Θα προσπαθήσω να σας αφηγηθώ ένα παραμύθι που μας έλεγε η γιαγιά μου, σε μένα , την αδελφή μου και τα ξαδέλφια μου, πριν πολλά χρόνια, τότε που μαζευόμασταν στο χωριό κατά τις διακοπές των Χριστουγέννων και προσπαθούσαμε να κοιμηθούμε όλοι μαζί σ΄ ένα δωμάτιο. Όμορφα χρόνια, με ανεμελιά και αθωότητα. Τη γιαγιά την έπαιρνε ο ύπνος ενδιάμεσα και μεις φωνάζαμε : » Ξύπνα, γιαγιά! Τι γίνεται μετά;». Πέρασαν όμως πολλά χρόνια από τότε και πολλές λεπτομέρειες έχουν σβηστεί από τη μνήμη μου. Πρόκειται για παραλλαγή του λαϊκού παραμυθιού » Η Κάλλω και οι καλικάντζαροι «. Η ιστορία λοιπόν πήγαινε κάπως έτσι:
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια όμορφη, προκομμένη και καλόψυχη κοπέλα, που την έλεγαν Μάρω. Η Μάρω ήταν ορφανή από γονείς και έμενε με την μητριά της, μια κακιά και φθονερή γυναίκα και την κόρη της μητριάς, την Κάλω, που ήταν τεμπέλα και στριμμένη. Μα φυσικά , η μητριά είχε την κόρη της στα όπα όπα , ενώ δεν έχανε ευκαιρία να μαλώνει τη Μάρω και να την φορτώνει του κόσμου τις δουλειές. Κάποια χρονιά, λοιπόν, παραμονή Χριστουγέννων της έδωσε εντολή να πάει στο μύλο, για να αλέσει.
– Μάνα, είναι νύχτα και καταχείμωνο. Φοβάμαι μόνη. Άσε που΄ ν΄ και Παραμονή, παρακάλεσε η Μάρω.
–Θα πας. Δεν ακώ κβέντα, απάντησε άγρια η μητριά.
Τι να κάνει κι η Μάρω, ετοίμασε το γαϊδουράκι, το φόρτωσε τα σακιά με το σιτάρι και ξεκίνησε για τον μύλο. Στο δρόμο σκεφτόταν πως ξημερώνοντας Χριστούγεννα βγαίνουν τα παγανά κι έτρεμε απ΄ το κρύο κι απ΄ τον φόβο μαζί. Φτάνει επιτέλους στον μύλο και δίνει τα σακιά στον μυλωνά για να αλέσει το σιτάρι. Εκείνος όμως είχε πολλή δουλειά κι έτσι η Μάρω έπρεπε να περιμένει. Όσο περίμενε σκέφτηκε να ψήσει λίγο κρεατάκι , να φάει, να στηλωθεί , γιατί ήταν νηστικιά πολλές ώρες. Έβαλε μια μικρή σούβλα με κοψίδια στη φωτιά και πυρωνόταν. Ξαφνικά, πετάγεται απ΄ το πουθενά ένας καλικάντζαρος, μαύρος σαν πίσσα , κάθεται δίπλα της και χώνει στη φωτιά μια σούβλα μπακακάκια.
–Το θκόμ λπών΄, το θκοσ δε λπών΄, της είπε πονηρά κι απότομα. (λιπώνει: έχει λίπος)
–Λπών΄ και τι δικόσ΄ καλικάντζαρε μ΄, απάντησε θαρρετά και ευγενικά η Μάρω.
–Με παίρνς γι΄άντρα; τη ρωτάει εκείνος αιφνιδιαστικά.
–Σι παίρνω, γιατί δε σι παίρνω; είπε η Μάρω γλυκά.
–Τι θες να σ΄ φέρω;
–Μερτζαμίγκλα, απαντάει η Μάρω προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο.
Φεύγει ο καλικάντζαρος να πάει να βρει μερτζαμίγκλα. Ψάχνει από δω, ψάχνει από κει, πουθενά μερτζαμίγκλα. Γυρίζει πίσω φέρνοντας ρούχα μεταξωτά, φουστάνια κεντημένα με χρυσοκλωστή, πασουμάκια πανάκριβα και τα αφήνει μπροστά στα πόδια της.
– Δεν ήφερες τη μερτζαμίγκλα, του είπε η Μάρω απορημένη.
Κίνησε πάλι ο καλικάντζαρος να βρει τη μερτζαμίγκλα. Ρωτάει από δω, ρωτάει από κει, πουθενά μερτζαμίγκλα. Γυρίζει πίσω φορτωμένος διαμαντικά, χρυσαφικά, βραχιόλια, σκουλαρίκια και γιορντάνια ένα σωρό. Πάλι απογοητεύτηκε η Μάρω που δεν της έφερε τη μερτζαμίγκλα. Ε, την τρίτη φορά που ΄φυγε πάλι ο καλικάντζαρος, η Μάρω είχε πια αποσώσει με το άλεσμα. Φορτώνει στο γαϊδούρι το αλεύρι κι όλα τα πολύτιμα δώρα, σκεπάζεται και με μια μαντανία και φεύγει βιαστικά απ΄ τον μύλο. Στο δρόμο να” σου ο καλικάντζαρος που γύριζε. Κι αναρωτήθηκε βλέποντας το γαϊδούρι και το παράξενο φορτίο του
–Να η μια μεριά, να κι η άλλη, να και το πανωσάμαρο. Πάλι η Μάρω στο ζωριό. Και συνέχισε τον δρόμο του για τον μύλο. Έτσι ξεγελάστηκε και η Μάρω γλύτωσε. Φτάνοντας πια στο σπίτι φώναζαν τα σκυλιά που την ήξεραν και την αγαπούσαν:
–Έρχεται η Μάρω μας φορτωμέν” στα πούπλα!
Άκουσε τα σκυλιά η μητριά, βγαίνει έξω και τι να δει; Όχι μόνο γύρισε η Μάρω ,αλλά έλαμπε στα χρυσάφια και στα μετάξια. Το και το τους διηγήθηκε η Μάρω τι έγινε στο μύλο. Και η ζηλιάρα μητριά είπε στην κόρη της
–Να πας κι σι , Κάλω μ΄ στου μύλο .
Πράγματι, ετοίμασε πάλι το γαϊδουράκι και την έστειλε στο μύλο. Όπως είχε κάνει η Μάρω έβαλε στη φωτιά το κοντοσούβλι, να το ψήσει. Πάλι πετιέται ο καλικάντζαρος και βάζει κι αυτός τη σούβλα με τα μπακακάκια.
–Το θκόμ λπών΄, το θκοσ δε λπών΄, της είπε .
–Λπών΄ και τι δικόσ΄ καλικάντζαρε μ΄, απάντησε βιαστικά η Κάλω με χοντρή φωνή.
–Με παίρνς γι΄άντρα; τη ρωτάει εκείνος .
–Σι παίρνω, γιατί δε σι παίρνω; είπε η Κάλω αδιάφορα.
–Τι θες να σ΄ φέρω;
–Θέλω τα λούσα κι τα χρυσάφια που΄ δωκες και στη Μάρω.
Μα κι ο καλικάντζαρος μπορούσε να καταλάβει πόσο συμφεροντολόγα και στριμμένη ήταν. Γι΄ αυτό την τύλιξε με το τομάρι ενός ζώου που είχε γδάρει, με τις βρωμιές και με τα αίματα, την έβαλε πάνω στο γαϊδούρι και της έστριψε το κεφάλι, έτσι που η Κάλω να κοιτάζει τα καπούλια του ζώου. Φτάνοντας στο σπίτι άρχισαν να αλυχτάνε τα σκυλιά και να φωνάζουν:
–Έρχεται τώρα η Κάλω στραβοτζανιασμέν΄.
–Λύσσα να σας μασ΄, είπε θυμωμένη η μητριά. Κατεβαίνει και τι να δει; Της Κάλως το κεφάλι κοίταγε προς τα πίσω κι αντί για χρυσαφικά ήτανε μες στη βρώμα και τα αίματα.
Μετά από αυτό το πάθημα η μητριά σκύλιασε απ΄ το κακό της περισσότερο και βάλθηκε να κάνει τη Μάρω να υποφέρει. Μα η καλή κι ευγενική Μάρω δεν βαρυγκομούσε. Κι επειδή η ομορφιά κι η καλοσύνη δεν κρύβονται, την είδε ένα καλό παλικάρι απ΄το διπλανό χωριό και ζήτησε να την παντρευτεί. Τη μέρα που είχε οριστεί ο γάμος η κακόψυχη μητριά έβαλε σε εφαρμογή το πονηρό της σχέδιο.
–Σήκω να πας στ΄ αμπέλι να κλαδέψεις, διάταξε τη Μάρω.
–Μάνα, σήμερα παντρεύομαι! Στ΄ αμπέλ” θα πάω;
– Ναι, ναι, θα πας και θα πεις κι ένα τραγούδ΄ , της είπε η κακίστρω.
Τι να κάνει η Μάρω; Υπάκουσε. Κι ενώ αυτή πήγαινε στο αμπέλι, έρχονταν τα συμπεθέρια να πάρουνε τη νύφη.
Βάζει τότε κι η μητριά σε εφαρμογή το πανούργο σχέδιό της. Ντύνει την Κάλω νύφη με τα μεταξωτά της Μάρως, τη στολίζει με τα χρυσαφικά της και τη σκεπάζει με ένα πέπλο μακρύ να μη φαίνεται το κεφάλι της. Έτσι σκέπαζαν τις νύφες τα παλιά τα χρόνια. Κι η Κάλω ξεκίνησε με τα συμπεθεριά για το χωριό του γαμπρού. Περνώντας όμως απ” το αμπέλι φώναζε η Μάρω που τους είδε:
–Η όμορφη στ” αμπέλ” κι η στραβοτζανιασμέν” στα πούπλα.
–Τι λέει τούτ” ωρέ; απόρησαν οι συνοδοί της νύφης. –Για να δούμε τη νύφη. Ξεσκεπάζουνε τη νύφη και τι να δούνε : την Κάλω στραβοτζανιασμένη. Την πετάνε τότε κάτω απ” τ” άλογο ,πάνε στ” αμπέλι και παίρνουνε τη Μάρω και την πάντρεψαν. Αυτή έζησε καλά όπως της άξιζε κι μητριά με την Κάλω έμειναν με την κακία τους.-
