Θανάσης Βαλτινός, Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη (απόσπασμα)

ΝΈΟ

Το Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη» είχε πρωτοδημοσιευτεί στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» το 1964, αλλά εκδόθηκε σε βιβλίο το 1972 από τις εκδόσεις «Κέδρος». Ήταν μια σύντομη νουβέλα, γραμμένη με τη μορφή χρονικού. Στο ένατο αυτό βιβλίο του ο Θανάσης Βαλτινός ασχολείται με τις περιπέτειες ενός ολόκληρου λαού, με σημεία αιχμής τους βαλκανικούς πολέμους, την εκστρατεία στην Ουκρανία και τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Το 1921 ΒΓΗΚΑΜΕ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ. Μήνα Μάιο, του Αγίου Κωνσταντίνου. Μείναμε τρεις μέρες εκεί, στα έμπεδα Χαλκά Μπουνάρ. Ύστερα μας έδιωξαν για Φιλαδέλφεια. Με τα πόδια. Από Φιλαδέλφεια για Αφιόν Καραχισάρ. Απολέμητοι, οι Τούρκοι έφευγαν. Μπήκαμε στο Αφιόν, εγώ δεν μπήκα, οι φαντάροι πλιατσικολόγησαν. Ένας μου έφερε ένα μπαστούνι, είχε ασημένια λαβή. Άλλοι πήραν πράματα αξίας. Εκείνος κράτησε κάτι κουβαρίστρες.

Βάλαν τα καζάνια να φάμε, Ιούλιος μήνας. Ακούγεται μια διάδοση ότι φάνηκε σ” ένα χωριό παραπέρα τούρκικο ιππικό. Εμπρός, συναγερμός. Χύσαμε τα καζάνια χάμω, πάμε στο χωριό. Είχε πάει και πυροβολικό. Ο τόπος σπαρμένος παπαρούνες, αλλά τις είχαν χαρακώσει, το εί­χαν πάρει το δάκρυ. Αφιόνι.

Μόλις φτάσαμε, βάνει το πυροβολικό μερικές οβίδες -δυο κανόνια. Αμέσως πετάγονται από μέσα μια δεκάρια άλογα, αδέσποτα. Βάνει τη φωνή ο υπολοχαγός: Τα πο­λυβόλα, τα πολυβόλα. Ξαφνιάστηκε και οι στρατιώτες τον κορόιδευαν: Τα πολυβόλα, τα πολυβόλα. Τίποτα άλλο δεν φάνηκε. Μπήκαμε στο χωριό, ήμαστουν λόχος ημέρας. Πήγαμε να κάνουμε φυλάκια. Σουρούπωσε, αρχίζουν τότε οι ντουφεκιές από τον μιναρέ του τζαμιού. Ήσαν Τσέτες κρυμμένοι, δεν τους είχαμε καταλάβει. Μας σκοτώθηκαν δυο παιδιά. Βάλαμε φωτιά, το κάψαμε το χωριό.

Την άλλη μέρα λαβαίνουμε διαταγή να κόψουμε την υποχώρηση των Τούρκων από Κιουτάχεια. Είχε πέσει η Κιουτάχεια, έφυγαν οι Τούρκοι. Δυο μεραρχίες. Προχωρήσαμε εμείς προς βορράν, μας χτύπησαν σ” ένα άλλο χωριό. Το κάψαμε. Ήταν ο πρίγκιπας Αντρέας, φωτιά, έλεγε. Και καλά έλεγε.

Μας ξαναχτύπησαν σε μια χαράδρα. Με στέλνει ο λο­χαγός να πιάσω ένα ύψωμα. Διαταγή. Πήρα τη μισή δι­μοιρία, πήγα. Δούλεψε το πολυβόλο. Εγώ κουφάθηκα από τους κρότους. Γυρίζω λίγο παραπίσω, βλέπω τον λοχαγό, μου έφερνε και την υπόλοιπη διμοιρία. Μου λέει, κράτα τους όσο μπορείς και μόλις νυχτώσει να τραβηχτείς, να μας σμίξεις.

Νύχτωσε, τραβιέμαι πίσω. Βρίσκω το τάγμα. Φεύ­γουμε όλη νύχτα, φτάνουμε στο Ουτς Σεράι. Τρεις Πύρ­γοι. Ουτς Σεράι. Εκεί πέσαμε πάνω στις οπισθοχωρού­σες μεραρχίες του Κεμάλ. Άρχισε πρωί πρωί μάχη. Μας ζόρισαν οι Τούρκοι, έκαναν μια κίνηση να μας κλείσουν.

Εκεί τραυματίστηκα. Πήγα να σηκωθώ, δεν το κατά­λαβα. Με είχε πάρει η σφαίρα στο στήθος, 6 Ιουλίου. Δε­ξιά. Κάνω έτσι, έτρεχε το αίμα. Δεν πεταγόταν, κύλαγε. Με έδεσε ένας νοσοκόμος Μπαλωμένος Μανόλης, από Χαλκιδική. Με έδεσε καλά.

Φεύγουμε οι δυο μας να πάμε πίσω. Απαντάμε έναν υπολοχαγό Ζαχαράκη, του λόχου μας. Σε χτύπησαν, μωρέ, οι κερατάδες;

Εκεί ήταν η ταξιαρχία του ιππικού, είχε αφιππεύσει. Μας βλέπει ο διοικητής της.

Πού πας, υπολοχαγέ; Συνοδεύω τον τραυματία. Ο αξιωματικός συνοδεύει τον τραυματία; Εδώ θα πολεμήσουμε, υπολοχαγέ.

Και τον κράτησε εκεί. Συνεχίσαμε εμείς με τον Μπαλωμένο. Φτάσαμε σ” ένα νερό. Είχε δέντρα πολλά, δίψαγα. Λέω του νοσοκόμου, να πιω. Δεν κάνει να πιεις, κυρ λοχία.

Στ0 τέλος με άφησε. Δεν έκανε, ζαλίστηκα, πήγα να πέσω. Στυλώθηκα σ” ένα δέντρο. Μου είχε φτιάξει και λίγο τσάι με κονιάκ. Πέρναγε τότε ένας Αντωνάκος από Άγια Σοφιά, με ένα βλητοφόρο. Το τράβαγαν άλογα. Του λέει ο νοσοκόμος, δεν τον βάζεις απάνω; Και δεν μ” έβαλε, ο μασκαράς. Ρε Στυλιανέ, τίποτα.              “

Γνωριζόμασταν, έφυγε. Φάνηκε τότε ένας του Ορεινού Χειρουργείου. Είχε ένα μουλάρι ξίστρωτο. Μου λέει, μπορείς να κρατηθείς να σε πάρω;

Με βοήθησαν, ανέβηκα στο μουλάρι. Στις ανηφοριές κρατιόμουν με το αριστερό χέρι από τη χαίτη του. Φτάσαμε σ” ένα ξέφωτο. Νύχτωσε πια. Εκεί ένας ταγματάρχης του πυροβολικού μάς μάζευε. Πέρναγαν κάθε τόσο διάφοροι φυγάδες. Όχι δικοί μας μόνο, διάφοροι. Έναν έναν που ξαγνάνταγε τον κράταγε. Είχε μαζεμένους μια κατοστή. Λίγους λίγους θα μας σφάξουν οι Τούρκοι, ρε.

Ξεκινήσαμε από κει, φτάσαμε σ” ένα διάσελο. Είδαμε φώτα κάτω. Έστειλε ο ταγματάρχης ανιχνευτές, γύρισαν, ήταν η 7η Μεραρχία. Κατεβαίνουμε, με βάνουν εμένα στο νοσοκομείο. Πρόχειρο νοσοκομείο σε σκηνές. Δίπλα μου ήταν ένας λοχαγός, πέθανε τη νύχτα.

Βγαίνει μια διαταγή το πρωί να φύγουν οι τραυματίες με τα μεταγωγικά. Για Κιουτάχεια. Βρίσκω ένα μουλάρι. Λωβό αλλά δυνατό. Καβαλάω. Έρχεται ένας γιατρός πνιγμένος στο αίμα.

Μου λέει, με τα μουλάρια θα παν οι βαρέως τραυματίες. Του λέω, και γω βαρέως είμαι, δεν κατεβαίνω. Δεν κατέβηκα.

Πήγαμε σ” ένα χωριό, κοιμηθήκαμε στο τζαμί. Την άλλη μέρα φτάσαμε κοντά στην Κιουτάχεια. Φτάσαμε στον σταθμό του τρένου. Μας περίμεναν εκεί, μας είχαν συσσίτιο.

Πέρναγε ένα ποτάμι, το περάσαμε, καβάλα εγώ. Πήγαμε στο νοσοκομείο. Ήταν το παλιό διοικητήριο, το τοπικό, και το είχαν κάνει νοσοκομείο. Πήγα να με δει ο γιατρός. Ανοίγω μια πόρτα.

Τι έχεις, λοχία; Διαμπερές. Αυτό το βλέπω. Με έψαξε λίγο. Εγώ δεν μπορώ να σε δέσω καλύτερα.

Από την Κιουτάχεια μας πήραν αυτοκίνητα, για Τουμλού Μπουνάρ. Εκεί μπήκαμε στο τρένο. Φτάσαμε στο Ουσάκ, μας κατέβασαν. Στο Ουσάκ ήταν οι φούρνοι της στρατιάς, ήταν το κέντρο διακομιδής των τραυματιών. Βλέπω στον σταθμό ένα μικρό αυτοκίνητο. Οδηγός ο Βασίλης Φαρμάκης από Μεσορράχι Κυνουρίας. Ρε Παναγιώτη.

Με μπάζει μέσα, με πάει στο νοσοκομείο. Απάνω είχε θαλάμους, στο ισόγειο πλάκες. Εκεί να ξαπλώσουμε, στους διαδρόμους.

Το πρωί μας παίρνουν για τη Σμύρνη. Φτάνουμε στη Φιλαδέλφεια. Στο τρένο κόσμος να περιμένει. Κοπέλες με λουλούδια, με μαντιλάκια. Φτάνουμε στη Σμύρνη. Τα πόδια μου κράταγαν. Κατεβαίνω στην πλατφόρμα. Μας πήγαν στο νοσοκομείο.

Έρχεται μια αδερφή με τα λευκά της, ένα κοριτσάκι. Μου λέει, θα σε πλύνω, έπρεπε να γδυθώ. Εγώ ντρεπόμουνα. Της λέω, θα με πλύνεις από τη μέση και πάνω. Γέλασε το καημένο. Μου έδωσε και ένα γλυκό.

Οι τραυματίες ήσαν πολλοί, θα μας διώχναν για Θεσσαλονίκη. Μπήκαμε σε μια μαούνα, να μας πάνε στην Πούντα. Είχε μια σκάλα εκεί, να επιβιβαστούμε. Φτάνουμε στη σκάλα, το πλοίο δεν ήταν έτοιμο. Και μας κράταγαν στον ήλιο. Φωνές, κακό. Οι τραυματίες έχουν και έναν λόγο παραπάνω να διαμαρτύρονται. Ιούλιος μήνας, η Σμύρνη κάμπος.

Ξεκινήσαμε καμιά φορά. Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη. Αμαξάκια στην αποβάθρα με άλογα. Παίρνω ένα, λέω, στο B” Νοσοκομείο. Είχε δυο νοσοκομεία η Θεσσαλονίκη. Το B” το ήξερα.

Το μπιστόλι το είχα στη μέση μου, το φύλαγα μη με πιάναν οι Τούρκοι, να σκοτωθώ. Στο νοσοκομείο με λένε, θα παραδώσεις το όπλο. To παράδωσα. Θα κόψεις και τα μαλλιά σου, μου λέει ένας υπίατρος. Λέω, δεν τα κόβω τα μαλλιά.

Μου λύσανε το τραύμα. Όπως με είχε δέσει ο Μπαλωμένος από την αρχή. Είχε θρέψει η πληγή. Διαμπερές τραύμα και είχε θρέψει.

Μου έδωσαν μια άδεια τριάντα πέντε ημέρες, κι αυτό ήτανε.

Δεν ξαναπήγα στον στρατό.

 

Αφήστε το σχόλιο σας στο "Θανάσης Βαλτινός, Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη (απόσπασμα)"

Σχολιάστε

Top