Η ώρα είναι 10:30. Είμαι έτοιμη και στέκομαι μπροστά απ΄την εξώπορτα του σπιτιού μου. Περιμένω την μαμά μου που ψάχνει για κάποιο φουλάρι σε περίπτωση που ρίξουν χημικά καπνογόνα. Εγώ κρατάω ένα μπουκάλι με νερό, είναι αρκετό, φτάνει και για τις δυο μας. Τα τηλέφωνά μας είναι φορτισμένα πλήρως. Κάνουμε έναν τελευταίο έλεγχο στα πράγματά μας και ξεκινάμε. Κατεβαίνουμε την πολυκατοικία, εγώ σέρνω τη γκαραζόπορτα προς τα αριστερά για να ανοίξει, ενώ η μητέρα μου ξεκλειδώνει το αμάξι.
Έχουμε φτάσει σχεδόν στη στάση του μετρό, όμως δεν υπάρχει πεζοδρόμιο που να μην είναι παρκαρισμένο. Αγανακτισμένη η μαμά μου ξεφυσάει και κάνει κύκλους γύρω απ΄το οικοδομικό τετράγωνο κοντά στη στάση ψάχνοντας για θέση. Τελικά, αδειάζει μία περίπου 5 μέτρα μακριά από τη στάση και παρκάρουμε. Λίγα λεπτά αργότερα, βρισκόμαστε στις κυλιόμενες σκάλες του μετρό. Καθώς κατεβαίνουμε, τα βλέμματα του κόσμου διασταυρώνονται με το δικό μου, όλο νόημα. Την αισθάνομαι, καταλαβαίνω πως υπάρχει μία η αύρα στον αέρα, μία ενέργεια, μία αίσθηση. Οδεύουμε προς τα αυτόματα μηχανήματα των εισιτηρίων. Ο κόσμος ουρές! Κάθε μηχάνημα και ουρά! Ευτυχώς έχουμε πάρει μαζί δύο ακέραια εισιτήρια που μας ξέμειναν. Δεν χρειάζεται να περιμένουμε, τα σκανάρουμε και περνάμε κατευθείαν. Προλάβαμε τελευταία στιγμή! Το μετρό έχει ακόμα ανοιχτές τις πόρτες του, όμως ο κόσμος μέσα ήδη ασφυκτιά. Θα περιμένουμε το επόμενο, είναι αδύνατον να μπούμε σε αυτό. Το μετρό έρχεται πάλι μετά από 4 λεπτά, παρόλο που η οθόνη με τα προσεχή ωράρια γράφει πως θα φτάσει σε 14’. Παραδόξως το επόμενο δεν είναι ασφυκτικά γεμάτο, έχει αρκετό κενό χώρο. Μπαίνουμε. Στην επόμενη στάση παίρνουμε πολλούς επιβάτες μαζί μας. Στη μεθεπόμενη ακόμα πιο πολλούς. Ώσπου στην παραμεθεπόμενη δεν πέφτει πλέον ούτε καρφίτσα! Εγώ με τη μαμά μου έχουμε στριμωχτεί σε μία γωνία, κοντά στις πόρτες. Η ψυχή μου τρέμει μήπως πιέσω καταλάθος το κίτρινο κουμπί με τον αγκώνα μου και τις ανοίξω. Σε αρκετές στάσεις ο κόσμος κάνει απόπειρες για να χωρέσει, για να μπει μέσα, μάταια όμως. Ο οδηγός ακούγεται απ΄τα ηχεία να τον καθησυχάζει λέγοντάς του να περιμένει 2 λεπτά για να πάρει το επόμενο. Αυτό γίνεται σε κάθε στάση, μέχρι που φτάνουμε στην επιθυμητή. Στην Ακρόπολη. Η Συγγρού Φιξ, όπου αρχικά σε αυτήν θέλαμε να κατέβουμε, ήταν κλειστή, οπότε δεν είχαμε άλλη επιλογή…
Είμαστε στην κυλιόμενη σκάλα του υπογείου και βγαίνουμε ξανά στην επιφάνεια. Ένα αεράκι μας χαϊδεύει τα πρόσωπα. Τώρα περπατάμε στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αεροπαγίτου με σκοπό να φτάσουμε κοντά στο άγαλμα της Μελίνας Μερκούρη. <<Παιδιά, κοιτάξτε πίσω!!!!>>, μία γυναικεία φωνή υψώνεται, με εύθυμο τόνο. Γυρίζω το κεφάλι μου πίσω, συνεχίζοντας το περπάτημα. Μία πολύχρωμη θάλασσα ανθρώπων μας ακολουθούσε και ξεχυνόταν δεξιά και αριστερά στα στενά του δρόμου. Μία λαοθάλασσα, ένα κύμα ελπίδας. Έπειτα, επαναφέρω το βλέμμα μου μπροστά , ενώ τελείως ασυναίσθητα μου ξεφεύγει ένα γελάκι. Καθόλου ειρωνικό, κάθε άλλο! Το καταπίνω και συνεχίζω ακάθεκτη την πορεία μου εμπρός.
Φτάσαμε. Είμαστε εδώ. Με το πέρασμα της ώρας, συναζόμαστε όλο και πιο πολλοί, με αποτέλεσμα ο ένας να έχει κολλήσει επάνω στον άλλον. Όχι μόνο εδώ, μπροστά απ΄το άγαλμα της Μελίνας Μερκούρη (ένα απ΄τα σημεία αναφοράς σήμερα), αλλά σε όλη την Αθήνα. Από Μοναστηράκι μέχρι Σύνταγμα. Το θέαμα είναι πραγματικά συγκλονιστικό. Αλήθεια, μπορεί να συντονιστεί ποτέ ένας τόσο μεγάλος αριθμός ατόμων; Ναι, μπορεί. Μπορεί όταν έχει κοινούς σκοπούς, επιδιώξεις, δικαιώματα. Τότε και μόνο τότε ο κόσμος είναι ενωμένος, συσπειρώνεται και παραγκωνίζει ηλικίες, εθνικότητες, κόμματα, κοινωνικές τάξεις, επαγγέλματα, δημοσιότητα, ασημαντότητα, κύρος…Αυτήν τη στιγμή, δε χωράνε, δεν έχουν νόημα, τα έχουμε αφήσει πίσω, κλειδωμένα στα σπίτια μας, αυτό είναι που μας έχει ενώσει σήμερα. Το γελάκι που μου ξέφυγε πριν από λίγο, έχει μετατραπεί τώρα σε βούρκωμα.
Σήμερα, στις 28/2/25, ο κόσμος άνθισε, διαμαρτυρήθηκε για τα αυτονόητα, μνημόνευσε, τίμησε, υπερασπίστηκε, δοκίμασε, τόλμησε, προσπάθησε, ΕΝΩΘΗΚΕ. Εύχομαι αυτή μας η ενότητα να ισχύει κάθε μέρα, να διαρκέσει στο χρόνο και να μην περιμένουμε καμία επόμενη τραγωδία να την αφυπνίσει.
Αριστιάννα Ζάμπρα (Γ΄2)