Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Η τιμή και το χρήμα

Η τιμή και το χρήμα

Η ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ

ΗΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1914

«Στην Τιμή και το Χρήμα —το πρώτο κατά χρονολογική σειρά μεγάλο διήγημα του Κ. Θεοτόκη, περιγράφεται η γενική κατάσταση και οι άνθρωποι στο κερκυραϊκό προάστιο, το Μαντούκι στην αρχή του 20ου αιώνα. …

 

VII

Και δέν είχαν περάσει παρά λίγα λεφτά της ώρας, άπ” όταν οι δύο νέοι είχαν φύγει, πού η σιόρα Επιστήμη εγύριζε, σαν κάθε βράδυ, βιαστική στο σπίτι της. Μά απόψε, στην άκρη του καντουνιού, κάτου από ένα φανάρι, ή γειτόνισσά της την έσταμάτησε.

«Ερχόμουνα να σ” εύρω στο εργοστάσιο», της είπε ή Κωνσταντίνα χωρίς να καλησπερίσει- «σου την έσήκωσε, τώρα, τώρα».

«Ποιάνε; τί;» ερώτησε αχνίζοντας.

«Τή Ρήνη σου, ό Αντρέας, καημένη Επιστήμη!»

Τό μυαλό της έταράχτηκε, άκουσε στ” αυτιά της μία βουή σα νά επετούσαν τριγύρου της χιλιάδες μέλισσες, τα σπίτια, ο δρόμος, τ” αστέρια της εφανήκαν πως γυρίζουν. Θολούρα και σκοτούρα εκυρίεψε το λογικό της. Έμεινε καμπόσες στιγμές σαν καρφωμένη στον τόπο της, και η καρδιά της ωοτόσο δυνατά εχτυπούσε, και της εφάνηκε τέλος πως όλα τα πάντα εβυθιζόνταν κάτου από τα πόδια της στο χάος, και πως αμέσως τότες έπρεπε νά πεθάνει.

«Κουράγιο», της είπε η γειτόνισσα πονεμένη, βλέποντας την ταραχή της.

«Τη Ρήνη μου;» είπε με αδύνατη φωνή και με αχνότατο χείλι.

«Ναι».

Τώρα η κυρά Επιστήμη άξαφνα ερεθίστηκε: «Πάλε», είπε, «αυτός ό μεθύ­στακας τα φταίει! Μ” έτρωε το φίδι, και του τόπα να προσέχει. Μα του κάκου! Τώρα το κακό εγίνηκε!» Και με τρομάρα επρόσθεσε : «Ω θα μας γδάρει!»

Μα ολομεμιάς μία αχτίδα ελπίδας έφεξε στο μυαλό της : «Τώρα τώρα, είπες;» ερώτησε.

«Δεν είναι δύο λεφτά· αν ένας τρέξει τους βρίσκει στο δρόμο.» Ανάσανε βαθειά. Όλο το είναι της τής έλεγε να τρέξει, να τους προφτάσει, να την πάρει οπίσω, πριν την κάμει γυναίκα του, να του την αρπάξει, οχι για να μην του τη δώσει πια, μα για να γλυτώσει το σπίτι της, το καημένο, το χρήμα που τοχε συνάξει φράγκο-φράγκο, δεκάρα-δεκάρα, δουλεύοντας όλη της τη ζωή με τα τίμια της τα χέρια· το καταλάβαινε τώρα, τα πάντα έκιντύνευαν, γιατί ο Αντρέας δε θα στεφάνωνε τη θυγατέρα της, α δεν τούδινε πρώτα όσα της είχε ζητήσει, ή και περσότερα ακόμη· γ’ αυτό της την είχε κλέψει.

Κι όλοι τούτοι οι στοχασμοί είχαν περάσει απ” τό μυαλό της μέ τή γληγοράδα της αστραπής, όπως μας έρχονται πάντα οι ιδέες, κατακλυσμός, στες μεγάλες στιγμές της ζωής μας. Και χωρίς να συλλογιστεί αποφάσισε να τρέξει.

Κ” έτρεχε τώρα το μεγάλον το δρόμο του προαστείου, σπρώχνοντας τους ανθρώπους, ρίχνοντας τα παιδιά που ευρίσκονταν μπροστά της, αδιάφορη που την εκοίταζαν με περιέργεια από τα μαγαζιά οι μαγαζάτορες κι ο κόσμος στο δρόμο. Να προφτάσει. Κ” έτρεχε. Κι όσο οι στιγμές περνούσαν, περσότερο εβιαζότουν. Ω τώρα ο Αντρέας θα την ανέβαζε σπίτι του- δε θα πρόφτανε. Ίδρος κρύος της έβρεχε τες παλάμες και το μέτωπο-   η αναπνοή της ήταν κοντή και γλήγορη· η καρδιά της «πάσκιζε να της σπάσει τα στήθια. Κάθε στιγμή άξιζε περσότερο από ένα χρόνο. Ω δε θα πρόφτανε! Κ” έτρεχε. Δύο αμάξια που αντα­μώθηκαν της έφραξαν μία στιγμή το διάβα, κ” εχρειάστηκε να προσμείνει. Η στενοχώρια της επέρσεψε, κ” επέρσεψε κ” επέρσεψε. Κάτι της έσφιξε την καρδιά. «Μωρέ χάνεται άθρωπος», εφώναξε στους αμαξάδες, που δεν την άκουσαν, και μη ξέροντας τι να κάμει κινούσε πάντα τα πόδια της, οά νά  μπορούσε νά προ-χοορέσει μέ τον ψεύτικο βηματισμό! «Ω έχάνονταν στιγμές. Και τι στιγμές! Και το κορίτσι εκιντύνευε. Ίσως τώρα τόβαζε στό κρεββάτι. Ω,ω! «Μωρέ τραβάτε, μωρέ!», ξαναφώναξε.

Τώρα ο δρόμος είχε ελευτερωθει, και γλήγορα όσο εδυνότουν, σα για να κερδίσει το χαμένον καιρό, εβάλθηκε πάλε να τρέχει. Μα η καρδιά της απελπι­σμένα της έλεγε πως δε θα πρόφτανε. «Γλήγορα! γλήγορα!» εσυλλογιζότουν.

Τέλος έφτασε στο σπίτι του Αντρέα- ένα μικρό καλοσυγυρισμένο σπίτι μ” ένα πάτωμα, σ” ένα στενό του προαστίου προς τη θάλασσα. Στο καντούνι καμία ταραχή, καμία ανησυχία, το σπίτι του Αντρέα κατάκλειστο. «Ω δέ θάναι έδω», είπε αγκουσεμένη, παρέτοιμη να δειλιάσει και σταματαίνοντας χωρίς νά ξέρει τι κάνει. Εκοίταξε ολόγυρα της. Στο δίπλα το σπίτι είδε το μπάρμπα του Αντρέα, που εκαθότουν στό κατώφλι του κ” εκάπνιζε αδιάφορα, και του φώναξε :

«Σπύρο, που είναι ο ανιψιός σου;»

Η στενοχοώρια της δεν είχε όρια· εχτύπησε το κεφάλι της με τους γρύθους· «Πού είναι;» εξαναρώτησε.

Ο άλλος χωρίς να βιαστεί ήρθε σιμά της και τήν έκαληοπέρισε ήσυχα. «Ω που είναι;» τούπε άγρια.

«Τι έχεις σιόρα Επιστήμη;» της αποκρίθηκε μ” ένα χαμόγελο· «θάσαι άρρωστη απόψε!»

«Που είναι; λέγε γλήγορα!»

«Να σκεφτώ μία στιγμή».

«Απάνθρωπε,χάνεται άθρωπος»

Ο άλλος ετριψε τα χέρια του. «Θάναι», της είπε αδιάφορος, «στση θειας» του, πέρα στσου Αλιάδες. Μα, κυρά Επιστήμη, για το καλό που σου θέλω, άμε κάλλιο σπίτι σου». Και πονηρά έκλεισε τό ενα μάτι.

Η γυναίκα εκατάλαβε πώς την εγελούσε· και την εκυρίεψε εκείνην τη στιγμή ενας θυμός αψύς. Την επεργελούσε κιόλας η ατιμη η φάρα, και ωστόσο η Θυγατέ­ρα της η κακομοίρα εκιντύνευε, η κιόλας αχ! ήταν χαντακωμένη! Ή οργή την έσπρωχνε να χυμήσει απάνου του, να του ξεσκίσει με τα γράτσουνα το πρόσωπο, να τόνε δαγκάσει, να τόνε πνίξει, σα μανιωμένη λιοντάρισσα, όταν της αρπάζουν τα παιδιά της. Μα θάχανε ώρα με τον ψεύτη. Και σα λάμψη της επέρασε από το νου η ιδέα πως ο Αντρέας είχε φέρει εκεί, στο σπίτι του, τη θυγατέρα της, και πως όλα ήταν ετοιμασμένα και μελετημένα για να τη γελάσουν. Κ” όλη της η μάνητα, ο θυμός, η ενέργεια εστράφηκαν τώρα στην πόρτα. Ερίχτηκε μ” ολητή δύναμη της για να τη χαλάσει, και τη χτυπούσε με τα πόδια, με τα γόνατα, με τους γρόθους, με το κεφάλι, όπως ημπόρειε. Και εφώναζε μ” όλη της τη δύναμη: —«Ανοίχτε! είσαστε απάνου, σκυλιά, τό ξέρω»

Μα η πόρτα δεν άνοιγε. Και η κυρά Επιστήμη εφανταζότουν, τόβλεπε ξά­στερα, σα νάταν οι τοίχοι του σπιτιού διάφανοι και σα νάταν ψηλή τόσο ώστε να φτάνουν τα μάτια της στο πάτωμα τάλλο, τί εγενότουν μέσα. Και δέν άνοιγε.

Και τώρα την εβλεπαν απ” όλα τα παράθυρα, απ” όλες τες πόρτες, ο κόσμος βαρύθυμος, πως εδερνότουν απελπισμένα, αδύνατη, μπροστά στην κλεισμένη την πόρτα που ήταν πάρα στέρεη, και συχνά οι άνθρωποι έλεγαν αναμεταξύ τους: «Η καημένη η μάννα»! Τέλος από το σπίτι του Αντρέα άνοιξε, πάνου από το κεφάλι της, ενα παράθυρο. Κι ολομεμιάς η όργή της έπεσε. Την είχαν ακούσει.

«Έλα μωρή σκύλα, σπίτι μας», είπε με βραχνή φωνή, αδυνατίζοντας έ­πειτα από όλον τον πόλεμο- «δέ σου κάνω τίποτα».

Η Ρήνη έκλαιγε πικρά στο παράθυρο και δεν της απάντησε. Μα αντίς, ο Αντρέας αχνός και ταραγμένος της ειπε με τρεμάμενη φωνή, φοβισμένος σά να πρεπε να κάμει εκείνην τη στιγμή φονικό :

«Είναι γυναίκα μου! Θα τη στεφανώσω»!

«Αχ»! έκαμε η μάννα κ” εσωριάστηκε στο κατώφλι.

Όλος ο κόσμος εσώπαινε υποφέρνοντας της γυναικός τη λύπη, σα να μην είχε όλος παρά μίαν καρδιά που να χτυπούσε στη μέση της δημιουργίας. Όλοι επρόσμεναν το τέλος.

Η κυρά Επιστήμη εσηκωνότουν τώρα ντροπιασμένη· εσκέπασε με το μαν­τίλι του κεφαλιού της όλο το πρόσωπο, και καλανταρίζοντας έπαιρνε πάλι τό δρόμο του σπιτιού της. Μία στιγμή εσταμάτησε και χωρίς να σηκώσει το κεφά­λι, είπε αναστενάζοντας.

«Δε σας δίνω κατάρα· μα ξέρε το, Αντρέα, έχει τρακόσια τάλλαρα, ούτε ενα λεφτό περσότερο- κάμε ό,τι θέλεις».

« Δέ θέλω τίποτα», της απάντησε από το παράθυρο ο νέος που εκείνην τη στιγμή η καρδιά του άνοιξε, χορταμένη αγάπη κ” έτοιμη νά συμπονέσει τη θλίψη κάθε πλασμάτου. « Δέ θέλω τίποτα», είπε.

Η μάννα έφευγε· και τώρα μέσα στα δάκρυα της η Ρήνη εχαμογελούσε παρηγορημένη, και τον αγκάλιασε με πάθος, και τούπε :

«Ω Αντρέα ! Δουλευτάδες είμαστε, ποιόνε έχουμε ανάγκη; »

 

 

Φαντάσου ότι είσαι ο γείτονας/η γειτόνισσα της κ. Επιστήμης. Ξαναγράψε την πιο πάνω ιστορία απ’ τη δική του/της οπτική γωνία.

Εναλλακτικά

Ξαναγράψε την πιο πάνω ιστορία θεωρώντας ως χρόνο κατά τον οποίο εκτυλίσσονται τα γεγονότα όχι το μακρινό 1900.., αλλά το 2024. (Μπορείς να κάνεις οποιεσδήποτε αλλαγές θεωρείς αναγκαίες, ώστε να ανταποκρίνεται στη σύγχρονή σου πραγματικότητα).

Αφήστε το σχόλιο σας στο "Κωνσταντίνος Θεοτόκης, Η τιμή και το χρήμα"

Σχολιάστε

Top