Ο ΣΟΦΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ

κειμενα γ΄

Στην οδό Συγγρού στην Αθήνα συναντήθηκαν δυο φίλοι. Ο Σοφός μόλις είχε κατέβει από το ταξί χωρίς να ξέρει ακριβώς πού βρισκόταν, αλλά ήταν σίγουρος πως δεν ήταν στην οδό που θα ήθελε να είναι. Αποφάσισε λοιπόν να προχωρήσει και θα ρωτούσε όποιον περαστικό έβρισκε μπροστά του σε ποιαν οδό βρισκόταν και πώς θα πήγαινε στην οδό Αμαλίας. Έτσι ξεκίνησε, μέχρι που είδε έναν ξένο στη γωνία. Καθόταν σε ένα μικρό τελάρο, που εύκολα καταλάβαινες πως κάποτε θα είχε μέσα λαχανικά. Τα ρούχα του ήταν κουρελιασμένα, το πρόσωπό του φαινόταν άπλυτο και απεριποίητο.

Ο Σοφός πήγε κοντά, έβγαλε το καπέλο που φορούσε και συστήθηκε:

«Καλημέρα! Καλέ μου κύριε, είμαι ο Σοφός Χανς, μπορώ να σας κάνω μια ερώτηση;» είπε και με ένα πλατύ χαμόγελο κοίταξε τον ξένο βάζοντας πάλι το καπέλο του. Ο ξένος, ο οποίος δεν ήξερε και πολλά πράγματα του απάντησε: «Συγγνώμη κύριε, αλλά δε μπορώ να σας απαντήσω, ό, τι κι αν με ρωτήσετε δε θα ξέρω να σας απαντήσω, διότι εγώ δεν είχα ποτέ την τύχη να τελειώσω το σχολείο για να ξέρω να απαντώ σε ερωτήσεις ». Ο Σοφός τον κοίταξε απορημένος, χωρίς να μιλήσει. Πέρασαν μερικά λεπτά και τέλος του είπε: «Καλέ μου…» ο Σοφός σταμάτησε για λίγο. «Αγράμματο με φωνάζουν Σοφέ μου κύριε» απάντησε ο αγράμματος κατανοώντας την απορία του Σοφού. Ο Σοφός συνέχισε τα καλά του λόγια: «Καλέ μου αγράμματε, δε χρειάζεται να αποκαλείς τον εαυτό σου έτσι, δε φταις εσύ για την τύχη σου. Τώρα λοιπόν πες μου το όνομα με το οποίο σε βάφτισαν» είπε και κοίταξε τον αγράμματο με συμπόνια. Ο αγράμματος δίστασε για λίγο καθώς ντρεπόταν να πει το όνομά του , για να μην ντροπιάσει την οικογένειά του για αυτό που έγινε. Κοίταξε το Σοφό κύριο που στεκόταν μπρος του και περίμενε να βγει η απάντηση από το στόμα του. Τέλος απάντησε με ντροπή: «Σοφέ μου κύριε, το όνομά μου είναι Στέφανος, της οικογένειας Καραχαλίας» και με μια γρήγορη ματιά κοίταξε τον κύριο. Ο Σοφός έμεινε κατάπληκτος αφότου άκουσε το όνομα του αγράμματου. Βρήκε όμως γρήγορα την ψυχραιμία του. Έπιασε το χέρι του αγράμματου και με χαρά το κουνούσε πάνω-κάτω λέγοντας: «Χριστέ και Παναγιά μου, Στέφανε, πού χάθηκες τόσο καιρό; Πού κρυβόσουν και σε έψαχνα από τότε που έφυγες από το δημοτικό;». Στο πρόσωπο του αγράμματου είχε ζωγραφιστεί η απορία. «Καλέ, ο Χανς Φίλιας ο καλός σου φίλος από το νηπιαγωγείο είμαι, δε με θυμάσαι;» είπε ο Σοφός και με χαμόγελο κοιτούσε τον αγράμματο που είχε μείνει άφωνος, όταν κατάλαβε ποιον είχε μπροστά του, αλλά μερικά δευτερόλεπτα αργότερα του απάντησε γεμάτος δάκρυα από τη χαρά του: «Καλέ μου φίλε, πόσο ντρέπομαι που με βλέπεις έτσι, έχω να σε δω… δεκαέξι και δεκατέσσερα κάνουν τριάντα τέσσερα. Τριάντα τέσσερα χρόνια έχω να σε δω, τι κάνεις εδώ;» Ο Σοφός με ένα μικρό γέλιο απάντησε: «Ναι καλέ μου φίλε, τριάντα χρόνια έχουμε να συναντηθούμε, και πώς αλλάξαμε και οι δυο μας! Δεν αναγνωριζόμαστε πια» είπε αγκαλιάζοντας τον καλό του φίλο.

Ήταν και οι δύο ευχάριστα κατάπληκτοι που μετά από τόσα χρόνια ανταμώσανε εντελώς τυχαία

                  Περάκη Κάρμεν

Σχολιάστε

Top