Μια μέρα σε ένα κοτέτσι κάποιες κότες συζητούσαν.
-Παρδάλω, τα έμαθες για τη Ριρή;
-Όχι, Κική μου, τι έγινε;
-Να, η Ριρή θέλει να πάει μες στο δάσος.
-Καλά τρελή είναι; Αφού το ξέρει ότι θα τη φάνε οι αλεπούδες. Επίσης δεν υπάρχει τρόπος να φύγει από το κοτέτσι. Πες της ότι είναι αδύνατο.
- Της το είπα, αλλά αυτή είναι ανένδοτη. Ήρθα σε σένα λοιπόν, για να προσπαθήσουμε να τη μεταπείσουμε μαζί.
- Εντάξει, φώναξε και τις άλλες κότες και πάμε να της μιλήσουμε.
Έτσι λοιπόν, η Κική η Παρδάλω και οι άλλες κότες πλησιάζουν τη Ριρή, η οποία έπινε νερό.
- Ήρθαμε να σου πούμε να μην πας στο δάσος, γιατί θα σε φάνε οι αλεπούδες και το ξέρεις και εσύ ότι είναι επικίνδυνο.
- Εντάξει Παρδάλω μου, δεν θα πάω στο δάσος, έχεις δίκιο είναι επικίνδυνο.
Τότε οι κότες απομακρύνθηκαν πιστεύοντας ότι έπεισαν τη Ριρή και μάλιστα η παρδαλό ήταν η πιο περήφανη. Πού να ‘ξερε όμως ότι η Ριρή ακόμη σκόπευε να πάει στο δάσος, γιατί ήταν το όνειρό της από μικρό αυγό. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν το πώς θα έφευγε από το κοτέτσι. Το σχέδιό της ήταν να φύγει όταν θα άνοιγε ο παππούς την πόρτα για να τις ταΐσει.
Μόλις σκοτείνιασε, ο παππούς πήγε στο κοτέτσι για το καθιερωμένο τάισμα. Τότε η Ριρή βρήκε την ευκαιρία και πέρασε δίπλα από τον παππού, χωρίς να την καταλάβει, όσο εκείνος ήταν απασχολημένος με το να μιλάει στις κότες του. “Κοτούλες μου! ήρθε το φαγητό” ακούστηκε ο παππούς. Η Ριρή για μια στιγμή δίστασε, γιατί αγαπούσε τον παππού και ήξερε ότι μπορεί να χαθεί στο δάσος και να μην τον ξαναδεί. Τελικά όμως έβαλε λίγο φαγητό κάτω από το φτερό της και αποφάσισε να βγει από το κοτέτσι για να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα.
Μετά από κάμποση ώρα περπατήματος η Ριρή έφτασε στο δάσος. Δεν είχε ξαναπάει στο δάσος και πόσο μάλλον τη νύχτα. Άκουγε παράξενους θορύβους, τα ουρλιαχτά των λύκων ακόμη και το θρόισμα των φύλλων ήταν τρομακτικό. Η Ριρή είχε κουραστεί πολύ από το περπάτημα και αποφάσισε να περάσει τη νύχτα στις ρίζες ενός τεράστιου δέντρου.
Δεν είχε ξημερώσει καλά καλά όταν η Ριρή ξύπνησε απότομα από κλάματα και ουρλιαχτά και αποφάσισε να πάει να δει ποιος κλαίει.
Καθώς πλησίαζε κρυβόταν στους θάμνους γιατί φοβόταν και λίγο. Τότε είδε μια αλεπού να κλαίει και να μην μπορεί να περπατήσει. Η Ριρή πλησίασε σιγά σιγά την αλεπού για να δει τι έπαθε. Κατάλαβε ότι είχε μπει ένα μεγάλο αγκάθι στο πόδι της. Χωρίς δεύτερη σκέψη η Ριρή τράβηξε το αγκάθι με το ράμφος της. Η αλεπού έκπληκτη της είπε:
- Γιατί με βοήθησες;
- Μα, επειδή ήσουν τραυματισμένη και χρειαζόσουν βοήθεια, φυσικά.
- Ναι, αλλά ξέρεις ότι είμαστε εχθροί και μπορώ να σε φάω.
- Το ξέρω, όμως δεν ήθελα να κάνω τα στραβά μάτια, ενώ είδα ότι είχες χτυπήσει. Και να θες να με φας δεν μπορείς τώρα, γιατί έχεις την πληγή.
Τότε η Ριρή είδε ότι η αλεπού αιμορραγούσε πολύ και της είπε:
- Περίμενε εδώ. Έρχομαι σε λίγο.
Η Ριρή σχεδόν πέταξε απ’ τη βιασύνη της. Πήγε, βρήκε διάφορα φύλλα και γύρισε μασώντας τα. Τα έβαλε πάνω στην πληγή της αλεπούς και μετά της είπε:
-Με αυτό θα κλείσει η πληγή σου και δεν θα χάσεις άλλο αίμα.
-Σε ευχαριστώ πολύ. Με λένε Λίζα, εσένα πώς σε λένε;
- Χάρηκα. Με λένε Ριρή.
-Ριρή μιας που με βοήθησες, θέλεις να έρθεις στο σπίτι μου να φάμε;
- Δεν θα με φας, έτσι;
- Όχι δεν θα σε φάω, αφού με έσωσες.
Έτσι η κότα και η αλεπού πήγαν στη φωλιά της αλεπούς και έφαγαν, ήπιαν, έγιναν φίλες και κοιμήθηκαν μαζί. Το επόμενο πρωί οι δύο φίλες συζητούσαν.
-Ριρή, γιατί ήρθες στο δάσος;
- Γιατί από μικρό αυγό ήταν το όνειρο μου να δω το δάσος.
- Ναι, αλλά το δάσος είναι επικίνδυνο.
- Το ξέρω Λίζα. Από την άλλη όμως, δεν είναι όλες οι ιστορίες που έχω ακούσει αλήθεια. Ήθελα λοιπόν να δω την πραγματικότητα μόνη μου.
- Είσαι πολύ γενναία Ριρή. Θα ήθελες να έρθεις μαζί μου να δούμε το δάσος και να γνωρίσεις τους φίλους μου;
- Ναι, θέλω πολύ να έρθω.
Η Λίζα και η Ριρή ξεκίνησαν για να εξερευνήσουν το δάσος και η Λίζα σύστησε τη Ριρή στην πρώτη της φίλη, την Πευκολούλα. Η Πευκολούλα ζούσε πολλά χρόνια στο δάσος. Ήταν ένα όμορφο και ψηλό πεύκο και ήταν πολύ ευγενική. Έπειτα, πήγαν στη λίμνη που ήταν πιο βαθιά στο δάσος και ήταν το ωραιότερο μέρος που είχε δει η Ριρή στη ζωή της. Είχε καταγάλανα και καθαρά νερά και ο ήλιος καθρεφτιζόταν πάνω στο νερό. Εκεί γνώρισε και άλλους φίλους της Λίζας, τον βάτραχο, τις πάπιες, μια πεταλούδα και πολλά άλλα ζώα της φύσης.
Η Ριρή πέρασε υπέροχα στη λίμνη. Όταν έδυσε ο ήλιος γύρισαν στη φωλιά της Λίζας και κοιμήθηκαν. Τις επόμενες ημέρες οι δύο φίλες έκαναν πολλές βόλτες. Η Ριρή είδε ολόκληρο το δάσος με τη βοήθεια της Λίζας. Έτσι έκανε το όνειρό της πραγματικότητα.
Μετά από αρκετές μέρες η Ριρή αποφάσισε ότι ήταν καιρός να γυρίσει πίσω στο κοτέτσι, γιατί της έλειπε ο παππούς και οι άλλες κότες. Πήγε λοιπόν να το ανακοινώσει στη Λίζα.
-Λίζα πρέπει να φύγω και να γυρίσω στο κοτέτσι, της είπε.
- Γιατί θες να φύγεις; Δεν περνάς ωραία μαζί μου;
- Περνάω πολύ ωραία, αλλά μου έχουν λείψει οι συγγενείς μου και πρέπει να γυρίσω. Θα έρχομαι όμως να σε βλέπω.
Η Ριρή ξεκίνησε πρωί-πρωί για το κοτέτσι και μετά από πολλή ώρα έφτασε και είδε τον παππού να ταΐζει τις κότες. Ο παππούς μόλις την είδε, έτρεξε να την αγκαλιάσει. Η Ριρή χάρηκε που είδε τον παππού και είπε ιστορίες στις άλλες κότες για όλα όσα είδε. Για το πόσο όμορφο ήταν το δάσος, για τους νέους φίλους που έκανε και φυσικά για τη Λίζα. Την πολύ καλή της φίλη που ενώ η φύση τις έκανε εχθρούς, εκείνες κατάφεραν να γίνουν φίλες. Οι υπόλοιπες κότες παρακολουθούσαν αυτά που τους έλεγε η Ριρή, πότε με αγωνία, πότε με ενθουσιασμό και πότε με τρόμο. Δεν το χωρούσε ο νους τους ότι μπορούσε μια κότα με μια αλεπού να γίνουν φίλες. Κατάλαβαν όμως ότι ο κόσμος είναι διαφορετικός από αυτό που νόμιζαν και ότι πρέπει να κρίνουν και μόνες τους ποιο είναι το σωστό κάποιες φορές.
Η Ριρή δεν ξέχασε ποτέ τη φίλη της και πήγαινε κάθε εβδομάδα στο δάσος. Οι φίλοι της στο δάσος της έμαθαν πώς να αποφεύγει τους κινδύνους και εκείνη με τη σειρά της τα μάθαινε στις υπόλοιπες κότες.
Η φιλία της Ριρής και της Λίζας αν και παράξενη, ήταν πολύ όμορφη και αληθινή. Έμειναν φίλες, ώσπου γέρασαν και οι δύο. Οι δύο τους ήταν το πιο δυνατό παράδειγμα που έδειχνε ότι η καλοσύνη, η αγάπη και η φιλία μπορούν να καταφέρουν τα πάντα.
Συγγραφείς του παραμυθιού η Βασιλική Ν. και η Γεωργία Τ.