Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Η τιμή και το χρήμα

Η τιμή και το χρήμα

Η ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ

ΗΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1914

«Στην Τιμή και το Χρήμα —το πρώτο κατά χρονολογική σειρά μεγάλο διήγημα του Κ. Θεοτόκη, περιγράφεται η γενική κατάσταση και οι άνθρωποι στο κερκυραϊκό προάστιο, το Μαντούκι στην αρχή του 20ου αιώνα. …

 

VII

Και δέν είχαν περάσει παρά λίγα λεφτά της ώρας, άπ” όταν οι δύο νέοι είχαν φύγει, πού η σιόρα Επιστήμη εγύριζε, σαν κάθε βράδυ, βιαστική στο σπίτι της. Μά απόψε, στην άκρη του καντουνιού, κάτου από ένα φανάρι, ή γειτόνισσά της την έσταμάτησε.

«Ερχόμουνα να σ” εύρω στο εργοστάσιο», της είπε ή Κωνσταντίνα χωρίς να καλησπερίσει- «σου την έσήκωσε, τώρα, τώρα».

«Ποιάνε; τί;» ερώτησε αχνίζοντας.

«Τή Ρήνη σου, ό Αντρέας, καημένη Επιστήμη!»

Τό μυαλό της έταράχτηκε, άκουσε στ” αυτιά της μία βουή σα νά επετούσαν τριγύρου της χιλιάδες μέλισσες, τα σπίτια, ο δρόμος, τ” αστέρια της εφανήκαν πως γυρίζουν. Θολούρα και σκοτούρα εκυρίεψε το λογικό της. Έμεινε καμπόσες στιγμές σαν καρφωμένη στον τόπο της, και η καρδιά της ωοτόσο δυνατά εχτυπούσε, και της εφάνηκε τέλος πως όλα τα πάντα εβυθιζόνταν κάτου από τα πόδια της στο χάος, και πως αμέσως τότες έπρεπε νά πεθάνει.

«Κουράγιο», της είπε η γειτόνισσα πονεμένη, βλέποντας την ταραχή της.

«Τη Ρήνη μου;» είπε με αδύνατη φωνή και με αχνότατο χείλι.

«Ναι».

Τώρα η κυρά Επιστήμη άξαφνα ερεθίστηκε: «Πάλε», είπε, «αυτός ό μεθύ­στακας τα φταίει! Μ” έτρωε το φίδι, και του τόπα να προσέχει. Μα του κάκου! Τώρα το κακό εγίνηκε!» Και με τρομάρα επρόσθεσε : «Ω θα μας γδάρει!»

Μα ολομεμιάς μία αχτίδα ελπίδας έφεξε στο μυαλό της : «Τώρα τώρα, είπες;» ερώτησε.

«Δεν είναι δύο λεφτά· αν ένας τρέξει τους βρίσκει στο δρόμο.» Ανάσανε βαθειά. Όλο το είναι της τής έλεγε να τρέξει, να τους προφτάσει, να την πάρει οπίσω, πριν την κάμει γυναίκα του, να του την αρπάξει, οχι για να μην του τη δώσει πια, μα για να γλυτώσει το σπίτι της, το καημένο, το χρήμα που τοχε συνάξει φράγκο-φράγκο, δεκάρα-δεκάρα, δουλεύοντας όλη της τη ζωή με τα τίμια της τα χέρια· το καταλάβαινε τώρα, τα πάντα έκιντύνευαν, γιατί ο Αντρέας δε θα στεφάνωνε τη θυγατέρα της, α δεν τούδινε πρώτα όσα της είχε ζητήσει, ή και περσότερα ακόμη· γ’ αυτό της την είχε κλέψει.

Κι όλοι τούτοι οι στοχασμοί είχαν περάσει απ” τό μυαλό της μέ τή γληγοράδα της αστραπής, όπως μας έρχονται πάντα οι ιδέες, κατακλυσμός, στες μεγάλες στιγμές της ζωής μας. Και χωρίς να συλλογιστεί αποφάσισε να τρέξει.

Κ” έτρεχε τώρα το μεγάλον το δρόμο του προαστείου, σπρώχνοντας τους ανθρώπους, ρίχνοντας τα παιδιά που ευρίσκονταν μπροστά της, αδιάφορη που την εκοίταζαν με περιέργεια από τα μαγαζιά οι μαγαζάτορες κι ο κόσμος στο δρόμο. Να προφτάσει. Κ” έτρεχε. Κι όσο οι στιγμές περνούσαν, περσότερο εβιαζότουν. Ω τώρα ο Αντρέας θα την ανέβαζε σπίτι του- δε θα πρόφτανε. Ίδρος κρύος της έβρεχε τες παλάμες και το μέτωπο-   η αναπνοή της ήταν κοντή και γλήγορη· η καρδιά της «πάσκιζε να της σπάσει τα στήθια. Κάθε στιγμή άξιζε περσότερο από ένα χρόνο. Ω δε θα πρόφτανε! Κ” έτρεχε. Δύο αμάξια που αντα­μώθηκαν της έφραξαν μία στιγμή το διάβα, κ” εχρειάστηκε να προσμείνει. Η στενοχώρια της επέρσεψε, κ” επέρσεψε κ” επέρσεψε. Κάτι της έσφιξε την καρδιά. «Μωρέ χάνεται άθρωπος», εφώναξε στους αμαξάδες, που δεν την άκουσαν, και μη ξέροντας τι να κάμει κινούσε πάντα τα πόδια της, οά νά  μπορούσε νά προ-χοορέσει μέ τον ψεύτικο βηματισμό! «Ω έχάνονταν στιγμές. Και τι στιγμές! Και το κορίτσι εκιντύνευε. Ίσως τώρα τόβαζε στό κρεββάτι. Ω,ω! «Μωρέ τραβάτε, μωρέ!», ξαναφώναξε.

Τώρα ο δρόμος είχε ελευτερωθει, και γλήγορα όσο εδυνότουν, σα για να κερδίσει το χαμένον καιρό, εβάλθηκε πάλε να τρέχει. Μα η καρδιά της απελπι­σμένα της έλεγε πως δε θα πρόφτανε. «Γλήγορα! γλήγορα!» εσυλλογιζότουν.

Τέλος έφτασε στο σπίτι του Αντρέα- ένα μικρό καλοσυγυρισμένο σπίτι μ” ένα πάτωμα, σ” ένα στενό του προαστίου προς τη θάλασσα. Στο καντούνι καμία ταραχή, καμία ανησυχία, το σπίτι του Αντρέα κατάκλειστο. «Ω δέ θάναι έδω», είπε αγκουσεμένη, παρέτοιμη να δειλιάσει και σταματαίνοντας χωρίς νά ξέρει τι κάνει. Εκοίταξε ολόγυρα της. Στο δίπλα το σπίτι είδε το μπάρμπα του Αντρέα, που εκαθότουν στό κατώφλι του κ” εκάπνιζε αδιάφορα, και του φώναξε :

«Σπύρο, που είναι ο ανιψιός σου;»

Η στενοχοώρια της δεν είχε όρια· εχτύπησε το κεφάλι της με τους γρύθους· «Πού είναι;» εξαναρώτησε.

Ο άλλος χωρίς να βιαστεί ήρθε σιμά της και τήν έκαληοπέρισε ήσυχα. «Ω που είναι;» τούπε άγρια.

«Τι έχεις σιόρα Επιστήμη;» της αποκρίθηκε μ” ένα χαμόγελο· «θάσαι άρρωστη απόψε!»

«Που είναι; λέγε γλήγορα!»

«Να σκεφτώ μία στιγμή».

«Απάνθρωπε,χάνεται άθρωπος»

Ο άλλος ετριψε τα χέρια του. «Θάναι», της είπε αδιάφορος, «στση θειας» του, πέρα στσου Αλιάδες. Μα, κυρά Επιστήμη, για το καλό που σου θέλω, άμε κάλλιο σπίτι σου». Και πονηρά έκλεισε τό ενα μάτι.

Η γυναίκα εκατάλαβε πώς την εγελούσε· και την εκυρίεψε εκείνην τη στιγμή ενας θυμός αψύς. Την επεργελούσε κιόλας η ατιμη η φάρα, και ωστόσο η Θυγατέ­ρα της η κακομοίρα εκιντύνευε, η κιόλας αχ! ήταν χαντακωμένη! Ή οργή την έσπρωχνε να χυμήσει απάνου του, να του ξεσκίσει με τα γράτσουνα το πρόσωπο, να τόνε δαγκάσει, να τόνε πνίξει, σα μανιωμένη λιοντάρισσα, όταν της αρπάζουν τα παιδιά της. Μα θάχανε ώρα με τον ψεύτη. Και σα λάμψη της επέρασε από το νου η ιδέα πως ο Αντρέας είχε φέρει εκεί, στο σπίτι του, τη θυγατέρα της, και πως όλα ήταν ετοιμασμένα και μελετημένα για να τη γελάσουν. Κ” όλη της η μάνητα, ο θυμός, η ενέργεια εστράφηκαν τώρα στην πόρτα. Ερίχτηκε μ” ολητή δύναμη της για να τη χαλάσει, και τη χτυπούσε με τα πόδια, με τα γόνατα, με τους γρόθους, με το κεφάλι, όπως ημπόρειε. Και εφώναζε μ” όλη της τη δύναμη: —«Ανοίχτε! είσαστε απάνου, σκυλιά, τό ξέρω»

Μα η πόρτα δεν άνοιγε. Και η κυρά Επιστήμη εφανταζότουν, τόβλεπε ξά­στερα, σα νάταν οι τοίχοι του σπιτιού διάφανοι και σα νάταν ψηλή τόσο ώστε να φτάνουν τα μάτια της στο πάτωμα τάλλο, τί εγενότουν μέσα. Και δέν άνοιγε.

Και τώρα την εβλεπαν απ” όλα τα παράθυρα, απ” όλες τες πόρτες, ο κόσμος βαρύθυμος, πως εδερνότουν απελπισμένα, αδύνατη, μπροστά στην κλεισμένη την πόρτα που ήταν πάρα στέρεη, και συχνά οι άνθρωποι έλεγαν αναμεταξύ τους: «Η καημένη η μάννα»! Τέλος από το σπίτι του Αντρέα άνοιξε, πάνου από το κεφάλι της, ενα παράθυρο. Κι ολομεμιάς η όργή της έπεσε. Την είχαν ακούσει.

«Έλα μωρή σκύλα, σπίτι μας», είπε με βραχνή φωνή, αδυνατίζοντας έ­πειτα από όλον τον πόλεμο- «δέ σου κάνω τίποτα».

Η Ρήνη έκλαιγε πικρά στο παράθυρο και δεν της απάντησε. Μα αντίς, ο Αντρέας αχνός και ταραγμένος της ειπε με τρεμάμενη φωνή, φοβισμένος σά να πρεπε να κάμει εκείνην τη στιγμή φονικό :

«Είναι γυναίκα μου! Θα τη στεφανώσω»!

«Αχ»! έκαμε η μάννα κ” εσωριάστηκε στο κατώφλι.

Όλος ο κόσμος εσώπαινε υποφέρνοντας της γυναικός τη λύπη, σα να μην είχε όλος παρά μίαν καρδιά που να χτυπούσε στη μέση της δημιουργίας. Όλοι επρόσμεναν το τέλος.

Η κυρά Επιστήμη εσηκωνότουν τώρα ντροπιασμένη· εσκέπασε με το μαν­τίλι του κεφαλιού της όλο το πρόσωπο, και καλανταρίζοντας έπαιρνε πάλι τό δρόμο του σπιτιού της. Μία στιγμή εσταμάτησε και χωρίς να σηκώσει το κεφά­λι, είπε αναστενάζοντας.

«Δε σας δίνω κατάρα· μα ξέρε το, Αντρέα, έχει τρακόσια τάλλαρα, ούτε ενα λεφτό περσότερο- κάμε ό,τι θέλεις».

« Δέ θέλω τίποτα», της απάντησε από το παράθυρο ο νέος που εκείνην τη στιγμή η καρδιά του άνοιξε, χορταμένη αγάπη κ” έτοιμη νά συμπονέσει τη θλίψη κάθε πλασμάτου. « Δέ θέλω τίποτα», είπε.

Η μάννα έφευγε· και τώρα μέσα στα δάκρυα της η Ρήνη εχαμογελούσε παρηγορημένη, και τον αγκάλιασε με πάθος, και τούπε :

«Ω Αντρέα ! Δουλευτάδες είμαστε, ποιόνε έχουμε ανάγκη; »

 

 

Φαντάσου ότι είσαι ο γείτονας/η γειτόνισσα της κ. Επιστήμης. Ξαναγράψε την πιο πάνω ιστορία απ’ τη δική του/της οπτική γωνία.

Εναλλακτικά

Ξαναγράψε την πιο πάνω ιστορία θεωρώντας ως χρόνο κατά τον οποίο εκτυλίσσονται τα γεγονότα όχι το μακρινό 1900.., αλλά το 2024. (Μπορείς να κάνεις οποιεσδήποτε αλλαγές θεωρείς αναγκαίες, ώστε να ανταποκρίνεται στη σύγχρονή σου πραγματικότητα).

16 σχόλια στο "Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Η τιμή και το χρήμα"

  1. Ξαφνικά, εκεί που καθόμουνα στο μπαλκόνι και άπλωνα τα ρούχα, βλέπω τη σιόρα Επιστήμη να φτάνει βαριανασαίνοντας και να κοιτάζει ολόγυρα τα σπίτια κοντά στου Αντρέα σκεπτική και έτοιμη να φύγει ηττημένη. Απέναντι εντοπίζει το μπάρμπα του Αντρέα, το Σπύρο, να καπνίζει αδιάφορα και τον ρώτησε φωνάζοντας πού είναι ο ανιψιός του. Εκείνη, αναστατωμένη και απελπισμένη με την κατάσταση, άρχισε να χτυπάει με τις γροθιές της το κεφάλι της ρωτώντας συνεχώς πού είναι μέχρι που ο μπάρμπα Σπύρος σηκώθηκε και περπάτησε ήρεμα δίπλα της. Τότε, η σιόρα Επιστήμη αγρίεψε και του ξαναέκανε την ίδια ερώτηση, όμως εκείνος τη ρώτησε τι έχει και χαμογελαστά της είπες πως πρέπει να είναι άρρωστη. Βλέποντας την ειρωνεία του τον ξαναρώτησε με μια επείγουσα ανάγκη να μάθει πού είναι ο Αντρέας και η κόρη της, αλλά εκείνος συνέχιζε να την κοροϊδεύει εμμέσως και να της λέει πως χρειάζεται μια στιγμή για να σκεφτεί. Εκείνη τον χαρακτήρισε απάνθρωπο και του είπε πως χάνεται άνθρωπος έτσι ώστε να τον πείσει να της πει. Αυτό έπιασε και ο μπάρμπα Σπύρος άρχισε σιγά σιγά και με αδιαφορία να της λέει πως το ζευγάρι είναι στο σπίτι της θείας του Αντρέα, στους Αλιάδες, και πως για το δικό της καλό θα έπρεπε να γυρίσει σπίτι της και να μην ασχοληθεί, κλείνοντας της πονηρά το μάτι. Μα τι ντροπή κ’ αυτή, να πάει η κόρη σου να μείνει με έναν άντρα για να σε πείσει να την αφήσεις να τον παντρευτεί και να καταλήγει να χάνει την αθωότητα της και να αμαυρώνει την καλή της τη φήμη. Η σιόρα Επιστήμη, αφού άκουσε εκείνα τα λόγια, έκατσε να σκεφτεί και ξαφνικά ρίχτηκε πάνω στην πόρτα κοπανώντας τη με όλη της τη δύναμη και φώναζε με μανία και οργή πως ήξερε ότι είναι πάνω στο σπίτι και να ανοίξουν. Όσοι είχαν βγει ήδη στα μπαλκόνια τους ταράχτηκαν και λυπήθηκαν εν μέρει την κακομοίρα την μάνα και αυτοί που δεν είχαν ήδη βγει ήταν πια έξω. Τώρα πια όλη η γειτονιά παρακολουθούσε το θέαμα με ενδιαφέρον και οίκτο. Επιτέλους, ένα παράθυρο άνοιξε στο σπίτι του Αντρέα και εμφανίστηκε η Ρήνη με δάκρυα στα μάτια. Η μητέρα της, κουρασμένη πια, την αποκάλεσε σκύλα και της είπε να γυρίσει σπίτι τους και πως δεν θα την πειράξει. Αντί για τη Ρήνη απάντησε ο Αντρέας φοβισμένος και διστακτικός πως είναι γυναίκα του και θα την παντρευτεί. Ακούγοντας αυτά τα λόγια, η σιόρα Επιστήμη αναστέναξε και σωριάστηκε στο κατώφλι. Δεν ακουγόταν θόρυβος στην γειτονιά. Όλοι συμπονούσαν την δύσμοιρη μητέρα και περίμεναν με κομμένη την ανάσα το τέλος. Η σιόρα Επιστήμη σηκώθηκε όλο ντροπή, τύλιξε το πρόσωπο της με το μαντήλι και άρχισε να φεύγει. Ωστόσο, σταμάτησε μια στιγμή και αποκρίθηκε κοιτάζοντας το πάτωμα πως δεν δίνει κατάρα στο ζευγάρι αλλά δεν πρόκειται να δώσει ούτε λεφτό παραπάνω από τριακόσια τάλαρα και να κάνουν ό,τι θέλουν. Ο Αντρέας της απάντησε πως δεν θέλει τίποτα και μετά το επανέλαβε, σαν να το έλεγε με μια δόση αισιοδοξίας και αγάπης για να το ακούσει μονάχα εκείνος και η Ρήνη. Η σιόρα Επιστήμη πήρε τον δρόμο της επιστροφής και η Ρήνη αγκάλιασε τον Αντρέα στοργικά κλαίγοντας από χαρά. Όλη η γειτονιά είχε μείνει άφωνη. Τι ντροπή για τη σιόρα Επιστήμη. Το όνομα τους πια είχε ατιμασθεί.

  2. Ξαναγράψε την πιο πάνω ιστορία θεωρώντας ως χρόνο κατά τον οποίο εκτυλίσσονται τα γεγονότα όχι το μακρινό 1900.., αλλά το 2024. (Μπορείς να κάνεις οποιεσδήποτε αλλαγές θεωρείς αναγκαίες, ώστε να ανταποκρίνεται στη σύγχρονή σου πραγματικότητα).

    Και δεν είχαν περάσει παρά λίγα λεπτά από την ώρα που οι δύο νέοι είχαν φύγει, όταν η κυρά Επιστήμη γύριζε, όπως κάθε βράδυ, βιαστική στο σπίτι τηςς. Μα απόψε, στην άκρη του πεζοδρομίου, κάτω από ένα φωτιστικό δρόμου, η συναδελφισσα της,η Κωνσταντινα, την σταμάτησε.
    «Ερχόμουν να σε βρω στο μαγαζί», της είπε η Κωνσταντίνα χωρίς να την καλησπερίσει. «Σου την έστησε, τώρα, τώρα».
    «Ποιαν; Τι;» ρώτησε η κυρά Επιστήμη, κοιτώντας με απορία.
    «Τη Ρήνη σου, ο Αντρέας, καημένη Επιστήμη!»
    Το μυαλό της ταράχτηκε. Άκουσε στ’ αυτιά της έναν ήχο σαν βουή, λες και βρισκοντουσαν γυρω της χιλιαδες αμάξια, τα πάντα γύρω της έμοιαζαν να περιστρέφονται. Έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα ακινητοποιημένη, η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και ένιωσε σαν να γκρεμίζονταν όλα γύρω της στο κενό. Της φάνηκε πως θα πέθαινε εκείνη τη στιγμή.
    «Κουράγιο», της είπε η Κωνσταντινα, παρατηρώντας την αναστάτωσή της.
    «Τη Ρήνη μου;» ψέλλισε με αδύνατη φωνή.
    «Ναι».
    Αμέσως, μια αχτίδα ελπίδας φωτίζει το μυαλό της: «Τώρα; Τώρα, είπες;»
    «Δεν έχει περάσει πολύς χρόνος, αν τρέξεις, τους προλαβαίνεις στο δρόμο»
    Η κυρα Επιστήμη αναστέναξε και χωρίς δεύτερη σκέψη μπηκε στο αμάξι της και πατήσε το γκάζι με τεράστια δύναμη,. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν να προλάβει. Ήξερε ότι αν δεν το κατάφερνε, ο Αντρέας θα την έπαιρνε τη Ρήνη , και θα έχανε την κόρη της σε αυτό το τέρας μια για πάντα.
    Έτρεχε στον δρόμο του προαστίου με ταχύτητα πολύ μεγαλύτερη απ’όσο ήταν το οριο. χρόνος περνούσε, και όσο περνούσε, η αγωνία της μεγάλωνε. Ήξερε πως αν δεν προλάβαινε, το κακό θα είχε γίνει. Τρέχοντας, τα πάντα γύρω της θολώνονταν, η αναπνοή της ήταν κοντή και η καρδιά της χτυπούσε σαν να επρόκειτο να σπάσει.Φτάνει τελικά στο σπίτι του Αντρέα, ένα μικρό, μοντέρνο διαμέρισμα σε έναν ήσυχο δρόμο. Το σπίτι ήταν κλειστό. Ο κόσμος γύρω δεν έδειχνε καμία ανησυχία.
    Η κυρα Επιστήμη ένιωσε απελπισία. Μόλις παρκάρει βγαινει από το αμάξι και κοιτάζει γύρω της. Από το διπλανό σπίτι βλέπει τον θείο του Αντρέα, τον Σπύρο, να κάθεται στον καναπέ και να καπνίζει αδιάφορα.
    «Σπύρο, πού είναι ο Αντρέας;» ρώτησε, με την φωνή της να τρέμει.
    Ο Σπύρος τη κοιτάζει με ένα χαμόγελο και απαντά ήρεμα: «Α, τι έχεις, κυρα Επιστήμη; Δεν είσαι καλά;»
    «Πού είναι; Πες μου γρήγορα!»
    Ο Σπύρος χαμογελάει αδιάφορα και της λέει: «Στη θεία του. Αν θες, πήγαινε σπίτι σου. Δεν νομίζω να υπάρχει λόγος για τόση ανησυχία».
    Η κυρα Επιστήμη καταλαβαίνει ότι την κοροϊδεύει και το θυμικό της την κατακλύζει. Θυμός και απελπισία την καταβάλλουν και είναι ετοίμη του επιτεθεί. Όμως κάτι την σταματάει και ξαφνικά της περνάει από το μυαλό ότι όλο αυτό είναι μια σκευωρία για να την ξεγελάσουν. Εξοργισμένη, τρέχει προς την πόρτα του σπιτιού του Αντρέα και αρχίζει να χτυπά με όλη της τη δύναμη.
    «Άνοιξε! Ξέρω ότι είστε μέσα!»
    Και τότε, από το παράθυρο του σπιτιού του Αντρέα, ακούγεται η φωνή του: «έλα μέσα».
    Η κυρα Επιστήμη, με την καρδιά να σπαράζει, γυρίζει και βλέπει τη Ρήνη να κλαίει στο παράθυρο, χωρίς να την απαντά. Στον αντίποδα, ο Αντρέας, ταραγμένος, της λέει: «Είναι γυναίκα μου! Θα τη παντρευτώ».
    Η κυρα Επιστήμη σωριάζεται από τη λύπη και την απόγνωση, ενώ ο κόσμος γύρω της στέκεται αμίλητος, παρακολουθώντας τη στιγμή αυτή σαν να είναι η μόνη αλήθεια.
    Πριν φύγει, με την καρδιά βαρειά από πόνο, λέει στον Αντρέα: «Δεν σας δίνω κατάρα, αλλά να το ξέρεις, οτι μπορεί τώρα να νομίζει οτι θέλει να γίνει αυτός ο γάμος, αλλά είμαι σίγουρη πως στο μέλλον θα το μετανιώσει, γιατί τώρα την έχει τυφλώσει ο έρωτας και δε βλεπει τι άνθρωπος είσαι πραγματικά.».
    «Δε με νοίαζει τι ανθρωπος πιστεύεις εσύ ότι είμαι. Αυτο που ξέρω είναι ότι δεν έχω αγαπήσει κανέναν όσο την κόρη σου» . Αυτή η απάντηση δεν ξαφνίαζει την Επιστήμη, αφού ήξερε ότι o Aντρέας ήταν διπρόσωπος.
    Η κυρα Επιστήμη στρέφεται και φεύγει σκυφτή, με το πρόσωπό της καλυμμένο. Ήξερε ότι το κόρίτσι της θα υπέφερε μαζί του, δεν μπορούσε, όμως, να κάνει τίποτα, την Ρήνη την είχε ήδη χάσει……

  3. Είχε βραδιάσει και δεν είχε περάσει πολλή ώρα από τη στιγμή που αντίκρισα τον Αντρέα να μπαίνει στο σπίτι της σιόρας Επιστήμης, ενώ αυτή έλειπε στο εργοστάσιο, και να κλέβει την κόρη της, τη Ρήνη. Αναρωτήθηκα. Μα ο Αντρέας, γρήγορος και ορμητικός καθώς ήταν, άρπαξε τη Ρήνη και έφυγαν μακριά. Τότε αποφάσισα να τρέξω όσο πιο γρήγορα μπορούσα στο εργοστάσιο για να ειδοποιήσω την Επιστήμη. Στον δρόμο για αυτό, την είδα ξαφνικά μπροστά μου και της είπα τι συνέβη. Έπειτα, εγώ επέστρεψα στο σπίτι μου και προσευχόμουν να προλάβει η γειτόνισσά μου. Οι ώρες περνούσαν πολύ αργά, ώσπου κάποια στιγμή εμφανίστηκε στο κατώφλι του σπιτιού μου η Επιστήμη, η οποία μου εκμυστηρεύτηκε όσα έγιναν, δηλαδή ότι παρόλο που προσπάθησε να τους σταματήσει, ο Αντρέας έκανε τη Ρήνη δική του. Τέλος την αγκάλιασα σφιχτά, γιατί πραγματικά τη λυπήθηκα για το κακό που τη βρήκε, προσπάθησα, όμως να της συμπαρασταθώ και να την την παρηγορήσω λέγοντάς πως, εφόσον ο Αντρέας δέχτηκε να παντρευτεί την κόρη της χωρίς να λάβει προίκα, θα έπρεπε να ήταν ευχαριστημένη και ευγνώμων και ότι αυτή η ντροπή θα ξεχνιόταν με το χρόνο, κάτι όμως που δεν πίστευα πραγματικά.

  4. Στεκόμουν στη γωνιά μου όταν είδα την κυρά Επιστήμη να περνά βιαστική, γυρίζοντας από το εργοστάσιο. Ήξερα τι έπρεπε να της πω. «Σου την έσήκωσε, τώρα, τώρα», της πέταξα χωρίς χαιρετισμούς. Ταράχτηκε, έχασε το χρώμα της, και, μόλις συνήλθε, έτρεξε σαν τρελή να τους προλάβει. Εγώ την έβλεπα να σπρώχνει κόσμο και να τρέχει, λες και από αυτό το τρέξιμο κρεμόταν η ζωή της.
    Όταν έφτασα έξω από το σπίτι του Αντρέα, την είδα να χτυπά την πόρτα με λύσσα, να παρακαλά και να φωνάζει. Οι γείτονες παρακολουθούσαν σιωπηλοί. Ο κόσμος καταλάβαινε τον πόνο της μάνας που ήξερε ότι χάνει το παιδί της. Ξάφνου, ο Αντρέας φάνηκε στο παράθυρο και, τρέμοντας, είπε: «Είναι γυναίκα μου! Θα τη στεφανώσω!» Εκείνη γονάτισε μπροστά στην πόρτα και, όταν σηκώθηκε, είπε: «Δεν σας δίνω κατάρα, αλλά έχει τρακόσια τάλλαρα. Ούτε λεπτό παραπάνω».
    Η Επιστήμη έφυγε βαριά, ντροπιασμένη, σκεπάζοντας το πρόσωπό της με το μαντίλι. Από το παράθυρο, ο Αντρέας της απάντησε πως δεν θέλει τίποτα. Την ίδια στιγμή, η Ρήνη τον αγκάλιαζε, χαμογελώντας μέσα στα δάκρυά της. Κι εγώ, που είδα και έζησα αυτό το δράμα, σκεφτόμουν ότι η ζωή φέρνει πίκρες, μα ίσως και λίγη χαρά για όσους τολμούν.

  5. Καθώς η Ρήνη και ο Ανδρέας έφυγαν, θεώρησα σωστό να ενημερώσω την γειτόνισσα μου, τη σιόρα Επιστήμη που τόσο άχτι τον έχει τον Ανδρέα. Εκεί, στην άκρη του δρόμου, την συνάντησα ενώ πήγαινα να την βρω στο εργοστάσιο που δούλευε. Αμέσως της είπα πως της την εσήκωσε την Ρήνη ο Ανδρέας. Με ρώτησε «ποιά;» και «τί;» χωρίς να θέλει ο νους της να το συνειδητοποιήσει. Δυσκολευόταν να το αποδεχτεί και ξαφνικά την είδα όπως δεν την έχω ξανά δει. Το πρόσωπο της άσπρισε. Ένιωθα τους χτύπους της καρδιάς της. Στάθηκε παγωμένη αρκετά λεπτά. Έπειτα βλέποντάς την σε αυτή την κατάσταση, της φώναξα «Κουράγιο!». Σκέφτηκα μέσα μου «γιατί της το είπα;», «μήπως δεν έπρεπε να επέμβω;» και είχα τύψεις. Η κυρά Επιστήμη, αφού μονολόγησε κατηγορώντας τον άνδρα της, τον μεθύστακα που δε πρόσεχε την Ρήνη, σκέφτηκε να τους ψάξει. Κι αφού την διαβεβαίωσα πως τους προλαβαίνει, αγριεύει ξαφνικά και αρχίζουν να περνάνε από το μυαλό της όλες οι υποψίες που μου είχε εκφράσει στο παρελθόν, το κατάλαβα. Πήρε βαθιές ανάσες και άρχισε να τρέχει. Την ακολούθησα γιατί φοβήθηκα να την αφήσω έτσι μόνη της, εκτός ελέγχου. Είχε ανησυχήσει τόσο που ένιωσα πως ήταν υποχρέωσή μου να πάω προς το μέρος της. Έσπρωχνε τον κόσμο που τους έκανε εντύπωση και την κοίταζαν με περιέργεια. Δυο αμάξια της έκλεισαν τον δρόμο και φώναξε «μωρέ χάνεται άνθρωπος». Ξανά φώναξε λέγοντας χαρακτηριστικά «Ω εχάνονταν στιγμές. Και τι στιγμές! Και το κορίτσι κινδύνευε. Ίσως τώρα το βάζε στο κρεβάτι. Ω! Μωρέ τραβάτε, μωρέ!» και μόλις ο δρόμος ελευθερώθηκε άρχισε πάλι να τρέχει με όλη της την δύναμη. Ακολουθώντας την, την είδα να φτάνει σε ένα μικρό αλλά τακτοποιημένο σπιτάκι μ’ ένα πάτωμα, σε ένα στενό του προαστίου προς τη θάλασσα. Ήταν το σπίτι του Ανδρέα, το ήξερα. «Ω δε θα ναι εδώ» ψιθύρισε. Είδε δίπλα ωστόσο τον θείο του Ανδρέα, να καπνίζει. Νευριασμένη, κραυγάζοντας τον ρωτούσε πού είναι. «Θα ναι στης θείας του» της αποκρίθηκε τρίβοντας τα χέρια του, αδιάφορος. Στη συνέχεια, αφότου της έκλεισε το μάτι, πονηρά, της είπε να γυρίσει σπίτι. Επειδή κατάλαβε πως την ειρωνευόταν, η κυρά Επιστήμη εξοργισμένη κοπανούσε τις πόρτες. Ένιωσα να κινδυνεύω. Με τόση μανία βάλλεται πάνω στην κεντρική πόρτα σαν ζώο που προστατεύει τα μικρά του. «Ανοίξτε! Είσαστε πάνω σκυλιά, το ξέρω πολύ καλά!» φώναζε καθώς δερνόταν μπροστά στην πόρτα. Οι γείτονες γύρω μας την λυπόντουσαν. Ένα παράθυρο άνοιξε ξαφνικά. Ακούστηκε ένα «Ελα μωρή σκύλα, σπίτι μας» . «Δε σου κάνω τίποτα» είπε ξεψυχισμένα. Η Ειρήνη έκλαιγε με λυγμούς στο παράθυρο. Δε μπορούσε πια να μιλήσει. Ο Ανδρέας ταραγμένος της είπε τότε με τρεμάμενη φωνή «Είναι γυναίκα μου και θα τη στεφανώσω». Η γειτόνισσά μου έπεσε σωριασμένη στο κατώφλι του σπιτιού. Τρόμαξα πολύ. Έτρεξα να τη σηκώσω. Ξέσπασε σιγή. Όλοι λυπούνταν τη δύστυχη μάνα. Σκέπασε αμέσως το πρόσωπο της με μαντίλι, από ντροπή. Ενώ έπαιρνε τον δρόμο της επιστροφής λέει στον Ανδρέα με όση φωνή της είχε απομείνει πως η Ρήνη έχει μόνο 300 τάλαρα προίκα. Ο Ανδρέας αποκρίθηκε χαμογελώντας πως δε χρειαζόταν τίποτα αφού έχει την Ειρήνη. Το πρόσωπο της Ρήνης έλαμψε. «Δουλευταράδες δεν είμαστε;» του απάντησε γελώντας. Μέχρι εκεί άκουσα καθώς έφευγα κι εγώ πηγαίνοντας να παρηγορήσω την γειτόνισσά μου..

  6. Στην γειτονιά μας επικρατεί ησυχία, είχαμε πολύ καιρό να δούμε τέτοια ησυχία, ειδικά μετα από τα ανατρεχαματα στο σπίτι της κυρίας Επιστήμης. Για πολλές μερες βλέπαμε τη Ρήνη κλαμένης, αυτος ο Αντρέας έκανε το κορίτσι μας να μαραζώσει «Ευτυχώς που έφυγε» λέω από μέσα μου και πάω να κλείσω το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας για να κοιμίσω τα παιδιά. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο για λίγα λεπτά, αρκετά για να διαπιστώσω ποιος βρίσκονταν στην πόρτα της Επιστήμης. Ο Αντώνης!, ο Αντώνης γύρισε, γύρισε και παίρνει την Ρηνη από το σπίτι. Αισθάνομαι την γη να χάνεται κάτω από τα ποδια μου, παραπατάω, μένω άναυδη καθώς αυτοί απομακρύνονται από το σπίτι.
    Τρέχω, τρέχω όπως δεν εχω ξανατρέξει ποτέ στην ζωή μου , παίρνω τα κλειδιά του σπιτιού, το πανωφόρι μου και παω να βρω την Επιστημη , πρέπει να ξέρει , πρέπει να μάθει , να τους προλάβει πριν γίνει το κακό. Την βρίσκω να περπατάω στο δρόμο και τρέχω να την προλάβω πριν απομακρυνθεί. Με βλέπει λαχανιασμένη και η απορία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο της, χωρίς να χάσω χρόνο της εξήγησα τι είχε συμβεί και πως έπρεπε να τρεξει να τους προλάβει. Εκείνη έμεινε ακίνητη, σοκαρισμένη, για λίγο πίστεψα ότι θα λιποθυμούσε, αλλά γρήγορα επανήλθε και αρχισε να βριζει τον άντρα της. Τηςέκανα νεύμα ότι δεν είναι ωρα για τέτοια και οτι πρέπει να φύγει να τους προλάβει. Αυτή σε σύγχυση με ρώτησε αν τους προλαβαίνει και αφού την διαβεβαίωσα άρχισε να τρέχει σαν μανιασμένη. Την παρακολουθούσα να χάνεται στο βάθος σπρώχνοτας τους περαστικούς. Η κατάσταση ήταν τόσο κωμικοτραγική που αν δεν ήμουν τόσο συγχυσμένη θα ξεσπούσα στα γελια. Αφού πλέον είχε εξαφανιστεί από τον ορίζοντα μου πηρα τον δρομο για το σπίτι μου , είμαι εξουθενωμένη από την σημερνή ημέρα, τόσο τρέξιμο είναι επικίνδυνο για την ηλικία μου.
    Το επόμενο πρωί έμαθα ότι όλα πήγαν καλά. Ο Αντρέας αποφάσισε να πάρει την Ρήνη χωρίς προίκα και η Επιστημη το δέχτηκε. Αν και ακόμα δεν εμπιστευομαι τον Αντρέα είμαι χαρουμενη για την καημένη την κυρά Επιστήμη. Τι κακό και τι ντροπή τη βρήκε να κλεφτεί το κορίτσι της…..και η Ρηνη φαίνεται πιο ευτυχισμένη από ποτέ. Αχ αυτό το άμυαλο το κορίτσι ερωτεύτηκε το λάθος άτομο, τουλάχιστον αν την παντρευτεί…. .

  7. Στο Μαντούκι της Κέρκυρας, η κ. Επιστήμη μόλις είχε τελειώσει τη βάρδια της σε μια αποθήκη logistics. Επιστρέφοντας σπίτι με το αμάξι , η γειτόνισσα της, η Κωνσταντίνα, την σταμάτησε ξαφνικά, εμφανώς ταραγμένη.

    «Πρέπει να μιλήσουμε, Επιστήμη! Ο Αντρέας μόλις πήρε τη Ρήνη!»

    Το αίμα πάγωσε στις φλέβες της. Έπρεπε να τους προλάβει πριν συμβεί το απρόβλεπτο. Έτρεξε μέσα από τα στενά, προσπερνώντας κόσμο, αυτοκίνητα και μηχανάκια. Η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή και η εφαρμογή των βημάτων στο smartwatch της κατέγραφε την κάθε της κίνηση.

    Φτάνοντας στο διαμέρισμα του Αντρέα, βρήκε την πόρτα κλειστή. Χτύπησε με μανία, φωνάζοντας: «Ανοίξτε! Ξέρω ότι είσαστε μέσα!»

    Η πόρτα δεν άνοιγε. Απελπισμένη, χτύπησε την πόρτα με τις γροθιές της. Ξαφνικά, ένα παράθυρο άνοιξε και εμφανίστηκε η Ρήνη, κλαίγοντας. Ο Αντρέας στάθηκε δίπλα της, ταραγμένος.

    «Είναι γυναίκα μου! είπε.

    Η κ. Επιστήμη έπεσε στο κατώφλι, συντετριμμένη. Οι γείτονες παρακολουθούσαν από τα μπαλκόνια τους, καταγράφοντας τη σκηνή με τα smartphones τους. Τα social media γέμιζαν με βίντεο. Σηκώθηκε, σκέπασε το πρόσωπό της με το μαντίλι και είπε:

    «Δεν σας δίνω τίποτα απο την περιουσία μου, ξέρε το, Αντρέα!!!!! Ξέρω πολύ καλά ότι είσαι τυχοδιώκτης, όσο για την κόρη μου θα το καταλάβειαργότερα, αλλά θα είναι αργά»

    Ο Αντρέας,απάντησε: «Δεν θέλω τίποτα.»

    Η μάνα έφυγε, και η Ρήνη, μέσα στα δάκρυά της, χαμογέλασε παρηγορημένη, αγκαλιάζοντας τον Αντρέα χωρίς να τη νοιάζει τίποτα άλλο.

  8. Είχε ήδη νυχτωσει όταν οι δυο νέοι είχαν φύγει κρυφά πριν προλάβει η κυρία Επιστήμη να επιστρέψει από την εργασία της. Μολις βγήκε από το αυτοκίνητο η γειτόνισσα που συνήθιζε να παρατηρεί τα πάντα στη γειτονιά της ανέφερε πως είδε την κόρη της με έναν νεαρό να τρέχουν σαν κυνηγημένοι κρατώντας βαλίτσες. Εκείνη μη θέλοντας να δείξει την ταραχή της είπε πως το γνωρίζει, καθώς η κόρη της ταξίδευε το βράδυ και με απόλυτη ηρεμία μπήκε στο σπίτι της . Στην πραγματικότητα ήξερε πως εγινε αυτο που φοβόταν.Οι ομηρικοί καβγάδες με την κόρη της δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα, μιας και η Επιστημη δεν ήθελε να συναναστρέφεται με αυτόν τον νέο, καθώς τον θεωρούσε μια κακή επιρροή για εκείνη . Άλλωστε δεν έπαιρνε στήριξη από τον άντρα της, διότι ήταν εθισμένος στο αλκοόλ και είχε αναλάβει μόνη της την ανατροφή των παιδιών . Όταν ανέβηκε στο διαμέρισμα της, μπήκε με ορμή στο δωμάτιο της κόρης της και επιβεβαίωσε τα λεγόμενα της γειτόνισσας. Η Ειρήνη όχι μόνο είχε φύγει, αλλά είχε πάρει μαζί της όλα της τα ρούχα.«Ίσως με τις φωνές και την υστερία είχα υποθέσει ακριβώς το αντίθετο», σκέφτηκε, ενώ τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Όμως ήξερε ότι η ζωή της ήταν γεμάτη προβλήματα και δεν έβρισκε στήριξη από πουθενά.Πήρε στα χέρια το κινητό της κάνοντας δεκάδες τηλεφωνικές κλήσεις στην κόρη της. Φωνή δεν υπήρχε, απάντηση δε δόθηκε.Ανήμπορη να κάνει κάτι και μη γνωρίζοντας που κατοικεί ο Ανδρέας, αποφάσισε πως θα περιμένει την κόρη της μέχρι να γυρίσει, επιτρέποντάς της να στηρίξει την επιλογή της.

  9. Καθόμουν στο μπαλκόνι μου εκείνο το βράδυ, σερφάροντας στο διαδίκτυο, όταν άκουσα φασαρία στον δρόμο. Σήκωσα το κεφάλι και είδα την κυρά Επιστήμη να τρέχει πανικόβλητη. Η Επιστήμη, μια γυναίκα πάντα σοβαρή, έμοιαζε τώρα με άλλον άνθρωπο. Τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα, το πρόσωπό της κατακόκκινο, και ανάσες κοφτές έβγαιναν από το στόμα της.
    «Τι τρέχει;» σκέφτηκα, και κατέβηκα στην είσοδο. Την είδα να στέκεται μπροστά από την πολυκατοικία όπου έμενε ο Αντρέας, να χτυπά την πόρτα με μανία, να πατάει κουδούνια χωρίς σταματημό. «Ανοίξτε! Ξέρω ότι είστε μέσα!» φώναζε από το θυροτηλέφωνο με μια φωνή που ράγιζε την καρδιά.
    Κάποιος γείτονας άνοιξε το παράθυρο: «Τι έγινε, κυρά Επιστήμη;» τη ρώτησε, αλλά εκείνη τον αγνόησε. Έμαθα από τα λόγια της πως ο Αντρέας είχε πάρει τη Ρήνη της, τη μοναχοκόρη της. «Την έκλεψε, την πήρε!» φώναζε.
    Ξαφνικά, το παράθυρο του Αντρέα άνοιξε. Εκείνος εμφανίστηκε στο μπαλκόνι, ταραγμένος. «Τι θέλεις; ΓΙατί κάνεις έτσι; η κόρη σου είναι εδώ. ¨Ηρθε με τη θέλήσή της, θα παντρευτούμε» της είπε δυνατά. Η Ρήνη στεκόταν δίπλα του, δακρυσμένη, αλλά ήρεμη. Φαινόταν αποφασισμένη να μείνει με τον Αντρέα, παρά τις αντιρρήσεις της μάνας της

    Η κυρά Επιστήμη σωριάστηκε στο πεζοδρόμιο. Έμοιαζε να έχει χάσει κάθε ελπίδα. «Δεν σας δίνω κατάρα¨, είπε με σβησμένη φωνή. «Κάνετε ό,τι θέλετε, φοβάμαι όμως, ότι η Ρήνη γρήγορα θα το μετανιώσει».
    Ο Αντρέας απάντησε ήρεμα: «Δεν μας νοιάζει η γνώμη σου. Αγαπιόμαστε».
    Η Επιστήμη σηκώθηκε με κόπο, σκέπασε το πρόσωπό της με το φουλάρι της και άρχισε να φεύγει αργά. Ο κόσμος που είχε μαζευτεί στον δρόμο σώπαινε. Όλοι κοιτούσαν με συμπόνια τη γυναίκα που προσπαθούσε να προστατεύσει την κόρη της από μια ζωή που φοβόταν.

    Η Ρήνη αγκάλιασε τον Αντρέα με πάθος, ενώ εκείνος την κοίταξε και της είπε, «δεν έχουμε ανάγκη κανέναν». Και κάπως έτσι, εκείνη η βραδιά έγραψε το δικό της τέλος, αφήνοντας τη γειτονιά να συζητά για καιρό.

  10. Η Σιορα Επιστήμη εφτάσε φουντωμένη στο σπίτι του Αντρέα και είδα τον Σπύρο τον θείο του Αντρέα να την ειρωνεύεται λέγοντας της πως για να βρίσκεται εκεί θα είναι άρρωστη.Εκεινη αγχωμένη του εξήγησε ότι πρόκειται για την κόρη της που κινδυνεύει. Αυτός έμοιαζε να την κοροϊδεύει και μέχρι κι εγώ οργίστηκα.Η Σιόρα Επιστήμη όρμηξε κατά πάνω του μέχρι που κατάλαβε ότι απλά έχανε το χρόνο της μαζί του και χτύππησε την πόρτα.Ηταν σαν να έχει τρελαθεί και με μανία φώναζε και χτυπούσε.Τοτε παρατήρησαν στο παράθυρο την Ρηνη που έκλαιγε,τον Αντρέα πιο άνανδρο από ποτέ και την επιστήμη βαθιά απελπισμένη. Αισθανόμουν ότι έβλεπα μια οικογένεια να διαλύεται μπροστά μου και μονο η Ρηνη με πείσμα να προσπαθει να πείσει τον Αντρέα για την στοργή και την αγάπη τους. Μπαίνοντας στην θέση της Επιστήμης είμαι σίγουρη ότι ένοιωθε δικαίως πως η οικογένεια της είχε ατιμωθεί, ενώ η ίδια είχε χάσει την αξιοπρέπεια της.

  11. Όταν η κυρά Επιστήμη πέρασε βιαστική μπροστά από το μαγαζί μου εκείνο το βράδυ, ήξερα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Κάθε μέρα γύριζε από το εργοστάσιο με το κεφάλι σκυμμένο, από την κούραση της δουλειάς, αλλά απόψε περπατούσε αλλιώς. Κοιτούσε γύρω της σαν κυνηγημένη, λες κι ένιωθε πως κάτι κακό την καρτερούσε στη γωνία. Και δεν είχε άδικο.Δεν πέρασε πολλή ώρα, και να τη, ξαναφάνηκε να τρέχει σαν τρελή στο δρόμο, φουριόζα, έσπρωχνε τους ανθρώπους, τα παιδιά που παίζανε, έπεφτε πάνω σε περαστικούς και δεν έλεγε ούτε «συγγνώμη». Φώναζε, κι η φωνή της έβγαινε σπασμένη, γεμάτη τρόμο.
    -«Μωρέ, χάνεται άνθρωπος!» την άκουσα να φωνάζει στους αμαξάδες, που της φράξανε το δρόμο για μια στιγμή. Τα μάτια της γυάλιζαν, το μαντίλι της είχε λυθεί, και τα μαλλιά της πετούσαν.Έτρεχε προς το σπίτι του Αντρέα. Καταλάβαμε όλοι τότε. Της είχανε κλέψει τη Ρήνη της! Μαζευτήκαμε στη γωνία, οι γειτόνισσες βγήκαν στα κατώφλια, οι άντρες αφήσαν τα καφενεία. Η φωνή της μάνας μάς είχε μαζέψει όλους.Όταν έφτασε στο σπίτι του Αντρέα, κοπάνησε την πόρτα με δύναμη, με τα χέρια, με τα πόδια, με ό,τι είχε πάνω της.
    -«Ανοίχτε! Είσαστε από πάνω, σκυλιά, το ξέρω!»Την κοιτάζαμε αμίλητοι, μα η καρδιά μας χτυπούσε μαζί με τη δική της. Τότε άνοιξε το παράθυρο, κι η Ρήνη φάνηκε εκεί, με μάτια κατακόκκινα από το κλάμα. Μα δεν πρόλαβε να μιλήσει. Ο Αντρέας στάθηκε δίπλα της και, με φωνή που έτρεμε όχι από φόβο, αλλά από αποφασιστικότητα και είπε:
    -«Είναι γυναίκα μου! Θα τη στεφανώσω!»Η κυρά-Επιστήμη σωριάστηκε στο κατώφλι, λες κι η ψυχή της είχε βγει από το σώμα. Ο κόσμος σώπασε. Μια τέτοια σιωπή δεν την είχα ξαναζήσει. Ήταν η σιωπή της λύπης, της ήττας. Σηκώθηκε αργά, σκέπασε το πρόσωπό της με το μαντίλι της και πήρε τον δρόμο της επιστροφής. Όμως, πριν φύγει, σταμάτησε και είπε, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι:
    «Δε σας δίνω κατάρα. Μα ξέρε το, Αντρέα, έχει τρακόσια τάλαρα. Ούτε ένα λεπτό παραπάνω. Κάνε ό,τι θέλεις.»Όλοι κρατήσαμε την ανάσα μας. Και τότε, σαν να τον είχε αγγίξει η ίδια της η θλίψη, ο Αντρέας απάντησε:
    - «Δε θέλω τίποτα.» Η κυρά-Επιστήμη χάθηκε μέσα στη νύχτα, βαριά, σιωπηλή. Μα στο παράθυρο, η Ρήνη, με δάκρυα στα μάτια, χαμογελούσε. Και καθώς αγκάλιαζε τον Αντρέα, του είπε ψιθυριστά:
    -«Ω, Αντρέα! Δουλευτάδες είμαστε, ποιον έχουμε ανάγκη;»
    Εγώ στεκόμουν εκεί, με το καπέλο στα χέρια. Έκανα τον σταυρό μου κι αναστέναξα.
    -«Η καημένη η μάνα» ψιθύρισα. Και γύρισα κι εγώ σπίτι μου.

  12. Όσο η σιόρα Επιστήμη κυνηγούσε τον Αντρέα, η κ.Γεωργία, η γειτόνισσα, έτρεξε στη πόρτα της κ.Τασίας για να της πει τα νέα.
    «Τασία, δεν θα πιστέψεις τι έγινε!»
    «Τι έγινε;», είπε η κ.Τασία και άστραψαν τα μάτια της.
    «Ο Αντρέας πήρε τη Ρήνη της σιόρας Επιστήμης και την έκλεψε. Πριν λίγο πέρασαν και από πίσω τους η Επιστήμη έτρεχε να τους πιάσει, η δόλια τι τραβάει και αυτή» , απάντησε η κ.Γεωργία.
    «Εγώ στη θέση της δεν θα το κουνούσα ρούπι από το σπίτι για να φυλάω την μικρή»
    «Ναι, αλλά δεν γίνεται να μην βγει έξω, αφού ο άντρας της είναι τεμπέλης», είπε και
    Αναστέναξε η κ.Γεωργία.
    «Να δεις που αυτός θα θέλει την προίκα και της μικρής κόρης και τώρα θα τους εκβιάζει για να την παντρευτεί τη Ρήνη την καημένη», είπε η κ.Τασία σκεπτική.
    Αφού οι δύο φίλες τα είπαν η κ. Γεωργία κίνησε να φύγει για το σπίτι της.
    «Δεν βαριέσαι», είπε «όπου φτωχός και η μοίρα του»….

  13. Η κυρία Επιστήμη βρισκόταν στην δουλειά της αργά το απόγευμα και στο σπίτι της ήξερε πως την περίμενε μονάχη η κόρη της η Ρηνή στο σπίτι. Μα καθώς σχόλασε, στον δρόμο του γυρισμού συνάντησε μια γειτόνισσά της. Εκείνη όταν την είδε την πλησίασε να της μιλήσει κάπως αγχωμένη. Αφού χαιρέτησαν η μία την άλλη η γειτόνισσα είπε στην Επιστήμη πως είδε την κόρη της με έναν νεαρό άνδρα να μαζεύουν αντικείμενα της Ρηνής καθώς ετοιμάζονταν να φύγουν από το σπίτι. Εκείνη, όταν έφυγαν με το αυτοκίνητο τους ακολούθησε και είδε την πολυκατοικία στην οποία μπήκαν. Έτσι δεν έχασε καιρό, μπήκε στο αμάξι της και έκανε γρήγορα μήπως προλάβει το κακό. Κατευθύνθηκε προς την διεύθυνση που της είπε η γειτόνισσά της. Το μόνο που σκέφτηκε ήταν πως είχε φύγει με τον Αντρέα, έναν νεαρό που έβγαιναν μερικούς μήνες, τον οποίο η κυρία Επιστήμη δεν συμπαθούσε εξαιτίας του χαρακτήρα του και δεν ήθελε να παντρευτούν με την κόρη της. Όταν έφτασε στην διεύθυνση άρχισε να κτυπάει το κουδούνι και καθώς δεν έβλεπε ανταπόκριση πήρε και τηλέφωνο. Μετά από ώρα της μίλησε στο θυροτηλέφωνο ο Αντρέας και της ανακοίνωσε πως θα συζήσει την Ρηνή χωρίς να τον νοιάζει η άποψή της. Έτσι η κυρία Επιστήμη κατάλαβε πως δεν πρόλαβε το κακό, η κόρη της είχε εμπιστευτεί αυτόν τον ακατάλληλο άνθρπωπο. Πήγε σπίτι της βαθιά απογοητευμένη χωρίς να ξέρει, αν θα ξανά μιλήσει με την κόρη της και ποια δυστυχία στο μέλλον, εξαιτίας αυτής της κατάστασης.

  14. Η νύχτα είχε πέσει και καθόμουν στο κατώφλι του σπιτιού μου απολαμβάνοντας την ησυχία που συνόδευε τις ώρες αυτές. Ήξερα καλά τη σιόρα Επιστήμη, μια εργατική γυναίκα, με τα χέρια της πάντα γεμάτα από δουλειά και τα όνειρά της να αναζητούν έναν καλύτερο κόσμο για την κόρη της, τη Ρήνη. Είχα παρατηρήσει τη σχέση της με τον Αντρέα, αλλά ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα φτάνανε σε αυτό το σημείο, ότι δηλαδή θα την έπαιρνε απ’το σπίτι της αστεφάνωτη, για να τη σπιτώσει .

    Ἀκουσα βήματα, ήταν της Επιστήμης, την είδα να έρχεται, βιαστική και ανήσυχη. Κάτι δεν πήγαινε καλά, μάλλον είχε πληροφορηθεί την είδηση. Την σταμάτησα, ανησυχώντας για την κατάστασή της.

    «Θα ερχόμουνα να σ’ εύρω στο εργοστάσιο».

    Έβλεπα τον τρόμο να της καταλαμβάνει το πρόσωπο. Με τη φωνή της αχνή με ρώτησε «την επήρε;». Της απάντησα καταφατικά και για μια στιγμή ο κόσμος γύρω μας φάνηκε να καταρρέει.

    Η αντίδραση της ήταν αναμενόμενη. Άρχισε να σκέφτεται, να συνειδητοποιεί, και η οργή της φούντωσε. Έπρεπε να τρέξει, να προφτάσει τον Αντρέα και τη Ρήνη πριν ήταν πολύ αργά. Ήξερα ότι η έκφρασή της δεν ήταν μόνο απόγνωση, αλλά και η δύναμη μιας μάνας που δεν θα άφηνε τίποτα να καταστρέψει την ευτυχία της κόρης της.

    Και τότε την είδα να φεύγει, να τρέχει όπως ποτέ άλλοτε, απερίσκεπτη και γεμάτη αγωνία. Η εικόνα της καθώς έσπρωχνε τον κόσμο γύρω της, μου έχει εντυπωθεί.

    Πέρασαν μερικά λεπτά, αλλά η ανησυχία μου δεν με άφησε σε ησυχία. Οι φωνές της ηχούσαν ακόμα στα αυτιά μου. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, καθώς συνειδητοποίησα ότι η κατάσταση ήταν πιο σοβαρή απ’ ότι φανταζόμουν. Η Ρήνη κινδύνευε και η σιόρα Επιστήμη δεν θα σταματούσε μέχρι να την βρει.

    Δυστυχώς, όταν τελικά έφτασε στο σπίτι του Αντρέα, η ατμόσφαιρα ήταν βαριά. Η σιόρα Επιστήμη χτυπούσε την πόρτα, φωνάζοντας με όλη της τη δύναμη. Ήταν μανιασμένη, όπως μια μητέρα που προσπαθεί να σώσει το παιδί της από την καταστροφή. Το βλέμμα της έδειχνε απελπισία, αλλά και αποφασιστικότητα.

    Όταν άνοιξε το παράθυρο, είδα τη Ρήνη να κλαίει. Αν και με λύπη, ήταν σα να με ρωτούσε «Γιατί;». Η κατάσταση είχε φτάσει σε ένα κρίσιμο σημείο. Ο Αντρέας, αναστατωμένος,αλλά αποφασισμένος, δήλωσε ότι η Ρήνη ήταν γυναίκα του. Η σιόρα Επιστήμη, σπασμένη, κατέρρευσε, και η όλη γειτονιά παρακολουθούσε την τραγική σκηνή με βαριά καρδιά.

    Η καρδιά μου βούλιαξε καθώς παρακολουθούσα τη γυναίκα που ήξερα να φεύγει από το σπίτι με δάκρυα στα μάτια. Η Ρήνη, ωστόσο, φαινόταν να βρίσκει κάποια παρηγοριά στην αγκαλιά του Αντρέα.

    Η ζωή προχωρούσε, αλλά η νύχτα είχε αφήσει τις σκιές της στην ψυχή μου. Ναι, η αγάπη μπορεί να είναι σφοδρή, αλλά η απώλεια μπορεί να είναι καταστροφική.

  15. Καθώς καθόμουν στην αυλή και απολάμβανα την ησυχία που επικρατούσε, ξαφνικά βλέπω τον Αντρέα να μπαίνει στο σπίτι της γειτόνισσας μου της σιόρας Επιστήμης και να παίρνει την κόρη της, την Ρήνη και να την πηγαίνει σπίτι του. Λίγο μετά αφού έφυγαν θεώρησα σωστό πώς έπρεπε να ενημερώσω την σιόρα Επιστήμη για όσα είχαν συμβεί. Εκεί που είμαι έτοιμη να πάω στο εργοστάσιο που δουλεύει,την βλέπω να έρχεται. Έτσι την χαιρετάω και της λέω τι είχε γίνει. Εκείνη πάγωσε και πανικόβλητη άρχισε να τρέχει με την ελπίδα να τους φτάσει. Εγώ την ακολούθησα, γιατί φοβήθηκα, καθώς δεν την είχα ξαναδεί έτσι. Όταν τελικά έφτασε στο σπίτι του Αντρέα, χτύπησε την πόρτα, αλλά δεν άνοιξε κάνεις, τότε σκέφτηκε ότι δεν θα ήταν εκεί. Κοίταξε γύρω της και είδε τον μπάρμπα του Αντρέα και ταραγμένη που ήταν καθώς έψαχνε εξηγήσεις, πηγαίνει προς το μέρος του και τον ρωτάειQ «Σπύρο, που είναι ο Αντρέας;» Εκείνος την κορόιδεψε. Δεν της απάντησε στην ερώτηση που του έκανε, αντιθέτως την ρώτησε μήπως είναι άρρωστη. Όταν είδε πως συνέχιζε να μην της απαντάει, φωνάζει και του λέει «Πού είναι;» Αλλά πάλι δεν απάντησε. Εκείνη, έπεσε στα γόνατα μπροστά από την πόρτα του σπιτιού του Αντρέα, χτύπησε με όλη της την δύναμη και φώναξε «Ανοίξτε, επάνω είστε» αλλά δεν πήρε απάντηση. Μετά από λίγο άνοιξε το παράθυρο ο Αντρέας και η Επιστήμη τον βλέπει και όταν βλέπει ότι είναι πίσω του η κόρη της αρχίζει να της φωνάζει και να λέει «Έλα σπίτι μας, δεν θα σου κάνω τίποτα». Εκείνη δεν απάντησε. Ο Αντρέας ταραγμένος καθώς ήταν λέει στην Επιστήμη «η Ρήνη είναι γυναίκα που θέλω να παντρευτώ». Η Επιστήμη όταν το άκουσε αυτό σωριάστηκε στο πάτωμα. Αφού σηκώθηκε, από την ντροπή της κάλυψε το πρόσωπο της με το μαντήλι της. Εκεί που πήγαινε να φύγει τους λέει «Δεν θα σας δώσω πάρα μόνο τα τριακόσια τάλαρα που είχε η Ρήνη σαν προίκα». Εκείνος της απάντησε «Δεν θέλω τίποτα». Η Επιστήμη έφυγε….. Όλη η γειτονιά μιλούσε για αυτό, πολύ την λυπήθηκα γι” αυτό το ρεζίλεμα που της έκαμε το κορίτσι της. Ο Αντρέας άνδρας είναι, δεν θα πάθει και τίποτα, η Ρήνη της όμως, αν δεν τηνε παντρευτεί ο Αντρέας, πάει χάθηκε….

  16. Δεν είχε περάσει αρκετή ώρα αφότου είχε νυχτώσει,γυρνούσα κουρασμένος από το χωράφι όπου δούλευα και ξαφνικά καθώς περνούσα έξω από το σπίτι της σιόρας Επιστήμης, είδα τον Αντρέα να παίρνει την κόρη της την Ρήνη.Χωρίς κανένα δισταγμό,έτρεξα με όση δύναμη μου είχε μείνει στο εργοστάσιο όπου δούλευε η σιόρα Επιστήμη προκειμένου να την ενημερώσω για αυτό που είδα.Μόλις έφτασα και της είπα τι έγινε η Επιστήμη άσπρισε από το άγχος της και ήταν έτοιμη να χάσει τις αισθήσεις της.Αφότου πέρασαν λίγα λεπτά συνήλθε και άρχισε να τρέχει σαν δαίμονας σπρώχνοντας όποιον έβρισκε στον διάβα της για να φτάσει γρήγορα στο σπίτι το Ανδρέα. Αρκετές ώρες μετά το περιστατικό, καθώς κοιμόμουν,ξαφνικά ακούω κάποιον να χτυπά την πόρτα του σπιτιού μου.Ήταν η σιόρα Επιστήμη,βουρκωμένη και εξουθενωμένη μου είπε όλα όσα έγιναν στο σπίτι του Ανδρέα καθώς και την απόφαση του να παντρευτεί την Ρήνη χωρίς χρήματα.Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα παρά μόνο να την παρηγορήσω για το κακό που τη βρήκε λέγοντάς της πως ο Ανδρέας δέχτηκε τη Ρήνη χωρίς προίκα, αλλά φάνηκε να μην ήταν αυτό που την ανησυχούσε πραγματικά..Ειλικρινά, όμως, και εγώ δεν πίστευα τα «παρηγορητικά» λόγια που της έλεγα. Πώς μπορούσε να ξεπλυθεί αυτή η ντροπή που της έκαμε η Ρήνη, με τι πρόσωπο θα κυκλοφορουσε στην κοινωνία. Ο Θεός να φυλάει μακριά από μας τέτοιες καταστάσεις…

Σχολιάστε

Top