28η Οκτωβρίου 1940 : Μια μεγαλειώδης στιγμή ανάτασης

1940
«Δευτέρα, 28. Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: «Εχουμε πόλεμο». Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω ακόμη πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι». Στις 28 Οκτωβρίου 1940 ο Γιώργος Σεφέρης, προϊστάμενος τότε της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου στο υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού, πληροφορείται από πρώτο χέρι την εμπόλεμη κατάσταση της χώρας. Το ιταλικό τελεσίγραφο που επιδίδεται ξημερώματα από τον πρέσβη της Ιταλίας Εμανουέλε Γκράτσι στον Ιωάννη Μεταξά δεν του είναι αναπάντεχο: οι «Μέρες» του διπλωμάτη ποιητή, όπως και το «Πολιτικό Ημερολόγιό» του (αμφότερα από τις εκδόσεις Ικαρος), προδίδουν το δύσθυμο πολεμικό κλίμα που σε όλο το 1940 συνόδευε την επίδραση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην ουδέτερη Ελλάδα. Για τον ίδιο, η αίσθηση των αρχικών ωρών του πολέμου δεν είναι απελευθερωτική. Εχει καθήκοντα να επιτελέσει, να μεταφέρει το διάγγελμα του Μεταξά στο υπουργείο, να δακτυλογραφήσει το διάγγελμα του βασιλιά Γεωργίου Β’, ελλείψει δακτυλογράφων, να απαγορεύσει τη μετάδοση τηλεγραφημάτων των ιταλών και γερμανών ανταποκριτών. Ταιριαστή η σεφερική όψη των πραγμάτων, γιατί δίνει το ανεξιχνίαστο των πρώτων στιγμών της εισόδου σε μια μεγάλη περιπέτεια που προορίζεται να σημαδέψει ανεξίτηλα την Ελλάδα του 20ού αιώνα.
Πώς ακριβώς είναι το κλίμα του πολεμικού αυτού φθινοπώρου; Πολλοί – φωτογράφοι, λογοτέχνες, απλοί άνθρωποι – αισθάνονται την ανάγκη να το δουν στον δρόμο. Ο ίδιος ο Σεφέρης γράφει «κατέβηκα στους δρόμους για να ιδώ τα πρόσωπα. Το πλήθος έσπαζε τα τζάμια των γραφείων της Αλα Λιτόρια», της ιταλικής αεροπορικής εταιρείας. «Βουκουρεστίου και Σταδίου» σημειώνει την τοποθεσία ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο οποίος επίσης περιγράφει τη σκηνή ως αυτόπτης στα «Τετράδια Ημερολογίου» (εκδ. Εστία). «Η γενική εντύπωση είναι ότι θα περάσουμε ειρηνικό χειμώνα. Την άνοιξη πια ο Θεός βοηθός!» ήταν η δική του καταγραφή στις 27 Οκτωβρίου. Το πρωί της επομένης όμως ξυπνά «με τις καμπάνες που σημαίνουν την κήρυξη του πολέμου και τον πρώτο συναγερμό». Ο «ωραιότατος καιρός» και η «έξαψη» που νιώθει γύρω του δίνουν «στην ημέρα που αρχίζει μια όψη εορτάσιμη, πανηγυρική». Από την Κηφισιά, όπου μένει, παίρνει το λεωφορείο για την Αθήνα, ξεχνιέται διαβάζοντας εφημερίδα, όχι όμως τόσο ώστε να μην παρατηρήσει ότι «οι επιβάτες μιλούν για τον πόλεμο με πολλή ψυχραιμία και κάποτε με ευθυμία». Μετά τους Αμπελοκήπους βλέπει μια στρατιωτική μονάδα: «Οι στρατιώτες είναι άοπλοι. Είναι πολύ νέοι και καλά ντυμένοι. Τραγουδούν, γελούν, και παίζουν φάπες, κάνουν σαν παιδιά που ξεκινούν για μια ευχάριστη εκδρομή». Αργότερα, «πλήθη νέων, με στολές της ΕΟΝ ή με πολιτικά, έχουν χυθεί στους κεντρικούς δρόμους με λάβαρα, σημαίες, δάφνες, μουσικές. […] Ο κόσμος συμμετέχει σ’ αυτές της εκδηλώσεις, χειροκροτεί, ζητωκραυγάζει. Είχα πολλά, πάρα πολλά χρόνια να δω τέτοιο ενθουσιασμό στην Αθήνα. Αισθάνεται κανείς ένα πάθος μες στον αέρα […]. Και μια τέλεια εθνική ενότητα». Σχηματίζεται αυθόρμητα μια διαδήλωση προς τη λεωφόρο Κηφισίας που αποδοκιμάζει την ιταλική πρεσβεία και φωνάζει «ζήτω» έξω από τη βρετανική – «όταν πέρασε από τη γερμανική πρεσβεία κράτησε απόλυτη σιγή».

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης