Το 1850, στην Κρήτη ζούσε ένα αγόρι που ήταν γιός ενός μεγάλου εμπόρου. Στο σπίτι του δούλευε μία νεαρή κοπέλα που είχε φτωχή καταγωγή. Οι δυο τους, χάρη στον πολύ χρόνο που περνούσαν μαζί, άρχισαν να ερωτεύονται. Όμως ο πατέρας του παλικαριού τον προξένευε σε μία πλούσια κοπέλα, με σκοπό να ενώσουν οι οικογένειες τα πλούτη τους. Ο νεαρός δεν ήθελε να παντρευτεί την κοπέλα αυτή, γιατί ήδη του είχε πάρει την καρδιά η όμορφη νεαρή κοπέλα. Είχε διαγράψει από το μυαλό του την φτωχή καταγωγή της και το μόνο που τον ένοιαζε ήταν ο ευγενής και καλόκαρδος χαρακτήρας της. Μέρα με τη μέρα ο έρωτάς τους γινόταν όλο και πιο εμφανής και έντονος, μέχρι που το κατάλαβε ο πατέρας του αγοριού. Εκείνος, πολύ νευριασμένος, έχοντας ως στόχο μονάχα να μεγαλώσει ακόμη περισσότερο την περιουσία του, σκότωσε την αγαπημένη του γιου του. Όταν το έμαθε αυτό το νεαρό αγόρι δεν άντεξε από τη λύπη του. Θεώρησε πως ο μόνος τρόπος για να βρεθεί ξανά κοντά στην αγαπημένη του είναι να αυτοκτονήσει. Έτσι και έκανε! Από τότε το ζευγάρι αυτό βρίσκεται ενωμένο και κανείς δε μπορεί ξανά να τους χωρίσει.
Από τους μαθητές και τις μαθήτριες του Τμήματος Α΄1