Το παιδί στο φανάρι

Μία φορά και έναν καιρό ήταν ένα παιδί που τον έλεγαν Χρήστο. Ήταν φτωχός και δεν είχε χρήματα να πάρει ούτε τα βασικά πράγματα που χρειαζόταν. Μία μέρα όμως βρήκε ένα ζευγάρι όμορφα παπούτσια από έναν τσαγκάρη και θέλησε να τα αγοράσει. Ρώτησε λοιπόν τον τσαγκάρη πόσο πουλάει τα παπούτσια και εκείνος του απάντησε πως κοστίζουν 40 δραχμές. Το παιδί απόρησε. Πού θα βρω 40 δραχμές; Προχωρούσε-προχωρούσε στον δρόμο για να φτάσει στη θέση του, εκεί όπου βγάζει το ψωμί του﮲, στα φανάρια! Το παιδί σκεφτόταν όλη τη νύχτα τα παπούτσια που δεν μπορούσε να αγοράσει. Στεναχωριόταν που δεν μπορούσε να πάρει εκείνο το ωραίο ζευγάρι παπούτσια.

Την επόμενη μέρα πήγε πάλι στον τσαγκάρη και του είπε: Μπορείς να μου κάνεις κάποια έκπτωση για να αγοράσω αυτά τα όμορφα παπούτσια; Και ο τσαγκάρης του απάντησε: Σε σένα; Μα δεν είμαι τόσο ανόητος για να σου κάνω έκπτωση χωρίς να έχω κάποιο όφελος. Θέλω κάποιο αντάλλαγμα. Και στεναχωρημένος ο μικρός έφυγε από το τσαγκαράδικο.

Λίγο αργότερα τον βρήκε μία κυρία να κάθεται στο παγκάκι και να ταΐζει τα περιστέρια. Τον πλησιάζει και του λέει: Γιατί κάθεσαι εδώ παιδί μου, μόνος σου; Δεν έχεις οικογένεια; Και ο μικρός Χρήστος απάντησε: Δεν έχω οικογένεια ούτε σπίτι. Η οικογένειά μου πέθανε στον πόλεμο και το σπίτι μου κάηκε. Γι’ αυτό δουλεύω στα φανάρια και κοιμάμαι στα παγκάκια. Η γυναίκα μόλις το άκουσε αυτό έτρεξε μέχρι το σπίτι της και είπε στον άντρα της: Ανδρέα, ένα παιδί είναι μόνο του και μας έχει ανάγκη. Θέλεις να το υιοθετήσουμε; Και ο άντρας της τής απάντησε: Πώς θα φέρουμε ένα παιδί που ζει στον δρόμο μέσα στο σπίτι μας; Και η γυναίκα του απάντησε: Αυτό το παιδί έχει ανάγκη από μία οικογένεια και από ένα σπίτι. Σκέψου ότι τόσα χρόνια μαραζώνω από τη στεναχώρια μου, γιατί πάντα ήθελα ένα παιδί, αλλά δεν μπορούσα να γεννήσω. Δε χρειάζεται να απαντήσεις αμέσως. Θέλω απλώς να το σκεφτείς. Και η γυναίκα στεναχωρημένη έφυγε από το σπίτι. Ήθελε τόσο πολύ να αποκτήσει ένα παιδί, έστω και με υιοθεσία, αλλά ο άντρας της διαφωνούσε.

Ο άντρας της το σκέφτηκε αρκετά. Σκέφτηκε πόσο αγαπούσε τη γυναίκα του και πόσο πολύ εκείνη λαχταρούσε να δώσει την αγάπη και τη φροντίδα της σε ένα παιδί. Μετά από αρκετή ώρα, ο άντρας της πήρε τη μεγάλη απόφαση και δέχτηκε να έρθει στο σπίτι τους ο μικρός Χρήστος. Η γυναίκα χαρούμενη πήγε να τον ξαναβρεί. Ο μικρός μόλις άκουσε την απόφασή της χάρηκε γιατί θα πήγαινε σε μια πραγματική οικογένεια. Δεν περίμενε την ώρα να τρέξει και να πάρει στην αγκαλιά του τους θετούς του γονείς. Ξαφνικά, του φάνηκαν όλα τόσο ονειρικά και όμορφα.

Μόλις το παιδί μπήκε μέσα στο σπίτι δάκρυσε, γιατί είχε καιρό να νιώσει την οικογενειακή θαλπωρή. Ο άντρας της συνειδητοποίησε αμέσως ότι δεν είχε τίποτα να χωρίσει με το μικρό παιδί. Τότε, η θετή του μάνα του ζήτησε να της πει τι θα ήθελε να του αγοράσει για να του εκφράσει την αγάπη και τη φροντίδα της. Ο μικρός τής έδωσε αμέσως την απάντηση: Έχω βρει στον τσαγκάρη κάτι ωραία παπούτσια. Μπορούμε να τα αγοράσουμε; Και τότε εκείνη του απάντησε: Και βέβαια παιδί μου! Θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου για να σε κάνω ευτυχισμένο! Και έτσι οι θετοί γονείς πήρανε το μικρό αγόρι για να του αγοράσουν αυτά τα ωραία παπούτσια.

- ΤΈΛΟΣ -

Από τη Δέσποινα

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης