«Ο Μάης θ΄ανθίσει και πάλι»
Πρώτη του Μάη σήμερα∙ Δευτέρα. Είναι απόγευμα, σχεδόν πέρασε η μέρα, κι’ ήρθε το δείλι ν’ αφανίσει τον ήλιο, να μαζέψει με τ’ αδράχτι του ο χρόνος λίγο ακόμη από το νήμα της ζωής, χαρίζοντας στον άνθρωπο μια στερνή γουλιά ηλιοβασίλεμα, πίσω απ’ τα κακοτράχαλα ορεινά γοφιά του ορίζοντα. Άρχισε να μαζεύεται κι’ ο κόσμος από το γλέντι της Πρωτομαγιάς, να χάνεται εξουθενωμένος από τη σημερινή ανάπαυλα μαζί με τις τελευταίες φωτεινές αχτίδες. Ερήμωσαν τα βουνά, οι εξοχές, οι δημόσιοι δρυμοί. Μίκρυνε λίγο ο κόσμος∙ έσκυψε κι’ ο ουρανός. Έφυγα βιαστικά από το σπίτι, έτρεξα για να προλάβω…
[…]Αντίκρυ μου ένα θαύμα. Ευτυχία με κυριεύει και προσπαθώ να τη χωρέσω σε τρία κλωνάρια Ελίχρυσου στη δεξιά μου παλάμη. Πρόλαβα∙ ο ήλιος δεν εγκατέλειψε ακόμη το πρόσωπο της γης. Περίμενε να μου δώσει κι’ έμενα μια στάλα ευδαιμονίας∙ μια τόση δα χαρά, που χώρεσε σε μια χνουδάτη παπαρούνα, τρεις κλώνους Μάη και μια όμορφη φωτογραφία την ώρα, που επικρατεί μεταίχμιο.
Αφήνω τα πράγματα μου, αφουγκράζομαι το τοπίο που απλώνεται μπροστά μου. Απόλυτη συμμετρία, ισορροπία, λιτότητα, ομορφιά. Η φύση μεγαλούργησε και πάλι. Κίτρινοι Αμάραντοι, λιγοστές κατακόκκινες καλοθρεμμένες παπαρούνες, ελάχιστα κρινάκια, άλικοι μπιρμπιλωτοί κούκοι. Στήνονται επιδέξια μπροστά στο φακό. Βάζω όλη μου την τέχνη∙ αιχμαλωτίζω ένα φευγαλέο μεγαλείο. Υψώνεται γλύκυφθογγα στον αιθέρα το τελευταίο κελάηδισμα ενός κούκου, πριν πάει για ύπνο. Τώρα η διάθεση μου άλλαξε∙ άδραξα τη μέρα. Ρούφηξα λαίμαργα κάθε σταγόνα της ως το μεδούλι∙ χόρτασα. Αλάφρωσα…
Ξύπνησε μέσα μου βαρύς κι’ ασήκωτος πόθος, ξύπνησε κι’ η ψυχή μου, που’ χε πέσει σε λήθαργο∙ ξύπνησε κι’ η Ανάμνηση. Ευθύς ήρθε στο μυαλό μου η Πρωτομαγιά των παιδικών χρόνων στο βουνό της Βέλιας∙ γέμισαν τα ρουθούνια μου γύρη, άρχισα να μαζεύω λουλούδια να φτιάξω στεφάνι. Να ζωντανέψω μέσα μου την παράδοση, να ξυπνήσω το στοιχείο εκείνο της παιδικότητας, που λίγο άρχισε να μου λείπει.
Τελείωσα! Λεπτός, λείος, ελαστικός σκελετός, ευχάριστη αφή, ποικίλα χρώματα με κυρίαρχη τη μυρωδιά του Μάη. Η αλήθεια είναι ότι στέρησα από το τοπίο, που πριν λίγο θαύμαζα ένα μερίδιο ομορφιάς∙ ήταν, ωστόσο, αδήριτη η ανάγκη.[…]Έλυσα τα μαλλιά μου, φόρεσα στο κεφάλι μου το λουλουδένιο στεφάνι, έφερα στα χείλι μου το παραδοσιακό τραγούδι∙ σχεδόν άρχισα να τραγουδώ…«Μάη, Μάη χρυσομάη, τί μας άργησες και δε φάνηκες, να μας φέρεις τα λουλούδια και την άνοιξη. Λούσου κι άλλαξε.»… Απόλαυσα μια στιγμή ευδαιμονίας, που καιρό θα κάνω να ξανά αισθανθώ.
Γυρίζω σπίτι. Μπορώ να καταλάβω απόλυτα της φράση στο βιβλίο του Καζαντζάκη, όταν νιώθει να «περπατά στ’ άφροχειλα της άβυσσος». Το χέρι μου για μια στιγμή βαραίνει. Κρεμώ στην αυλόπορτα το στεφάνι. Η μητέρα μου με αποδοκιμάζει με έναν εύληπτο μορφασμό. Απολογούμαι…«Ο Μάης θ’ ανθίσει και πάλι…»∙ ολοκληρώνω μέσα μου «μόνο εμείς, εμείς να προλάβουμε. Αλίμονο∙ άλλη φορά δεν έχει…».