Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ

Αρχές Σεπτεμβρίου 1922. Η Ελληνική γραμμή μετώπου έχει σπάσει. Κάθε μέρα ο Ελληνικός στρατός υποχωρεί όλο και περισσότερο. Μετά από πολύ καιρό μαχών και υποχώρησης, οι Τούρκοι έχουν φτάσει πλέον στα περίχωρα της Σμύρνης. Σε όλη την Σμύρνη υπάρχει μεγάλη ανησυχία και πανικός καθώς οι Τούρκοι κάθε μέρα προχωρούν σε λεηλασίες περιουσιών, πυρπολήσεις, καταστροφές και σε σφαγές αμάχων. Πλέον το μεγαλύτερο μέρος της πόλης έχει  καταληφθεί από τον Τουρκικό στρατό.

Σε όλα τα σπίτια της Σμύρνης υπάρχει αναταραχή. Το ίδιο συμβαίνει και στο σπίτι της μικρής Δέσποινας όπου αυτή, η αδελφή της, ο αδελφός της και οι γονείς τους ετοιμάζουν γρήγορα τα πράγματά τους.

 

-Παιδιά, πάρτε μόνο τα απαραίτητα πράγματά σας. Θα χάσουμε τα πλοία!

-Μητέρα, κάθε μέρα τα ίδια πράγματα συμβαίνουν. Πάμε στο λιμάνι, περιμένουμε ώρες ολόκληρες και γυρνάμε πάλι στο σπίτι, έλεγε συνεχώς η Δέσποινα.

 

Παρόλα αυτά δεν είχαν άλλη επιλογή. Έπρεπε να φύγουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, διότι ο εχθρός δεν έκανε διακρίσεις ανάμεσα σε άνδρες και σε γυναικόπαιδα.

Έτσι κατευθύνθηκαν προς το λιμάνι, όπως κάθε μέρα, με τα λιγοστά υπάρχοντά τους. Στο λιμάνι υπήρχε χιλιάδες κόσμος που περίμενε για να επιβιβαστεί στα ελάχιστα πλοία. Όλοι ήξεραν ότι λίγοι θα μπορούσαν να επιβιβαστούν στα πλοία για να σωθούν.

 

-Μαμά που θα πάμε, ρωτούσε διαρκώς ο μικρότερος αδελφός της Δέσποινας.

-Θα δούμε Δημητρό μου, θα δούμε.

 

Ξαφνικά εκείνη την στιγμή ακούστηκαν κραυγές και ουρλιαχτά και αμέσως μετά φλόγες ξεπετάχτηκαν από το κέντρο της πόλης. Σε όλους υπήρξε πανικός. Πολλοί έπεφταν στην θάλασσα για να σωθούν ενώ άλλοι έτρεχαν πανικόβλητοι σε διάφορες κατευθύνσεις. Όμως εκείνη την ώρα ο χρόνος πάγωσε για την Δέσποινα και την αδελφή της καθώς χωρίστηκαν από την οικογένειά τους.

 

-Μαμά, μαμά που είστε; φώναζαν τρομαγμένες.

Όμως οι φωνές των δύο κοριτσιών χάνονταν μέσα στο πανικόβλητο πλήθος. Αμέσως άρχισαν να τρέχουν προσπαθώντας να βρουν τους δικούς τους. Μέσα στον πανικό όμως κάποιος τις έσπρωξε και εκείνες έπεσαν στην θάλασσα. Ευτυχώς μια κοντινή βάρκα τις είδε, τις πήρε και τις πήγε στο καράβι. Γυρνώντας το κεφάλι της η Δέσποινα είδε την πανέμορφη πόλη της να καταστρέφεται. Ολόκληρα κτίρια είχαν πάρει φωτιά. Μέσα στον πανικό άνθρωποι έπεφταν στην θάλασσα. Όμως αυτό που την στεναχώρησε περισσότερο ήταν ότι τα πλοία των «συμμάχων» της Ελλάδας δεν έκαναν τίποτα παρά μόνο κοιτούσαν. Δεν τους ένοιαζε καθόλου για το ποιος θα σωθεί και ποιος όχι.

Όταν οι αδελφές ανέβηκαν στο καράβι, άρχισε ο πόνος και το δράμα. Σχεδόν σε όλο το ταξίδι έκλαιγαν απαρηγόρητες. Η μια προσπαθούσε να εμψυχώσει την άλλη λέγοντας διάφορα. Δεν μπορούσαν να σκεφτούνε ότι θα είναι μόνες σε μια άγνωστη πόλη. Δεν ήξεραν τι τύχη είχε η οικογένειά τους. Δεν ήξεραν τι τους επιφυλάσσει το μέλλον. Όμως όλα θα άλλαζαν μόλις έφταναν στον άγνωστο προορισμό τους.

Και οι δύο κοιμήθηκαν στο κατάστρωμα και την επόμενη μέρα έφτασαν στην Θεσσαλονίκη, μόνες τους, ελπίζοντας σ’ ένα θαύμα. Καθώς αποβιβάζονταν οι πρόσφυγες, τα δυο κορίτσια είδαν κάτι το οποίο έμοιαζε σαν όνειρο. Ήταν η οικογένειά τους. Είχαν σωθεί όλοι. Η μητέρα τους είπε ότι επιβιβάστηκαν σε μια ψαρόβαρκα και ύστερα ανέβηκαν στο καράβι. Από όλους έτρεχαν δάκρυα συγκίνησης και χαράς, επειδή όλοι είχαν επιβιώσει από αυτή την τραγική περιπέτεια.

Η ιστορία αυτή είναι πραγματική. Όλα τα πρόσωπα έχουν υπάρξει στα αλήθεια και έχουν βιώσει αυτή την τρομακτική περιπέτεια.

Η καταστροφή της Σμύρνης είναι ένα από τα πιο τραγικά γεγονότα στην σύγχρονη ανθρώπινη ιστορία. Οι πρόσφυγες της Μικρά Ασίας ήταν περίπου δυο εκατομμύρια όταν έφτασαν στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να υπάρξουν πολλά προβλήματα σε θέματα στέγασης και σίτισης. Παρόλα αυτά μετά από λίγο καιρό οι πρόσφυγες απέκτησαν μια κανονική ζωή. Είχαν την δική τους δουλειά και την δική τους στέγη για να μείνουν.

Ακόμα κι αν έχουν περάσει εκατό χρόνια από την Μικρασιατική καταστροφή, κανένας Έλληνας δεν θα ξεχάσει ποτέ αυτό το τραγικό γεγονός.

 

Στέφανος Γιολδάσης

Σχολιάστε