ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

skoupidia organa_b2

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

Τα μουσικά όργανα είναι κατασκευάσματα τα οποία, με τον μηχανισμό τους και τις τεχνικές χρήσης τους, χρησιμοποιούνται με σκοπό την παραγωγή μουσικών ήχων. Στην πράξη, κάθε μέσο που μπορεί να παράγει ήχους μπορεί να χαρακτηριστεί ως μουσικό όργανο.

Η εμφάνισή τους τοποθετείται στα πρώτα στάδια του ανθρώπινου πολιτισμού, χωρίς ωστόσο να μπορεί να καθοριστεί ακριβής χρονολογία εμφάνισης του πρώτου οργάνου. Τα πιο παλιά αρχαιολογικά ευρήματα αφορούν κάποιες πρωτόγονες φλογέρες ηλικίας 37.000 ετών, χωρίς όμως να θεωρούνται τα πρώτα όργανα που υπήρχαν.

ΜΕΡΙΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ

Πιάνο

Κιθάρα

Τύμπανα

Τυμπάνια

Ακουστική κιθάρα

Κρουστά

Φλογέρα

Αρμόνιο(πιάνο)

Βιολί

Ηλεκτρική κιθάρα

Μπάσο

Σαξόφωνο

Μπουζούκι

Μπαγλαμάς

Λαούτο

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CF%8C%CF%81%CE%B3%CE%B1%CE%BD%CE%BF

                                                                  ΦΛΟΓΕΡΑ

Η φλογέρα είναι πνευστό μουσικό όργανο. Είναι κυλινδρικό, μακρόστενο, ανοικτό και στα δύο του άκρα, στο ένα άκρο φέρει επιστόμιο που παράγει τις κύριες δονήσεις του ήχου, και κατά μήκος του κυλίνδρου φέρει ευθυγραμμισμένες τρύπες, σε σχετικές αποστάσεις μεταξύ τους, τις οποίες κλείνει και ανοίγει με τα δάχτυλά του ο οργανοπαίκτης καθώς παίζει. Είναι παραδοσιακό μουσικό όργανο που φτιάχνεται από καλάμι ή ξύλο, αλλά και πιο σύγχρονα υλικά πλέον, όπως πλαστικό. Έχει διάφορα μεγέθη και απαντάται με μήκος από 15 ως και 50 περίπου εκατοστά. Η φλογέρα, πέραν του ότι χρησιμοποιείται από τον λαό της ελληνικής υπαίθρου, είναι από τα μουσικά όργανα που διδάσκονται τα παιδιά μουσική στα δημόσια σχολεία.

                                                        ΒΙΟΛΙ

Το βιολί είναι έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με δοξάρι. Έχει 4 χορδές διαφορετικού τονικού ύψους (σολ, ρε, λα, μι), που χορδίζονται κατά διαστήματα πέμπτης και η μουσική του έκταση περιλαμβάνει 44 χρωματικούς φθόγγους. Το βιολί στηρίζεται στον ώμο ενώ με το ένα χέρι ο μουσικός απλώς πιέζει τις χορδές με το να το κρατά καθόλου ενώ με το άλλο κινεί το δοξάρι επάνω στις χορδές. Το βιολί εμφανίστηκε τον 16ο αιώνα ως εξέλιξη του μεσαιωνικού Φιντλ (αγγλ. fiddle), του ιταλικού Λίρα ντα μπράτσο (ιταλ. lira da braccio) και του Ρεμπέκ. Τη σημερινή μορφή του την πήρε κυρίως στην Ιταλία, όπου μεγάλες οικογένειες κατασκευαστών όπως οι Αμάτι, Γκουαρνέρι και Στραντιβάριους, δημιούργησαν θαυμάσιας ακουστικής όργανα που μέχρι και σήμερα θεωρούνται αξεπέραστα. Κατά την εποχή της αναγέννησης δημιουργήθηκαν σημαντικές σχολές βιολιού, που άκμασαν στη Βενετία, τη Μπολόνια, τη Φλωρεντία, τη Ρώμη, και σε άλλες Ιταλικές πόλεις. Τα πρώτα βιολιά χρησιμοποιήθηκαν για την εκτέλεση έργων λαϊκής και χορευτικής μουσικής. Κατά τον 17ο αιώνα το βιολί αντικατέστησε τη βιόλα ντα γκάμπα ως το σημαντικότερο έγχορδο στη μουσική δωματίου. Οι περισσότεροι μεγάλοι συνθέτες έγραψαν μουσική για σόλο βιολί, μεταξύ των οποίων οι δάσκαλοι του Μπαρόκ Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ αλλά και σημαντικοί συνθέτες της κλασικής εποχής όπως οι Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ και Λούντβιχ βαν Μπετόβεν.

ΑΡΜΟΝΙΟ

Το αρμόνιο είναι μουσικό όργανο με πλήκτρα που αντικαθιστά το εκκλησιαστικό όργανο (τεράστιων διαστάσεων) σε σχετικά μικρούς χώρους.

Το αρμόνιο εξωτερικά μοιάζει με το πιάνο, αλλά συνήθως είναι λίγο μικρότερο. Έχει σύστημα εμφύσησης που καταργεί τους αυλούς των εκκλησιαστικών οργάνων. Ο αέρας αποθηκεύεται σε δεξαμενή με ένα ή δύο ποδοκίνητους φυσητήρες και πατώντας τα πλήκτρα θέτει σε κίνηση ελάσματα και παράγει ήχους. Το πάτημα ενός πλήκτρου αντιστοιχεί σε δυο ίδιους φθόγγους διαφορετικών οκτάβων, που ηχούν ταυτόχρονα. Αρμόνια άρχισαν να κατασκευάζονται από τον 12ο αιώνα.

Συνήθως τα αρμόνια διαθέτουν δύο ή τρεις σειρές πλήκτρων και χρησιμοποιούνται για την εκκλησιαστική μουσική.

ΣΑΞΟΦΩΝΟ

Το σαξόφωνο είναι πνευστό μουσικό όργανο κατασκευασμένο από ορείχαλκο και ανήκει στην οικογένεια των ξύλινων πνευστών γιατί ο ήχος του παράγεται από καλάμι. Έχει στόμιο με γλωττίδα, κωνικό σωλήνα και μηχανισμό κλειδιών. Το πρώτο σαξόφωνο το κατασκεύασε από ξύλο ο ωρολογοποιός Ντεφοντενέλ (Defantenel) στο Λιζιέ. Ο πραγματικός δημιουργός, που έδωσε και το όνομά του στο όργανο, είναι ο Βέλγος Αδόλφος Σαξ (Adolphe Sax). Υπάρχουν επτά είδη σαξοφώνου: σοπρανίνο, σοπράνο, άλτο, τενόρο, βαρύτονο, μπάσο και κόντρα μπάσο. Το σαξόφωνο άργησε να επιβληθεί στην κλασική ορχήστρα αν και το είχαν χρησιμοποιήσει, μεταξύ άλλων, ο Ζωρζ Μπιζέ στην Αρλεζιάνα και ο Ζυλ Μασνέ στο Βέρθερο. Χρησιμοποιείται ακόμη σε στρατιωτικές μπάντες και σε ορχήστρες τζαζ, αλλά και σε άλλα είδη όπως η ρέγκε και η σκα.

                                                      ΛΑΟΥΤΟ

Το λαούτο ή λαγούτο, είναι έγχορδο όργανο, που στην ελληνική παραδοσιακή μουσική χρησιμοποιείται κυρίως σαν συνοδεία σε βιολί, λύρα ή άλλα όργανα.

Το λαούτο αποτελεί σύνθεση στοιχείων από την αρχαιοελληνική πανδούρα (μακρύ χέρι). Συγγενεύει με το ούτι αλλά έχει μεγαλύτερο μπράτσο. Κουρδίζεται Μι λα ρε σολ, από κάτω προς τα πάνω. Είναι όργανο υποτιμημένο, ιδιαίτερα στις στεργιανές περιοχές -χρησιμοποιείται όμως αρκετά στα νησιά- παρόλα αυτά οι δυνατότητές του είναι πολύ μεγάλες. Ο δεξιοτέχνης του λαούτου Χρήστος Ζώτος συνέβαλλε στην ανάδειξη του λαούτου δημιουργώντας μια δική του τεχνική.

Η χρήση του είναι πολύ διαδεδομένη στην Κρήτη, όπου συνοδεύει κυρίως την λύρα, καθώς και στην Κύπρο, όπου συνοδεύει συνήθως το βιολί . Πολλές φορές όμως, το συναντάμε και μόνο του ή σε ζευγάρια.

Η οικογένεια του λαούτου, αποτελείται και από άλλα όργανα, όπως την λάφτα (η οποία λέγεται και πολίτικο λαούτο).

                                                                           ΜΠΑΣΟ

Το μπάσο είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με τα δάχτυλα ή τον αντίχειρα, με τεχνικές όπως slapping, popping, tapping και thumbing, ή με πένα. Το σχήμα του είναι παρόμοιο με αυτό της ηλεκτρικής κιθάρας, διαφέρει όμως στο μήκος του λαιμού και στην απόσταση των τάστων μεταξύ τους. Συνδέεται με ενισχυτή στις ζωντανές εμφανίσεις. Έχει τέσσερις χορδές συνήθως, αν και υπάρχουν και πεντάχορδα, εξάχορδα ή ακόμα και με μεγαλύτερο αριθμό χορδών μπάσα.

Το μπάσο αντικατέστησε σταδιακά το κοντραμπάσο, έτσι σήμερα χρησιμοποιείται σχεδόν σε όλα τα είδη μουσικής, ροκ, τζαζ, ποπ, χέβι μέταλ, κάουντρι, μπλουζ ενώ έχει πάρει και θέση και σε ορχήστρες. Συνήθως αποτελεί μέρος του ρυθμικού τμήματος ενός μουσικού συνόλου, ωστόσο σε ορισμένα είδη, κυρίως στη τζαζ, στη φανκ και στη χέβι μέταλ μουσική συμμετέχει και με σόλο.

ΜΠΑΓΛΑΜΑΣ

Ο μπαγλαμάς ή μπαγλαμαδάκι, (εκ του τουρκικού bağlama), είναι νυκτό μουσικό όργανο, όπως κι ο ταμπουράς, μετεξέλιξη της αρχαιοελληνικής πανδούρας και μικρογραφία του μπουζουκιού, που χρησιμοποιείται στην ελληνική λαϊκή μουσική. Κατά κανόνα έχει τρεις διπλές χορδές. Ο ήχος του μπαγλαμά είναι οξύς. Κάθε χορδή κουρδίζεται μία οκτάβα υψηλότερα από την αντίστοιχη στο μπουζούκι. Ο λόγος που ο μπαγλαμάς έχει μικρότερες διαστάσεις είναι ότι έτσι θα μπορούσαν οι παίχτες να τον κρύψουν εύκολα αφού απαγορευόταν επί τουρκοκρατίας και μετέπειτα επί δικτατορίας (βλέπε αναφορές Ηλία Πετροπουλου).

                                                      ΠΙΑΝΟ

Το πιάνο, (παλαιότερη ελληνική απόδοση: κλειδοκύμβαλο), είναι μουσικό όργανο, που εντάσσεται στην κατηγορία των χορδόφωνων η αλλιώς των πληκτροφόρων. Παίζεται με πλήκτρα, τα οποία όταν πατηθούν από τον πιανίστα σηκώνουν σφυράκια που χτυπούν τις χορδές του, παράγοντας έτσι ήχους. Η δυνατότητα να δίνει μια διαφορετική νότα από το κάθε δάχτυλο και να κάνει κάθε νότα απαλή ή δυνατή, δίνει στο πιάνο μια εκπληκτική ποικιλία έκφρασης. Το πιάνο μπορεί να αποδώσει μουσική είτε ως σόλο όργανο, είτε μέσα σε μια ορχήστρα. Αν και πολλοί πιστεύουν πως χρησιμοποιείται κυρίως στην κλασική μουσική, το πιάνο κατέχει έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο και στην τζαζ, την μπλουζ και το ροκ εν ρολ, καθώς και στη λαϊκή μουσική όπου είτε κυριαρχεί είτε λειτουργεί ως βοηθητικό για άλλα όργανα. Το πιάνο ονομάστηκε έτσι διότι μπορούσε να παίζει «πιάνο» (piano) που στην ιταλική γλώσσα -και σύμφωνα με τους μουσικούς όρους- σημαίνει σιγά. Το πρώτο πιάνo, το πιανοφόρτε ή φορτεπιάνο (pianoforte και fortepiano), όπως ονομάζονταν, (δηλαδή απαλά-δυνατά), εφευρέθηκε το 1711 από τον Μπαρτολομέο Κριστοφόρι (Bartolomeo Cristofori). Οι πρόγονοί του υπήρξαν το κλαβίχορδο (Clavichord) και το τσέμπαλο.

                                                         ΚΙΘΑΡΑ

Η κιθάρα υπήρξε έγχορδο μουσικό όργανο της ελληνικής Αρχαιότητας, το οποίο ανήκε στην ευρύτερη οικογένεια της λύρας.

Στις μέρες μας η κιθάρα αναφέρεται στο σύγχρονο μουσικό όργανο, το οποίο δανείζεται το όνομά του από το αρχαιοελληνικό ομώνυμο όργανο, αλλά ωστόσο αποτελεί εξέλιξη μιας ξεχωριστής οικογένειας εγχόρδων οργάνων, που περιλαμβάνει το λαούτο, ενώ απαντάται σε πλήθος πολιτισμών με διαφορετικές ονομασίες και κατασκευαστικά στοιχεία.

Στη σύγχρονη εκδοχή της, η κιθάρα αποτελείται συνήθως από έξι χορδές, ωστόσο συναντώνται και παραλλαγές με επτά, οκτώ, δέκα, δώδεκα και δεκαοκτώ. Η οικογένεια της κιθάρας περιλαμβάνει εν γένει αρκετά όργανα που εμφανίζουν παραλλαγές ως προς τη μορφολογία τους ή τον τρόπο εκτέλεσής τους. Σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης Hornbostel-Sachs, ανήκει στα σύνθετα χορδόφωνα. Από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, αποτελεί ένα από τα πλέον δημοφιλή μουσικά όργανα, καθώς χρησιμοποιείται σε μια πληθώρα μουσικών ειδών, όπως η τζαζ, μπλουζ, ροκ, heavy metal, ποπ, λαϊκή, παραδοσιακή μουσική και ποπ ροκ, ενώ στη νεότερη ιστορία της χρησιμοποιείται σε ένα αυξανόμενο ρεπερτόριο κλασικής μουσικής.

ΑΚΟΥΣΤΙΚΗ  ΚΙΘΑΡΑ

Ακουστική κιθάρα λέγεται η κιθάρα η οποία για την παραγωγή ήχου χρησιμοποιεί μόνον ακουστικές μεθόδους, εν αντιθέσει με την ηλεκτρική κιθάρα, της οποίας ο ήχος παράγεται μέσω ηλεκτρονικής ενίσχυσης. Υπάρχει μεγάλη ποικιλία ακουστικών κιθάρων και υποκατηγορίες, κυρίως ανάλογα των χορδών (νάιλον ή μεταλλικών). Ως είδος προήλθε από την κλασική κιθάρα. Με αυτήν παίζεται κυρίως σύγχρονη μουσική (ποπ, ροκ -διάφορα είδη- κ.λπ.). Βρίσκεται συνήθως σε μέγεθος 4/4 (τέσσερα τέταρτα). Τώρα πια υπάρχει σε διάφορα χρώματα. Ως πλήκτρα μπορούν να χρησιμοποιηθούν πολλών ειδών πένες ή τα δάκτυλα, εφ” όσον οι χορδές είναι αρκετά μαλακές.

ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΚΙΘΑΡΑ

Ηλεκτρική αποκαλείται η κιθάρα που χρησιμοποιεί ηλεκτρομαγνήτες για να μετατρέψει τον ηχητικό παλμό των ατσάλινων χορδών της σε ηλεκτρικό ρεύμα το οποίο μπορεί έπειτα να ενισχυθεί από ένα σύστημα ενισχυτή-ηχείου. Το σήμα που προέρχεται από την κιθάρα μπορεί κάποιες φορές να διαφοροποιηθεί με εφέ όπως το βάθος ή να παραμορφωθεί. Ενώ οι περισσότεροι τύποι ηλεκτρικής κιθάρας φέρουν έξι χορδές, απαντώνται και επτάχορδες οι οποίες χρησιμοποιούνται από κάποιους μουσικούς της τζαζ και της μέταλ μουσικής, καθώς και δωδεκάχορδες (με έξι ζεύγη χορδών οι οποίες απέχουν διάστημα μιας οκτάβας τις οποίες συναντάμε κυρίως σε μουσικά είδη όπως το τζανγκλ ποπ και το ροκ.

ΤΥΜΠΑΝΑ

Το τύμπανο είναι ένας χαρακτηρισμός που διακρίνει ορισμένα κρουστά μουσικά όργανα, και συγκεκριμένα αυτά που φέρουν ελαστική μεμβράνη (ή κεφαλή), τεντωμένη στο άνοιγμα ενός κοίλου σώματος (το αντηχείο). Όπως μαρτυρά η κατηγορία στην οποία ανήκει, το τύμπανο παράγει ήχο κυρίως μέσω της κρούσης. Ανάλογα με τον τύπο του οργάνου και την επιλογή τεχνικής, παίζεται με διάφορους τρόπους: το αφρικάνικο ντζέμπε παίζεται με τα χέρια, τα ινδικά τάμπλα παίζονται με τα δάχτυλα, ενώ στην περίπτωση του ταμπούρου, ο τυμπανιστής χρησιμοποιεί κρούστες (ή μπακέτες).

ΤΥΜΠΑΝΙΑ

Τα τυμπάνια είναι κρουστά όργανα της κατηγορίας των μεμβρανόφωνων. Τα τυμπάνια της συμφωνικής ορχήστρας είναι ημισφαιρικοί λέβητες καλυμμένοι στο στόμιό τους με μεμβράνη από τεχνητό ή φυσικό δέρμα, το οποίο τεντώνει ή χαλαρώνει με ένα μηχανισμό που βρίσκεται στο χείλος του τύμπανου. Με αυτό τον τρόπο ρυθμίζεται το τονικό ύψος του ήχου που παράγει η μεμβράνη.

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B9%CE%BA%CF%8C_%CF%8C%CF%81%CE%B3%CE%B1%CE%BD%CE%BF

Σχολιάστε

Top