Οι μαθητές μας εμπνεύστηκαν από το «Γιατί;» του Μαγκλή
Ο ΠΟΛΕΜΟΣ
Για λίγο νερό κατέβηκε και έχασε τη ζωή του, μάλλον αυτή δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή του. Ο άλλος τον πυροβόλησε και πήρε την ζωή του μα σαν να το μετάνιωσε και βρέθηκε μαζί του. «Σήκω αδερφέ μου να χαρείς ετούτη δω την μέρα, πήγαινε να ξεκουραστείς, σε καρτερεί η μητέρα».
Μα εκείνος πια δεν άκουγε, το σώμα δεν κουνιόταν, τα συναισθήματα ανάμεικτα, δεν ήξερε τι του γινόταν. Έτσι όμως είναι ο πόλεμος, όλα τα καταστρέφει, τα σώματα και τις ψυχές σαν δέντρα τις μαραίνει.
Βασίλης Παπαχρήστος
|
Ο ΗΧΟΣ
Σαν άκουσα τον τρομερό ήχο αυτόν, που παίρνει ψυχές με κίνηση μόνο μία, συνειδητοποίησα ταυτόχρονα ότι είναι τόσο απλό, αλλά στο μυαλό μου υπήρχαν τύψεις και σκέψη άλλη καμία.
Μεμιάς πανικοβλήθηκα, θυμήθηκα ποιος είμαι, είμαι άνθρωπος απλός, και θέλω να “μαι αγνός
Προσπάθησα να σε σώσω, μα ήταν πια αργά και σου “πα λόγια αγάπης που εγώ μόνο άκουγα πια. Μαρία Μανιουδάκη
|
Η απελευθέρωση
Κι όπως ήταν νύχτα ξαστεριά στον ουρανό, ο στρατιώτης γύρισε να βρει τον πεθαμένο πια οχτρό. Καθώς κυλούσε το νεράκι χωρίς σταματημό, ο στρατιώτης καρτερούσε ν’ακούσει έστω έναν χτύπο μικρό μα δεν ήθελε να το πιστέψει, ότι τη ζωή του αθώου στρατιώτη είχε αφαιρέσει. Αλλά έτσι δεν ήθελε να τον αφήσει, τον αγκάλιασε και θρηνώντας έτεινε να τον καθαρίσει. Με δάκρυα τότε στα μάτια ο πόνος τον συνεπήρε, κι ένα κομμάτι της καρδιάς του σ΄αυτό το μέρος πια ανήκε. Δεν έφυγε όμως από ‘κει, Περίμενε ώσπου η ψυχή απ’ το σώμα του άλλου στρατιώτη ν’απελευθερωθεί. Φωτεινή Παππά
|
ΓΙΑΤΙ;
Ο νέος στρατιώτης τη σκανδάλη πάτησε και αμέσως ο εχθρός στη γη σωριάστηκε
Τα χείλια του ήταν πονεμένα και χλωμά και τα χέρια του έσφιγγαν την πληγωμένη του καρδιά
Ο νέος στρατιώτης αμέσως μετάνιωσε και τον πληγωμένο να σώσει προσπάθησε
Εκείνος όμως λόγια πια δεν άκουγε κι η ψυχή του σώμα του άφησε Σκαζίκη Έλλη
|
“Η αδικία του πολέμου”
Την νύχτα η μάχη κόπασε και ήρθε η ησυχία
και ο στρατιώτης άρπαξε τούτη την ευκαιρία.
Έσκυψε στην μικρή πηγή να πιεί κρύο νερό
και τον Θεό παρακαλεί να λήξει τον πόλεμο αυτό.
Ξάφνου εκεί που θα ‘φευγε γύρισε να κοιτάξει
ήταν ο εχθρός που ερχότανε και αυτός να ξεδιψάσει.
Ο στρατιώτης ξέχασε αμέσως τον Θεό
Και χτύπησε κατάστηθα με σφαίρα τον εχθρό.
Ο ξένος έπεσε στη γη με πόνο, χτυπημένος
με φόβο τον εκοίταξε μα και απορημένος.
Γιατί μου το ‘κανες αυτό; Είπε στον στρατιώτη…
Μανούλα έχω στο χωριό που περιμένει πρώτη..
Ακόμη έχω κοπελιά που έχω αγαπήσει
όνειρα κάναμε πολλά, μα ο θάνατος θα σβήσει..
Ο στρατιώτης ένιωσε την πίκρα του εχθρού
και η καρδιά του σφίχτηκε και έφυγε γι’ αλλού.
Δεν άντεχε, δεν ήθελε, τούτο να το περάσει,
τα μάτια του βουρκώνανε κι ήθελε ν’ αποδράσει.
Έτρεχε ασταμάτητα μέχρι που δεν μπορούσε
και αστραπιαία σκέφτηκε πίσω πως θα γυρνούσε.
Ένιωσε ότι ήταν άδικο αυτό που του ‘χει κάνει
και τον Θεό παρακαλεί να ζήσει μην πεθάνει.
Έφτασε και του άπλωσε το χέρι με στοργή,
βοήθησε λίγο νερό να σκύψει και να πιεί.
Του μίλησε χίλιες φορές για να τον συγχωρήσει
με δάκρυα πολύ καυτά έλεος να ζητήσει.
Καθώς η ώρα πέρασε και έπεσε το σκοτάδι
ο χτυπημένος φεύγει απ’ τη ζωή μαζί με ένα χάδι.
Ο στρατιώτης έλεγε σαν να ‘ τανε αδερφός του,
λόγια αγάπης μα «κανείς» δεν ήταν στο πλευρό του…
Αρετή Ροπόκη
ΓΙΑΤΙ;
Μετά τη μάχη τη σκληρή στο σούρουπο της μέρας,
ένας φαντάρος στέκεται τη δίψα του να σβήσει
ευχαριστώντας το Θεό που ακόμα έχει ζήσει.
Μα ξάφνου, να κι ένας οχτρός εξίσου διψασμένος
στέκεται εκεί και τον κοιτά, άοπλος, τρομαγμένος.
Ο υπηρέτης του στρατού, μεμιάς το όπλο ορθώνει.
Ξεχνά και δίψα και Θεό και τον εχθρό ζυγώνει.
Και ο οχτρός παρακαλεί ζωή να του χαρίσει,
και τη γριά μητέρα του, μόνη να μην αφήσει.
Μα ο φαντάρος δεν ακούει, δεν νιώθει, δεν λυπάται
και τη σκανδάλη την τραβά, να πάψει να φοβάται.
Και το Θεό λησμόνησε και βάφτηκε με αίμα
και δίχως οίκτο στέρησε το γιο απ’ τη μητέρα.
Με βογκητά και κλάματα ο νέος ψυχορραγούσε
και αναρωτιότανε γιατί το αίμα του κυλούσε.
Και τα όνειρά του έβλεπε να σβήνουν ένα-ένα,
για λευτεριά και επιστροφή σε εδάφη λατρεμένα!
Αμέσως σφίχτηκε η καρδιά τού νέου του στρατιώτη,
που είδε ευθύς να χάνεται του αλλουνού η νιότη.
Συγχώρεση τώρα ζητά και λέει φονιάς δεν είναι,
μα ξέχασε πως άνθρωπος και ο οχτρός του είναι.
Λόγια αγάπης προσφωνεί στο άψυχο το σώμα.
Λόγια αγάπης που κανείς δεν τα ακούει ακόμα.
Αχιλλέας Τσελίκης
Η ΠΗΓΗ
Ένας στρατιώτης διψασμένος πήγε να πιει νερό από την πηγή.
Ένας αντίπαλος τον συναντά και αυτός στην ίδια την πηγή.
Άοπλος όμως ήτανε, κι αυτό σε κακό θα του βγει.
Ο άλλος στρατιώτης οπλισμένος τράβηξε τη σκανδάλη
κι έφυγε τρομαγμένος.
Με τύψεις πολλές όμως γυρνά
για να βοηθήσει τον στρατιώτη που ξεψυχά.
Στο τέλος ο στρατιώτης έφυγε από τη ζωή,
μα και ο άλλος ο στρατιώτης που ζει,
από τις τύψεις είναι πια σαν να μην ζει.
Και όλοι αναρωτιούνται
ΓΙΑΤΙ;;;;
Καμπερίδης Γιάννης
Εξαιρετική η ιδέα και καταπληκτική η προσπάθεια των παιδιών!
Μπράβο, παιδιά!
Πολύ μας συγκινείτε!
Είμαστε με την ☮️!