Κείμενο: Αγγελική
Εικονογράφηση: Ελισάβετ, Ιφιγένεια, Ευτυχία
Το πιο γλυκό ψωμί είναι ένα παραμύθι γεμάτο με ηθικά διδάγματα που μιλάει για ένα βασιλιά με ανορεξία κι ένα σοφό γέροντα. Κάποτε, ένας πολύ πλούσιος βασιλιάς, που ό,τι ήθελε η καρδιά του το είχε, ήταν ευτυχισμένος αλλά τεμπέλης. Ζούσε ξέγνοιαστος και δεν έκανε απολύτως τίποτα, ώσπου έπαθε ανορεξία. Έψαχνε να δει τι έφταιγε, μα κανένας δε μπορούσε να τον βοηθήσει. Μια μέρα από εκεί περνούσε ένας φτωχός γέροντας που ήταν σοφός και ήξερε από γιατρικά. Όταν έμαθε για το βασιλιά, πήγε και του μίλησε και του είπε ότι το ψωμί που του δίνουν δεν είναι καλό και ότι θα έπρεπε να διατάξει να του φτιάξουν το πιο γλυκό ψωμί. Ο βασιλιάς διέταξε τους υπηρέτες του να του φτιάξουν ψωμιά. Το ένα, όμως, του ξίνιζε το άλλο του βρωμούσε. Λύση δεν βρέθηκε και νευριασμένος ο βασιλιάς πιάνει τον γέροντα και τον απειλεί. Ο γέροντας τότε πρότεινε στο βασιλιά να έρθει μαζί του για τρεις μέρες και να κάνει ό,τι του λέει και στην περίπτωση που δεν τον έκανε να ξεπεράσει την ανορεξία του να του κόψει το κεφάλι. Ντύθηκε ο βασιλιάς φτωχικά και έκανε ό,τι του έλεγε ο γέροντας. Την πρώτη ημέρα πήγαν να θερίσουν, την δεύτερη μέρα πήγαν να αλωνίσουν, την τρίτη ημέρα πήγαν να αλέσουν το στάρι. Αφού το άλεσαν, πήγαν να το ζυμώσουν. Όταν τα καρβέλια βγήκαν, ο βασιλιάς δεν είχε φάει για τρείς μέρες. Μόλις δοκίμασε ο βασιλιάς το ψωμί που ο ίδιος έφτιαξε με τον κόπο του, ενθουσιάστηκε! Ο γέροντας του είπε πως η ζάχαρη του ψωμιού ήταν ο ιδρώτας που έχυσε. Έτσι, ο βασιλιάς από τότε που γύρισε στο παλάτι δεν σταμάτησε να δουλεύει, αναγνωρίζοντας την αξία της εργασίας.