Δύο ιστορίες από το βιβλίο «Κόκκινη κλωστή δεμένη» της Ζωρζ Σαρρή.

fyl4_4

Δύο ιστορίες από το βιβλίο «Κόκκινη κλωστή δεμένη» της Ζωρζ Σαρρή.

 

 

Ο Μάγκας

Μια ιστορία μες στον πόλεμο από ένα κορίτσι,  τον πόλεμο του 1940. Η συγγραφέας διηγείται πόσο δύσκολες ήταν οι συνθήκες όσον αφορά στα απλά καθημερινά πράγματα. Κανείς δεν μπορεί να το καταλάβει παρά μόνο όταν τα ζήσει  στην πραγματικότητα. Ορισμένες φορές στην ιστορία που διηγείται αστειεύεται κιόλας, σαν να θέλει να ξεχάσει αυτό που ζει, να ξεχάσει δηλαδή την πείνα. Πως μπορείς να το ξεχάσεις αυτό;

Και πόσο μάλλον όταν βλέπεις μια φιλική οικογένεια να περνά καλά και να τρώει καλύτερα σε τέτοιο βαθμό που ο σκύλος τους έτρωγε καλύτερα από το κορίτσι που διηγείται την ιστορία. Μέχρι τη στιγμή που άλλαξαν ρόλους με το σκύλο, το Μάγκα. Όταν λέμε άλλαξαν ρόλους: το κορίτσι έδινε στο σκύλο το φαγητό που έπαιρνε από το συσσίτιο – που δεν ήταν και το καλύτερο (ρεβίθια, φασολάκια, κοφτό μακαρονάκι χωρίς λάδι). Και το κορίτσι έτρωγε το φαγητό του Μάγκα που ήταν ένα πλούσιο γεύμα. Έτσι και ο Μάγκας ήταν ευχαριστημένος και το κορίτσι γλίτωσε από την ασιτία.

                  Μανώλης Μέμμος,

Μανώλης Σμπώκος

Τα κουλουράκια

Η ηρωίδα αναλαμβάνει να πάει κουλουράκια στον Δήμο, που ήταν φυλακισμένος στις φυλακές Αβέρωφ. Η Αθηνά, η θεία του Δήμου, είπε στο κορίτσι ότι το επισκεπτήριο ήταν στις πέντε. Αυτή είδε ότι είχε τρείς ώρες ακόμη μπροστά της κι έτσι πέρασε για λίγο από το σπίτι της. Αργότερα, πήγε στο κρεβάτι της για να διαβάσει ένα βιβλίο. Κοίταζε το κουτί με τα κουλουράκια πάνω στο τραπέζι και, καθώς πεινούσε, αποφάσισε να φάει ένα για να δει αν ήταν νόστιμα. Όταν η ώρα κόντευε πέντε και έπρεπε να φύγει, είδε ότι είχε φάει σχεδόν όλα τα κουλουράκια και είχε αφήσει μόνο πέντε. Τα έχασε και έφυγε για τις φυλακές. Όταν έφτασε είδε τις γυναίκες στη σειρά να περιμένουν για να δώσουν και αυτές τα δέματα στους δικούς τους φυλακισμένους. Στάθηκε στη σειρά και σκέφτηκε να κάνει το φύλακα «δικό της κλέφτη». Και έτσι, όταν η Αθηνά θα ρώταγε εκείνη θα της έλεγε ότι άκουσε πως οι φύλακες  ανοίγουν τα δέματα των φυλακισμένων και παίρνουν ό,τι έχουν μέσα για να ρίξει το φταίξιμο σ ‘ αυτούς.  Η κοπέλα, παρόλο που σκέφτηκε το ψέμα της, ένιωθε άσχημα γιατί ο Δήμος μπορεί να πεινούσε και αυτή χωρίς να υπολογίσει τίποτα έφαγε όλα τα κουλουράκια που προορίζονταν γι΄ αυτόν. Ειδικά σε μια εποχή που η Ελλάδα δοκιμαζόταν από τους κατακτητές, την κατοχή και την πείνα.

                                                                                                                                                                                                              Βασίλης Μανουράς

Σχολιάστε

Top