ΘΥΕΛΛΩΔΗΣ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ

αρχείο λήψης (1)

Την περασμένη Πέμπτη, όπως πάντα την πρώτη ώρα, είχαμε νεοελληνική λογοτεχνία με την κυρία Τ. Όλη η τάξη κοιτούσε την κυρία Τ. με απάθεια που μιλούσε ασταμάτητα. Ελπίζαμε να γίνει κάτι, ώστε να γλιτώναμε το μάθημα. Όμως κανείς δεν ήξερε τι θα συνέβαινε. Εκείνο το πρωί φυσούσε και είχε συννεφιά. Κάποια στιγμή νιώσαμε δυνατά τραντάγματα. Όλοι μπήκαμε κάτω από τα θρανία μας νομίζοντας πως γίνεται σεισμός. Τα δυνατά τραντάγματα σταμάτησαν και μπήκαμε στη σειρά για να πάμε στο σημείο συγκέντρωσης, όπως κάναμε στις πρόβες σεισμού. Η κυρία Τ. άνοιξε την πόρτα λέγοντάς μας πως πετάμε και υστέρα λιποθύμησε. Πετούσαμε για πολλή ώρα, είχε πια βραδιάσει. Ξαφνικά άρχισε να βρέχει και να βροντά. Αρχίσαμε να πέφτουμε, όλοι ήμασταν πανικόβλητοι εκτός από την κυρία Τ. που ήταν ακόμα λιπόθυμη. Προσγειωθήκαμε σε μια τροπική παραλία σαν αυτή που βλέπαμε πριν μερικές μέρες στο survivor. Φτιάξαμε μια καλύβα με ό, τι είχε μείνει από το προκάτ, έτσι ώστε να μπορέσουμε να περάσουμε κάπου τη νύχτα. Το επόμενο πρωί όλοι ψάχναμε για τροφή και πόσιμο νερό μέσα στο τροπικό δάσος. Είχαμε μαζέψει αρκετή τροφή και βρήκαμε πόσιμο νερό, αλλά τώρα είχαμε άλλο πρόβλημα. Ο Μάριος που υποτίθεται μας καθοδηγούσε ξέχασε το δρόμο της επιστροφής και περιπλανιόμασταν για ώρες. Ώσπου βγήκαμε σε έναν δρόμο. Ήμασταν επιτέλους στον πολιτισμό. Κατά τύχη πέρασε ένα αγροτικό, ο οδηγός σταμάτησε και μάς ρώτησε τι  συνέβη. Αφού του εξηγήσαμε προσφέρθηκε να μας πάει στην πόλη. Μπήκαμε όλοι στην καρότσα ανακουφισμένοι και ευτυχισμένοι που θα γυρνούσαμε σπίτι. Όμως αυτή η ευτυχία δεν κράτησε πολύ γιατί μείναμε από βενζίνη. Ο Πωλ μας είπε πως η πόλη απείχε ακόμη 10 χλμ. Τον αποχαιρετήσαμε και αρχίσαμε να περπατάμε μες στη ζεστή. Είχαμε διανύσει τουλάχιστον 2 χλμ., ήμασταν όλοι πολύ κουρασμένοι, ωστόσο η τύχη μας χτύπησε την πόρτα, κάπου εκεί κοντά ήταν ένα πανδοχείο. Μπήκαμε μέσα και ζητήσαμε μερικά δωμάτια για να περάσουμε τη νύχτα. Πληρώσαμε τα δωμάτια με τα λεφτά που είχαμε στις τσέπες μας.

 Όλοι πήραμε από ένα τρίκλινο δωμάτιο. Εγώ μαζί με άλλες δυο συμμαθήτριές μου όταν ανοίξαμε την πόρτα αντικρίσαμε ένα βρώμικο δωμάτιο με τρια στρώματα πεταμένα στο πάτωμα, με ξεφτισμένα σκεπάσματα. Σκεφτήκαμε πως ήταν απλά μια νύχτα και θα περνούσε. Αλλά κάναμε λάθος. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ γιατί το στρώμα ήταν άβολο και η κουβέρτα μύριζε άσχημα σαν άπλυτη αθλητική κάλτσα. Όσο και να προσπαθούσα να κοιμηθώ έπεφταν σοβάδες πάνω στο στρώμα μου και δεν έβρισκα ησυχία, με αποτέλεσμα το πρωί να είμαι εξαντλημένη. Αφού φύγαμε από το πανδοχείο κάναμε πάλι ωτοστόπ και μας πήρε ένα φορτηγάκι ως την πόλη που μας είχε πει ο Πωλ. Αυτή τη φορά δε μείναμε από λάστιχο ή βενζίνη, φτάσαμε στην πόλη που θα ήταν η σωτηρία μας. Δεν ξέραμε πού ακριβώς να απευθυνθούμε για βοήθεια και έτσι αποφασίσαμε να πάμε στο λιμενικό. Μετά από πολλή προσπάθεια φτάσαμε στο λιμενικό και αφού εξηγήσαμε την περιπέτειά μας, εκείνοι έκπληκτοι από την ιστορία μας μάς βοηθήσαν να γυρίσουμε πίσω στη Ρόδο μας. Στο σχολείο ήταν δημοσιογράφοι που έπαιρναν πλάνα και μάς ρωτούσαν πώς ήταν εκείνες οι τραγικές κατά τα λεγόμενα τους μέρες. Επίσης εκείνη η μέρα για το σχολείο μας ήταν η πιο σημαντική διότι μετά τα σύμβαντα αποφασίστηκε να φτιαχτούν πιο γερά τα προκατ ώστε να αποφεύγονται τόσο «θυελλώδεις» περιπέτειες.

ΜΑΡΙΑ ΛΑΟΠΟΔΗ 

Σχολιάστε

Top