σπάσει ακόμη. Το επόμενο πρωί νωρίς νωρίς άρχισε κι’αυτό το αυγό να σπάει και να ξεπροβάλει σιγά σιγά ένα κεφαλάκι. Όταν το αυγό έσπασε ολοκληρωτικά,το μικρό χελωνάκι κοίταξε πρώτα δεξιά, μετά αριστερά και αφού δεν είδε κανέναν, άρχισε να περπατάει προς τη θάλασσα.

Με το που βούτηξε το κεφαλάκι του μέσα στο νερό άρχισε να πηγαίνει γρήγορα. Κολυμπούσε πολλή ώρα. Είδε μεγάλα ψάρια, αλλά ούτε μία χελώνα. Άρχισε να ακολουθεί κοπάδια ψαριών, μέχρι που κατάλαβε ότι δεν ταίριαζε μαζί τους. Μία μέρα ένα κοπάδι από γόπες το οδήγησε σε μία χελώνα. Το χελωνάκι χάρηκε. Κολύμπησε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς το μέρος της. Όταν έφτασε στο μέρος της, την πλησίασε και τη σκούντηξε. Η χελώνα γύρισε και το ρώτησε:

-Χάθηκες μικρούλι;

Το χελωνάκι κούνησε το κεφάλι του πάνω κάτω. Η χελώνα αποκρίθηκε:

-Ακολούθησέ με!

Το χελωνάκι την ακολούθησε χαρούμενα κι εκείνη το οδήγησε σε ένα κοπάδι χελωνών. Το χελωνάκι την ρώτησε:

-Έχω χάσει τη μαμά μου και τα αδέρφια μου. Θες να γίνεις η μαμά μου;

Η χελώνα επειδή ήταν πολύ μεγάλη σε ηλικία και δεν είχε χελωνάκια του απάντησε:

-Πολύ ευχαρίστως! Έλα να σου δείξω το νέο σου σπίτι!

Το χελωνάκι χαμογέλασε και την ακολούθησε. Η θετή του μαμά ζούσε μέσα σε μία σπηλιά. Η είσοδος της σπηλιάς είχε μία κουρτίνα, που ήταν πολλά πράσινα, μακριά, λεπτά φύκια στη σειρά. Το κρεβάτι του και το κρεβάτι της μαμάς του ήταν κάτι άσπρα, σχετικά μικρά όστρακα.

Το χελωνάκι μεγάλωνε όλο και πιο πολύ και μαζί με το χελωνάκι μεγάλωνε και η θετή του μητέρα, μέρα με τη μέρα, ώσπου πέθανε. Το χελωνάκι έμεινε πάλι μόνο του. Πέρασε ένας μήνας από τον θάνατο της θετής του μητέρας και το χελωνάκι είχε απελπιστεί. Έκανε βόλτες στην γειτονιά. Τον έβλεπαν οι άλλες χελώνες και στεναχωριόντουσαν. Μέχρι που κάποια μέρα αποφάσισε να βρει την βιολογική του οικογένεια.

Κολυμπούσε μέρες πολλές. Απομακρύνθηκε από το κοπάδι και χάθηκε. Δεν υπήρχε ψυχή γύρω του, ούτε για δείγμα, που λένε! Άρχισε να πεινάει. Κάποια στιγμή μετά από ώρες παρατήρησε κάποιον στο βάθος. Το χελωνάκι άρχισε να κολυμπάει πολύ γρήγορα. Μπροστά του εμφανίστηκε μία σακούλα και ύστερα ακολούθησαν πολλές πλαστικές σακούλες. Το χελωνάκι τις πέρασε για μέδουσες. Έτριψε τα μάτια του. Νόμιζε ότι είχε παραισθήσεις! Χαρούμενο τις πλησίασε. Επέπλεαν. Του φάνηκε περίεργο αλλά δεν έδωσε σημασία, πεινούσε! Πήγε να δαγκώσει μία από αυτές, όταν τον διέκοψε κάποιος που του φώναξε :

-Μηηη!!!

Το χελωνάκι κοίταξε γύρω του αλλά δεν είδε κανέναν- έτσι συνέχισε. Για κακή του τύχη, όμως πάλι αυτός ο κάποιος το διέκοψε!

-Μη, σου λέω ,δεν με ακούς;

Το χελωνάκι για άλλη μια φορά τον αγνόησε.

-Μη καλέ! Δεν είναι μέδουσα!

Το χελωνάκι γύρισε και νευριασμένο ρώτησε:

-Και τι είναι τότε;

-Σακούλα είναι! Σ-α-κ-ο-ύ-λ-α!!είπε αυτός ο κάποιος.

Το χελωνάκι γύρισε και κοίταξε την «μέδουσα» και τότε κατάλαβε ότι αυτός που του φώναζε είχε δίκιο!

-Γι’αυτό επέπλεαν! Μουρμούρισε το χελωνάκι.

Αυτός που του φώναζε το πλησίασε. Ένα περίεργο ψάρι του έσωσε τη ζωή.

-Τρελός είσαι καλέ; Μόνος σου μιλάς;

-Σ’ ευχαριστώ μου έσωσες τη ζωή! είπε το χελωνάκι

-Δεν κάνει τίποτα! Παρεμπιπτόντως με λένε Μάικλ εσένα;

-Εμένα; Χελωνάκι.

-Καλά άμα δεν θες να μου πεις μην μου πεις.

-Όχι, αλήθεια χελωνάκι με λένε.

-Ωραία, αφού σε λένε χελωνάκι. Λοιπόν χελωνάκι θες να έρθεις μαζί μου;

- Γιατί όχι; Είπε το χελωνάκι και ακολούθησε τον Μάικλ.

Κολυμπούσαν πολλή ώρα. Ο Μάικλ ήξερε ένα μέρος δίπλα σε ένα κοπάδι χελωνών. Εκεί θα πήγαιναν και θα έφτιαχναν το παλιό σπίτι της θείας του. Το χελωνάκι τον ρώτησε:

-Φτάνουμε;

-Ναι. του απάντησε ο Μάικλ.

-Πού βρίσκεται αυτό το κοπάδι τέλος πάντων;

Εκείνη την στιγμή ένα γκρι σιδερένιο δίχτυ στον πάτο της θάλασσας άρχισε να ανεβαίνει βίαια προς τα πάνω. Οι δύο φίλοι εγκλωβίστηκαν μέσα στο δίχτυ μαζί με άλλα ψάρια. Ο Μάικλ του είπε:

-Θα συνεχίσεις ευθεία, θα βρεθείς σε ένα σημείο με πολλά ψάρια, θα ξεχωρίσεις δύο βράχους που θα βγαίνουν στην επιφάνεια της θάλασσας. Στον δεξί θα στρίψεις. Θα συνεχίσεις ευθεία και θα φτάσεις. Το σπίτι της θείας μου είναι δίπλα στο ροζ όστρακο. Ρώτα κάποιον.

-Τι; Και εσύ; ρώτησε το χελωνάκι

-Άσε με εμένα! είπε ο Μάικλ και τον έσπρωξε με την ουρά του έξω από το δίχτυ.

Το χελωνάκι φώναξε:

-ΑΝΤΙΟ ΜΑΙΚΛ! ΘΑ ΜΟΥ ΛΕΙΨΕΙΣ!

Δεν απάντησε κανείς, μέχρι που κάποια στιγμή από σχεδόν την επιφάνεια της θάλασσας ακούστηκε :

-ΑΝΤΙΟ ΧΕΛΩΝΑΚΙ! ΚΙ ΕΜΕΝΑ ΘΑ ΜΟΥ ΛΕΙΨΕΙΣ! ΝΑ ΠΡΟΣΕΧΕΙΣ!

Το χελωνάκι στενοχωρημένο άρχισε την διαδρομή του προς το κοπάδι. Έφτασε στο σημείο με τους βράχους και τα πολλά ψάρια. Όταν έφτασε στο κοπάδι ρώτησε την πρώτη χελώνα που βρήκε για το «ροζ όστρακο». Εκείνη με χαρά το οδήγησε εκεί. Βρήκε το σπίτι και το ανακαίνισε.Στο «ροζ όστρακο» έζησε την υπόλοιπη ζωή του και δεν απομακρύνθηκε ποτέ ξανά.

Όταν ήρθε η ώρα να γεννήσει τα αυγά της, τα γέννησε στην παραλία της Ζακύνθου που γεννήθηκε η ίδια, τα περίμενε στο ίδιο σημείο που βρήκε την θετή της μαμά, τους έδωσε όνομα με το που τα είδε και το τελευταίο το ονόμασε «Μάικλ».

 ΤΕΛΟΣ

Βασιλιάννα  Ρέκκα

Σχολιάστε

Top