ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΠΙΛΟΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ

27097452_A69B4E2E24A8BCAC1C386FB95AF981BC

Πριν πάρα πολλά χρόνια εδώ στην περιοχή μας είχε γίνει πολεμική σύγκρουση παιδιά. Εγώ τότε ήμουν πιτσιρικάς, εικοσι δυο χρονών μόνο. Θα σας αφηγηθώ μια ιστορία του πολέμου αυτού σχετικά με μένα. Μια ημέρα της Άνοιξης στάλθηκα να χτυπήσω τους αντιπάλους με το αεροπλάνο. Η μέρα ήταν χαρούμενη, η βλάστηση ανθισμένη και τα πουλιά κελαηδούσαν. Τι πιο ωραίο να βλέπεις τη μονοτονία του πολέμου να σπάει με τα χαρούμενα χρώματα της φύσης! Όμως εγώ στάλθηκα για πολεμική επιχείρηση στο αντίπαλο στρατόπεδο. Έπρεπε να βομβαρδίσω τους αντιπάλους. Φρικτό συναίσθημα. Αναγκασμένος, ξεκίνησα να φύγω για τη βάση των αντιπάλων. Εκείνη τη στιγμή κυριαρχεί ο φόβος. Ο φόβος για τη ζωή, ο φόβος για το τι θα δεις και ο φόβος για τις αναμνήσεις. Πιστέψτε με παιδιά, όσο ενθουσιασμένοι και να είστε ο πόλεμος δεν είναι παιχνίδι . η φρίκη που βγαίνει από αυτόν είναι τόσο μεγάλη που μπορεί να σε διαταράξει σε όλη σου τη ζωή. Καθώς έφτανα στη μεριά του αντιπάλου αντίκρισα πως εκτός από στρατιώτες είχαν και ζώα, πολλά ζώα. Γεμάτος απορία αλλά και αποφασιστικότητα έστριψα το τιμόνι και κίνησα κατά πάνω τους. Εδώ, με συνέπεια το τεράστιο δίλλημα. Εγώ ή αυτοί; Να ακολουθήσω τη διαταγή και να είμαι συνεπής ή να μην πατήσω το κουμπί και να έχω συνέπειες, μέχρι και θάνατο. Για μια στιγμή πάγωσα. Ο χρόνος σταμάτησε. Γρήγορα όμως «ξύπνησα» και έκανα ό,τι μου ανέθεσαν. Πάτησα το κουμπί. Σύντομα διέκρινα το χώρο να έχει αλλάξει. Οι αντίπαλοι φαινόταν να έχουν επηρεαστεί από τις βόμβες. Καθώς γύρισα το αεροπλάνο είδα ότι τα ζώα που έβοσκαν ανέμελα ήταν σφαγιασμένα. Αίματα, κομμένα μέλη και δυνατοί σπαραγμοί έρχονταν στο κεφάλι μου. Είχα χάσει την ανθρωπιά μου. Ξέχασα ότι τα καημένα ζώα δε φταίνε σε τίποτα και ότι δεν έχουν κάτι κακό με μας. Μετανιώνω  τόσο πολύ γι αυτή μου την απόφαση που θα προτιμούσα να πεθάνω, αλλά να σωθούν τα ζώα που ήταν αθώα. Παιδιά, ο πόλεμος δεν είναι κάτι χρήσιμο ούτε για τα έθνη ούτε για τις θρησκείες ούτε για τον άνθρωπο. Ο πόλεμος είναι η καταστροφή, η θόλωση του νου με αποτέλεσμα να διαπράττει απάνθρωπες πράξεις για το συμφέρον του. Έπειτα, ποιο συμφέρον; Τι νόημα έχει αν έχεις κατακτημένα εδάφη αλλά σκοτώνεις αθώες ζωές; Αυτό που έκανα ήταν λάθος και εσείς πρέπει να παραδειγματίζεστε και να μαθαίνετε, ειδικά στις δύσκολες εποχές που ζούμε. Σαν νέοι πρέπει να αποτρέψετε να γίνει πόλεμος ξανά αν και αυτός πλησιάζει. Σαν πιο έμπειρος σας αναθέτω να επιδιώκετε την ειρήνη και να είστε αγαπημένοι.

Ελευθέριος Παπαδόπουλος

Ήταν καλοκαίρι, δέκα χρόνια μετά τη λήξη του Παγκόσμιου πολέμου. Όλη η οικογένεια καθόταν  στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου όπου διέμεναν στη Νάξο αγναντεύοντας την απεραντοσύνη της θάλασσας. Ο μεγάλος γιος είπε: «Πάλι γίνεται πόλεμος …ποιος θα τον κερδίσει λες, πάτερα;». ο γερασμένος πια πρώην  πιλότος της Ιταλικής αεροπορίας αποκρίθηκε στον πλέον εικοσάχρονο γιο του: «δεν έχει σημασία ποιος θα κερδίσει αυτόν τον πόλεμο, σημασία έχει πως και οι δυο θα βγουν χαμένοι από αυτό το παιχνίδι…»

Ο γιος ξαφνιάστηκε με την απάντηση του πατέρα του, τον ρώτησε τι εννοεί, τότε ο Μπαρών του αποκρίθηκε κοιτώντας τη γαλάζια θάλασσα και αφήνοντας τον αέρα να του χαϊδέψει τα λευκά μαλλιά του: «όσο ήμουν πιλότος είδα τόσα και τόσα φρικιαστικά πράγματα, βαρέθηκα. Βαρέθηκα να ζω πια σε έναν κόσμο που παντού υπάρχει πόλεμος. Βαρέθηκα να βλέπω ανθρώπους να σκοτώνονται. Βαρέθηκα να βλέπω να καίγονται χωριά. Βαρέθηκα να βλέπω ανθρώπους να πεινάνε και να ξεσπιτώνονται». Δάκρυσε… ο γιος του τον ακούμπησε απαλά στον ώμο. Η γυναίκα του τού έδωσε το μαντήλι του και του είπε: «ηρέμησε, καλέ μου». Εκείνος όμως συνέχισε κοιτώντας στα μάτια τους δυο γιους του λέγοντας: «Κάποτε, πίστευα πως ήταν τιμή να πολεμάς για τη χώρα σου, μα τώρα πια ξέρω πως δεν έχει νόημα να σκοτώνεις ανθρώπους. Όλοι είμαστε αδέλφια. Όλοι είμαστε παιδιά ενός θεού. Θυμάμαι σε κάποια επαρχία κοντά στη Θεσσαλονίκη, είχα εντολή να βομβαρδίσω την περιοχή από τον αρχιστράτηγο, διότι εκεί είχαν ξεφορτώσει οι Έλληνες. Εκτόξευσα τις οβίδες από το αεροπλάνο και είδα να εκτινάσσονται και να θερίζουν όχι μόνο ζωές ανθρώπινες αλλά και τόσων αθώων ζώων. Έκλεισα τα μάτια μου για να μη βλέπω ούτε πλέον θόλωνα ξαναδώ…». Οι γιοι του τον κοίταξαν με κατανόηση και τέλος τους είπε: «Δε θέλω ποτέ να δω να σκοτώσετε αδελφό σας  για συμφέροντα άλλων, όλοι αθώοι είμαστε…».

Μαρία Λαοπόδη

Παιδιά  μου, γνωρίζετε πως σε λίγο καιρό έρχεται πόλεμος. Έχω ζήσει τον πόλεμο. Ξέρω πως είναι και σας πληροφορώ ότι είναι ό, τι πιο άσχημο μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος. Υπήρξα πιλότος βομβαρδιστικού αεροπλάνου  στον Παγκόσμιο πόλεμο. Πήρα εντολή από τον πύργο ελέγχου να πετάξω πάνω από τη χαράδρα και να ρίξω βόμβες σε αυτό το μέρος. Δεν ήθελα να το κάνω. Δεν μου πήγαινε η καρδιά να καταστρέψω αυτό το τοπίο με τα ζώα που ξεκουράζονταν. Έπρεπε να το κάνω όμως γιατί αλλιώς δε θα ήμουν μαζί σας αυτή τη στιγμή. Απογειώθηκα από το στρατιωτικό αεροδρόμιο και κατευθύνθηκα προς τη χαράδρα. Από την άλλη έλεγα μέσα μου πως δε θα το κάνω. Δε θα πάρω τη ζωή από αθώα πλάσματα που δεν έφταιξαν σε τίποτα. αν όμως δεν το είχα κάνει θα μου είχε πάρει άλλος τη ζωή. Όταν βρισκόμουν στον αέρα πάνω από τα ζώα, έκλαιγα με λυγμούς. Είχα ιδρώσει και ο ιδρώτας έσταζε. Την ίδια στιγμή πήρα εντολή να πατήσω το κουμπί που θα εκτόξευε τις οβίδες. Έκανα κύκλους πάνω από το μέρος. Δεν μπόρεσα να το κάνω με την πρώτη φορά. Ούτε και με τη δεύτερη .  Ο κυβερνήτης του πύργου ελέγχου μου φώναζε. Κάποια στιγμή το πήρα απόφαση. Έκλεισα τα μάτια μου και πάτησα το κουμπί. Οι οβίδες άργησαν να φτάσουν κάτω , μα όταν έφτασαν ένας φρικτός και ανυπόφορος θόρυβος γέμισε τα αυτιά μου. Όλη η λαγκάδα βόγγησε και από χιλιόμετρα μακριά άκουγα το ξεκοίλιασμα των ζώων που υπέφεραν. Δεν ήθελα να κοιτάξω. Έβαλα μπροστά τις μηχανές και έφυγα γρήγορα για το αεροδρόμιο. Τώρα, χρόνια μετά,  βρίσκομαι εδώ κοντά σας. Μετανιωμένος και ψυχολογικά τραυματισμένος για ό, τι έχω κάνει.

Σεραφείμ Αχλαδιανάκης

Ήταν 20 Μαΐου 1942. Τη θυμάμαι πολύ καλά την ημερομηνία… δε νομίζω να την ξεχάσω ποτέ.. όπως ξέρετε ήμουν πιλότος τότε και στη χώρα όπως και σχεδόν σε όλο τον κόσμο είχε ξεσπάσει πόλεμος, γνωστός ως Παγκόσμιος πόλεμος. Ο ανώτερος μου ανέθεσε την πρώτη μου αποστολή μετά από πολύ καιρό και έπρεπε να ρίξω βόμβες με το αεροπλάνο μου σε κοντινή θέση αντίπαλης χώρας. Καθώς ήμουν νέος και αφελής  είχα ενθουσιαστεί που θα συνέβαλα και εγώ στη νίκη της χώρας μου. Η ώρα ήταν γύρω στις τρεις το μεσημέρι. Χαρούμενος, αν και αρκετά αγχωμένος, πετούσα πάνω από την πόλη  που σε λίγο θα αφάνιζα. Από κάτω αχνοφαίνονταν παιδιά να παίζουν στους δρόμους ξέγνοιαστα. Είχε έρθει η ώρα …άρχισε να με πιάνει πανικός. Βλέποντας αυτά τα αθώα πλάσματα σκέφτηκα εμένα στην ηλικία τους. Έπρεπε να το κάνω, δεν έπρεπε να δειλιάσω… όχι τώρα. Σκέφτηκα ποιους θα απογοήτευα αν δεν έριχνα εκείνη τη βόμβα… τι θα σκέπτονταν για μένα οι συμπατριώτες μου μετά; Θα ήμουν ένας δειλός στα μάτια τους. Απλά πάτησα το κουμπί γρήγορα και πέταξα μακριά χωρίς να κοιτάξω πίσω… έφτασα πίσω στη βάση μου νιώθοντας έναν κόμπο στο στομάχι. Ο ανώτερος μου έδωσε συγχαρητήρια όμως δεν ένιωθα όπως περίμενα. Γύρισα σπίτι κουρασμένος την επόμενη μέρα όλες οι εφημερίδες έγραφαν για το «κατόρθωμά» μου. «δεν έμεινε τίποτα», ήταν ένας από τους τίτλους ενός άρθρου που διάβασα. Τίποτα… ούτε παιδιά να παίζουν πια …ούτε χαμόγελα …ούτε γέλια… δεν μπορούσα καν να φανταστώ τον πόνο που θα ένιωσαν εκείνη τη στιγμή. Προσπαθούσα για μέρες να πείσω τον εαυτό μου πως έκανα το σωστό. Πως ήμουν ήρωας. Πως εξόντωσα τον εχθρό. Όμως ο μόνος εχθρός που είχα ήταν ο ίδιος μου ο εαυτός. Για χρόνια προσπαθούσα να εξαφανίσω τους δαίμονες από το κεφάλι μου. Όμως δεν έπαυα να είμαι ένα τέρας. Χρειαζόταν μόνο να σκεφτώ τα παιδικά ουρλιαχτά και να αηδιάσω με τον εαυτό μου. Και τώρα πικραμένος σας διηγούμαι αυτή την ιστορία με σκοπό να σας κάνω να καταλάβετε ένα μόνο… ο πόλεμος είναι φρικτός.

Παναγιώτα Ιγνατιάδου

Σχολιάστε

Top