Διάκριση της μαθήτριας Αθανασιάδου Μαρίας στον Α΄ Μαθητικό Διαγωνισμό Δημιουργικής γραφής

1Εικόνα1

Στις 15 Μαρτίου, 2014, 291 μαθητές Γυμνασίου από 35 Γυμνάσια και 175 μαθητές Λυκείου από 35 Λύκεια της Ανατολικής Θεσσαλονίκης συγκεντρώθηκαν στο Πρότυπο Πειραματικό Σχολείο Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στο 1ο Πρότυπο Πειραματικό ΓΕΛ «Μανώλης Ανδρόνικος» για να συμμετάσχουν στον Α” Μαθητικό Διαγωνισμό Δημιουργικής Γραφής.

Στην Τελετή Βράβευσης, που πραγματοποιήθηκε στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών Α.Π.Θ. το Σάββατο 29 Μαρτίου, βραβεύτηκαν οι ακόλουθοι μαθητές Γυμνασίου:

 

H Αθανασιάδου Μαρία  μαθήτρια της Γ’ Γυμνασίου του σχολείου μας κέρδισε το Α” ΒΡΑΒΕΙΟ

 

Β΄ ΒΡΑΒΕΙΟ: Αλεξανδρίδου Δήμητρα

(Γ΄ Γυμνασίου, Πρότυπο Πειραματικό Σχολείο Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

Γ΄ΒΡΑΒΕΙΟ: Κούρτη Ευανθία-Στεφανία(Γ’ Γυμνασίου, 5ο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης)

ΕΠΑΙΝΟΙ

Α΄ ΕΠΑΙΝΟΣ: Πάπαρη Ζωή(Α’ Γυμνασίου, Πρότυπο Πειραματικό Σχολείο Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης)

Β΄ ΕΠΑΙΝΟΣ: Παπαδημητρίου Λουκάς(Α’ Γυμνασίου, Ελληνογαλλική Σχολή Καλαμαρί)

Γ΄ ΕΠΑΙΝΟΣ: Κυρτσούδης Νεκτάριος (Γ‘ Γυμνασίου, Μουσικό Σχολείο Θεσσαλονίκης)

Θερμά συγχαρητήρια στους βραβευθέντες και σε όλους τους μαθητές/τριες που έλαβαν μέρος στον διαγωνισμό.

 

Το κείμενο της Αθανασιάδου Μαρίας …….

Ήταν μόνο 24 ώρες νωρίτερα. Πως εξελίχθηκαν έτσι τα πράγματα; Είχαν στείλει  μόνο εμένα, τον Μπόγκς, τα δίδυμα, τον Ίκι και τον Μαΐρο, και τον έμπειρο αναβάτη τον φίλο μου, τον Γιούλιβερ. Όταν ξεκινήσαμε ήταν πρωί γύρωστις 11, μα κανένας δεν είχε πληροφορηθεί τι θα κάναμε. Ούτε καν ο ΜπόγκςοΑρχηγός της ομάδας μας, δεν μας είπε τίποτα. Σο σίγουρο πάντως ήταν πως επικρατούσε μια γενική αναστάτωση, σαν κάτι μεγάλο να επρόκειτο να συμβεί κ αι φυσικά ο φόβος εξαπλώθηκε χωρίς να το ξέρει κανένας συγκεκριμένα. Ξεκινήσαμε με τα πόδια, με τα σκι και λιγοστές προμήθειες φορτωμένστην πλάτη. Όλοι ήμασταν σφιγμένοι, μα δεν μιλούσαμε γι’ αυτό. Είχαμε ήδη προχωρήσει πάνω από 10 χιλιόμετρα, όταν άρχισε να χιονίζει. Κανένας δεν έδωσε σημασία έως ότου ξεκίνησε η πραγματική χιονοθύελλα. Μετά από λίγσταματήσαμε, αν προχωρούσαμε κι άλλο θα χανόμασταν. Ο Μπόγκς έδωσεμερικές διαταγές, ανάμεσα στις οποίες ήταν και να μείνουμε κοντά ο ένας στον άλλον, κάτι το οποίο δυστυχώς δεν τηρήθηκε απ’ όλους. Ο Ίκι δεν βρισκόταν πια μαζί μας και ο Μαΐρο τρελάθηκε από τη στενοχώρια του, μα δεν το αφήσαμε να φύγει από κοντά μας. Έκανε τρομερή παγωνιά. Παρά τα ισοθερμικά και τα χοντρά μονωτικά ρούχα, το κρύο έκανε τα δόντια μας να χτυπάνε. «Ελάτε κοντά ο ένας στον άλλον. Δεν θα επιβιώσουμε έτσι, πρέπει να βρούμε κάποιο μέρος να ξεκουραστούμε. Σ ηκωθείτε, δέστε ο ένας τον άλλον με αυτό το σκοινί και ό,τι και να γίνει μην κοιμηθείτε!». Σηκωθήκαμε.  εν είχαμε άλλη επιλογή. Ο κίνδυνος να χαθούμε ήταν μεγάλος. Μετά από δύο ώρες περιπλάνησης πέσαμε πάνω σε κάτι. Ήταν ο σάκος του Ίκι! Κοιτάξαμε για ίχνη γύρω από τον σάκο, μα όλα είχαν καλυφθεί. Όταν τον ανοίξαμε είδαμε ένα κομμάτι χαρτί με μια πυξίδα κολλημένη πάνω του, σχισμένο από τη μια μεριά. Αφού αφαίρεσα την πυξίδα, πήγα να το πετάξω μα ο Γιούλιβερ με σταμάτησε την τελευταία στιγμή. Ήταν ένας χάρτης……………………………………………………………………………………………………………………….. …….

Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι κουκουλωμένος στοsleeping bag  μου, σε μια κατάσταση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, να σκέφτομαι την πατρίδα. Προσπαθούμε όσο μπορούμε να μείνουμε ξύπνιοι, μα έχουμε κυριολεκτικά παγώσει ως το κόκκαλο. Αν δεν είχαμε βρει αυτή τη σπηλιά, θα ήμασταν σίγουρα νεκροί. Οι προμήθειες μας λιγοστεύουν. Αν δεν σταματήσει σύντομα να χιονίζει, θα πεθάνουμε όλοι. Ο μοναδικός που είναι ακόμα όρθιος είναι ο Γιούλιβερ. Προσπαθεί να βρει μια άκρη με τον χάρτη. Μα όλα αυτά δεν με ενδιαφέρουν πια… Εγώ βρίσκομαι πίσω, στο σπίτι μου στη Γαλλία, καλπάζοντας με το άλογό μου, τον Λοκ, πάνω από τους Επτά Λόφους που περιβάλλον τη μικρή μου πόλη. Νοιώθω πως θα πετάξω, τόσο γρήγορα πηγαίνουμε. Είμαι ευτυχισμένος, δεν θέλω  να σταματήσω ποτέ, μα ο Λοκ με τραβάει στη μικρή λιμνούλα. Αυτήν που ανακαλύψαμε με τον πατέρα μου, όταν ήμουν μικρός, όταν εκείνος ζούσε. Αφήνω το ζώο να πάρει μια ανάσα και να πιεί νερό, όσο εγώ απαλλάσσομαι από τα ρούχα  μου. Βουτάω στο παγωμένο νερό… Νοιώθω ζωντανός. Κοιτάζω τον καταγάλανο ουρανό από πάνω μου, να λαμπυρίζει χάρη στο νερό, στα χρώματα του πάγου. Δεν έχει και μεγάλη διαφορά από τότε. Όμορφο μέρος να πεθάνει κανείς, σκέφτομαι. Αφήνω μια τελευταία πνοή πριν με κατακλύσει το σκοτάδι, ενώ εύχομαι να μπορούσα να γράψω και άλλα. Αυτό το κομμάτι χαρτί να είναι κάτι που θα δοθεί στη μητέρα μου και την αδελφή μου ως ένα τελευταίο αντίο, ως μια παράκληση για συγχώρεση που δεν τα κατάφερα

 

 

ΆΛΛΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ ΠΟΥ  ΞΕΧΩΡΙΣΑΝ       και  μας ταξίδεψαν στον κόσμο τους……….

 «‘’Δεν μπορώ άλλο , δεν μπορώ… αφήστε με εδώ!’’ είπε με σιγανή τρεμουλιαστή φωνή και άρχισε  να βήχει. Ο Ζακ ήξερε ότι δεν ήταν ώρα για συναισθηματισμούς.

‘’Αφήστε τον εδώ!’’  Είπε κοφτά

“Σημασία δεν έχει ποιο χάρτη φαίνεται να ακολουθείς, αλλά ποιος χάρτης σε ταξιδεύει’’.

‘’Το μέρος του μυαλού το φωτεινό μου που γέμισε από γράμματα’’.

‘’Ο τόπος μου άλλαξε θαρρώ με προσπερνάει’’

‘’Μόνο εμείς βρήκαμε το θάρρος έξω να βγούμε και με την ώρα να παλιώνουμε και να παλιώνουμε και να παλιώνουμε’’

‘’Σκληρός ο πόλεμος για τις ανθρώπινες ζωές. Μάτια δακρυσμένα, μάτια καταπονημένα, μάτια ανέκφραστα’’

‘’Την ομίχλη διέσχισε και μπήκε στην πλατεία. Τα χέρια του ασήκωτα, χρυσάφι κουβαλούσαν.’’

’Τα μάτια του φλεγόμενα κοιτούσαν πανάγαθους, ανήμπορους, αγέλαστους ανθρώπους’’

‘’Βλακείες λένε πως η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία . Αυτή πεθαίνει πρώτη κι ύστερα ακολουθούν όλα τα υπόλοιπα : απογοήτευση , θυμός , θλίψη . Φρικτές συνιστώσες της απελπισίας.’’

‘’Ποτέ η ποίηση δεν με έκανε χαρούμενη πάντα ήτανε ένα ακόμη περιττό βάρος.’’

‘’Μιλούσαμε αργά , βαριεστημένα. Για τα ίδια θέματα όπως πάντα χωρίς καν να ακούμε τι έλεγε , ο άλλος παρά τον ήχο της ίδιας της φωνής μας’’

‘’Η συνείδηση είναι ίση με  χίλια σπαθιά ‘’

’Η αμυγδαλιά μαράθηκε .Άδεια τα κλαδιά της άτσαλα στον αέρα κάτω από τον λαμπρό ψυχρό ήλιο. Θάρρος , θάρρος  και παντοτινή ελπίδα κι όπου με βγάλει ο δρόμος ‘’

‘’Τι είναι άραγε η φιλία ; Ένα φρούτο που αργεί να ωριμάσει .Ένα αίσθημα που γεννιέται με ένα βλέμμα, ζει με ένα χαμόγελο και πεθαίνει με ένα ψέμα…’’

’ Ο ήλιος έδυσε , κοιμήθηκε και πάλι , έσβησε η λάμψη του ουρανού. Τότε στο αυτί σου  έσκυψα , ψιθύρισα με θάρρος πως αν μου το επιτρέπεις, σ’ αγαπώ’’

‘’Θέλει θάρρος να αντικρίσεις τον ήλιο το πρωί’’

 

Σχολιάστε

Top