«Τότε που ο κόσμος είχε όνομα…»
[…]Δεκατρία χρόνια -ολόκληρη την παιδική μου ζωή- έτσι νόμιζα∙ ότι ο κόσμος είχε όνομα: Γαλατινή… Και κάθε γράμμα, κάθε νευρική διεργασία που συντελούνταν μέχρι να αρθρώσω την λέξη, κι’ έπειτα ν’ αγγίξω απαλά τον ουρανίσκο για να βγει ο πρώτος φθόγγος, κι’ ύστερα ο επόμενος, έφερνε στο νου μου εικόνες, αναμνήσεις, ονόματα και τα χαρακτηριστικά βουνά. Έτσι, ο κόσμος φαινόταν μεγάλος και μικρή φάνταζε στο κέντρο του η ζωή. Ήταν μια πλατεία, οχτακόσιοι άνθρωποι, ένα γήπεδο, τρία ξωκλήσια, μια παιδική χαρά∙ αργότερα το Γυμνάσιο με τη μεγάλη του βιβλιοθήκη και οι εφηβικές βόλτες στα αμέτρητα στενά πέτρινα σοκάκια τα πολύβουα βράδια του καλοκαιριού. Κι ήταν αρκετό…
Μέσα σε τρία χρόνια, το χωριό μίκρυνε! Το σπίτι της γιαγιάς στένεψε∙ η μενεξελιά πασχαλιά έγειρε και θαρρείς μάζεψε τόσο που δεν άπλωνε με χάρη τα κλαδιά της∙ τα πέτρινα πεζούλια, μικρά σαν μια γούβα χώμα, μάχουνταν να θρέψουν τις τρυφερές άλικες τουλίπες, που άπλωναν ρίζες κι΄ άνοιγαν αχόρταγα το στόμα τους κοιτώντας τον βαθυγάλανο ουρανό. Ως κι’ η άλλοτε μεγάλη εκκλησιά, χαμηλοτάβανη κι’ αυτή, που ίσα χώρεσα ν’ ανεβώ στον γυναικωνίτη. Δεν ήταν μόνο γιατί εγώ ψήλωσα, -αλίμονο τρία χρόνια είχαν περάσει μόνο-. Ήταν που οι ορίζοντές μου, άρχισαν ν’ ανοίγουν για τα καλά κι’ ένιωθαν τον περιορισμό που επέβαλαν τα πατρικά εδάφη. Μόνο το λιόδεντρο, δυτικά της αυλής στο ατόφιο ξύλινο βαρέλι, αντρώθηκε και παιχνίδιζε με τ’ ασημιά του φύλλα κάτω απ’ το πασχαλιάτικο φωτόλουστο ουρανό.
Το χωριό μου, λοιπόν, ούτε μια μικρή ώθηση δεν μπορούσε να μου δώσει. Είχε μέσα μου στερέψει το πατρικό νερό και δεν αρκούσε για να ξεδιψάσει τους νέους ασίγαστους πόθους. Ό,τι έβλεπα γνώριμο, αλλά επιφανειακό, δίχως ουσία. Ελάχιστα αυτά που κράτησαν απαράμιλλη γεύση κι’ ομορφιά. Δυο τρία απ’ αυτά σίγουρα το σπιτικό ρυζόγαλο, το λιόγερμα του Άη-Γιώργη, τα άπαντα των Σεφέρη, Ελύτη κι’ Εγγονόπουλου, και σίγουρα οι δυο γιαγιάδες. Η μια ηλικιωμένη κόντευε τα εκατό, γυναίκα τυποποιημένη στα στερεότυπα της τότε εποχής, μου έλεγε ιστορίες από τα παιδικά της χρόνια, τα δύσκολα χρόνια της ξενιτιάς της, αλλά και για τα έθιμα και τις παραδόσεις του τόπου. Η άλλη, πνεύμα ανήσυχο, αντισυμβατική -ακόμα απορώ πώς την κρατούν τα πατρικά χώματα-∙ πάντα είχε κάτι καινούργιο να μου πει, που θα με ξάφνιαζε ή θα συμπλήρωνε κάποιο κενό στις ήδη υπάρχουσες γνώσεις μου. Ουδεμιά σχέση είχε με το ήθος των συγχωριανών μου.
[…]Τελικά, τα γεωγραφικά όρια καθορίζουν κατά πολύ την νοητή πνευματική έκταση των ανθρώπινων οριζόντων. Φαρδαίνουν με το πλάτος, συρρικνώνονται με τη σμίκρυνση. Άλλοτε φτάνουν για να πάρεις μιαν ανάσα, άλλοτε σαν κυνάγχη κοντεύουν να σε πνίξουν, μα ποτέ δε φτάνουν για να κορέσουν τους αχαλίνωτους συλλογισμούς και την εσωτερική δίψα για κάτι παραπάνω. Έτσι, η ολιγοήμερη διαμονή μου στο χωριό κατά τη διάρκεια των πασχαλινών διακοπών μένει μετέωρη, κατέχοντας αχνή παρουσία στην ψυχική μου ιδιοσυστασία. Ήρθε κι΄ έφυγε∙ πέρασε μπρος από τα μάτια μου φευγαλέα σαν τη φωνή του Χριστού τη τελευταία του στιγμή στο σταυρό, κι’ έσυρε φωνή αργή, σπαραχτικιά…«Τετέλεσται!»…
Σαν να’ θελε να πει πως όλα αρχίζουν…