« Θα σε πάρω όταν φτάσουμε»

Θα σε πάρω όταν φτάσουμε.

« Θα σε πάρω όταν φτάσουμε»

Θεσσαλονίκη, 17 Φεβρουαρίου 2043.  Κάπου ανάμεσα στην Τσιμισκή και στη Λεωφόρο Νίκης. Ώρα 7.30 το απόγευμα. Έχει νυχτώσει. Έχει έρθει η ώρα να πάω να πάρω τα δύο οκτάχρονα παιδιά μου από το φροντιστήριο. Στον δρόμο, αντίκρισα πάλι αυτή τη ζωγραφιά στον τοίχο, που στέκεται εκεί από το 24. Να τος πάλι ο κόμπος στο στομάχι. Η αναγούλα, η αδιαθεσία. Στέκομαι πάλι μπροστά στον παλιό τοίχο, κλείνω τα μάτια μου και τριγυρνούν πάλι στο μυαλό μου αυτές οι εικόνες.

Ήταν 28 Φεβρουαρίου 2023. Ήμουν 18 χρονών. Είχα κατέβει στην Αθήνα να δω παλιούς φίλους, να περάσουμε ένα τριήμερο μαζί όπως παλαιότερα, πριν μετακομίσω Θεσσαλονίκη. Εκείνο το βράδυ, επιβιβάστηκα με τον μεγάλο μου αδερφό στο τρένο των 8. Μας περίμενε η μητέρα μας με λαχτάρα. 4ο βαγόνι, θέση 144. Μας πήρε ο μπαμπάς τηλέφωνο, του είπε ο αδερφός μου « θα σε πάρω όταν φτάσουμε». Κάθισα στο παράθυρο, έβαλα ακουστικά και έγειρα πάνω στον αδερφό μου. Απόλαυσα την διαδρομή. Έπαιζε η λίστα που είχε φτιάξει ο φίλος μου για μένα, τα τραγούδια περνούσαν στα αυτιά μου και με γέμιζαν εικόνες. Εικόνες του τριήμερου, στιγμές που ξεχείλιζαν χαρά και γέλιο δεκαοκτάχρονων παιδιών, που σε λίγους μήνες θα έπαιρναν τη ζωή στα χέρια τους. Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον αδερφό μου να μου λέει « ξεκουράσου, έρχεται μεγάλη μέρα», ενώ μιλούσε στο τηλέφωνο με την κοπέλα του. Της έλεγε πώς περάσαμε ͘ πραγματικά πρώτη φορά τον άκουγα έτσι. Σαν μικρό παιδί. Το χρειαζόταν αυτό το τριήμερο. Άλλωστε, ζορίζεται κάθε μέρα, για να βγάλει την σχολή και μετά να πάει στην δουλειά του.

Φτάσαμε στη Λάρισα. Η ώρα ήταν περασμένη. Το τρένο καθυστερούσε. Μας είπαν θα αργούσαμε να ξεκινήσουμε. Πήγα μέχρι το πρώτο βαγόνι να πάρω κάτι να φάμε. Γύρισα πάλι κοντά στον αδερφό μου, ο οποίος είχε αρχίσει να νυστάζει. Έκατσα δίπλα στο παράθυρο, αυτός έγειρε πάνω μου και κοιμήθηκε. Το τρένο ξεκίνησε πάλι. Έβαλα την λίστα. Μουσική γεμάτη νόημα. Όπως τα λόγια του κάθε φορά που του μιλούσα. Ανυπομονούσα να φτάσουμε. Κοιτούσα έξω από το παράθυρο, σκεφτόμουν το σχολείο, το τριήμερο. Κοιτούσα τον αδερφό μου, τον θαύμαζα. Ήταν πρότυπο για εμένα. Ό,τι έκανε, το έκανε με αγάπη. Για αυτό κιόλας είχε καταφέρει τόσα. Κοιτούσα ύστερα όλο το βαγόνι. Γεμάτο φοιτητές και παιδιά. Γεμάτο ζωή και χαρά. Που να ήξερα τι θα ακολουθούσε…

 

Ώρα 11.20 περίπου. Εκεί που καθόμουν, άκουσα έναν δυνατό θόρυβο. Τραντάχτηκε όλο το τρένο. Πέσαμε όλοι κάτω. Μετά δεν ξέρω τι έγινε. Με ξύπνησε μετά από λίγη ώρα ένα παιδί, ούτε 10 χρονών. Το χέρι του γεμάτο αίματα. Ζαλιζόμουν απίστευτα. Με πλησίασε ένας φοιτητής, φαινόταν πιο ψύχραιμος από όλους τους υπόλοιπους. Το βαγόνι αναποδογυρισμένο, φοιτητές ούρλιαζαν, πολλοί οι τραυματίες, ίσως υπήρχαν και νεκροί, δεν ξέρω. Φρίκη στα μάτια όλων. Γέμισε το βαγόνι καπνούς. Σύντομα, δεν μπορούσαμε να πάρουμε ανάσα. Δεν είχαμε οξυγόνο. Δεν ξέραμε πώς να βγούμε. Σπάσαμε το ένα παράθυρο. Μα ο αδερφός μου δεν ήταν μαζί μου. Άρχισα να ουρλιάζω. Πού ήταν ο αδερφός μου; Πριν λίγο ήταν πάνω μου, κοιμόταν ήρεμος. Τώρα; Πού;

Βγήκα έξω τρέμοντας. Πολλά φώτα, όμως θολά. Δεν μπορούσα να δω καλά.  Ήρθε κοντά μου ένας κύριος, φαντάζομαι πυροσβέστης. Άρχισε να μου μιλά. Ούρλιαζα για τον αδερφό μου δεν άκουγα τι έλεγε. Δάκρυα στα μάτια μου. Δεν μπορούσα να ανασάνω από το κλάμα. Ήρθε μετά ένας άνδρας χτυπημένος, γεμάτος αίματα στο κεφάλι του και με πήρε αγκαλιά. Με έσφιξε πάνω του. Δεν μπορούσα να διακρίνω ποιος είναι. Γύρισα πίσω μου. Κοίταξα για πρώτη φορά κατάματα την κόλαση. Το τρένο είχε συγκρουστεί με ένα άλλο. Τα μπροστά βαγόνια καίγονταν. Φλόγες από παντού. Τα υπόλοιπα βαγόνια, αναποδογυρισμένα. Έξω από αυτά, οι άνθρωποι ούρλιαζαν. Περάσαμε από αυτή την κόλαση. Οι περισσότεροι δεν ήταν καλά.  Οι περισσότεροι σε σοκ. Έφυγα από την αγκαλιά εκείνου του άνδρα, μα πού είναι ο αδερφός μου; Κοίταξα τον άνδρα και ήταν εκείνος. Έχασα τις αισθήσεις μου εκείνη την ώρα.

Ξύπνησα στο νοσοκομείο. Ο αδερφός μου δίπλα, μου κρατούσε το χέρι. Ήμασταν και οι δύο καλά. Οι γιατροί είπαν πως μπορούσα να φύγω, δεν είχα κάτι σοβαρό. Ούτε εγώ, ούτε ο αδερφός μου. Μας είπαν πως πολλοί γονείς ήταν στα Τέμπη, εκεί που έγινε η σύγκρουση και αναζητούσαν τα παιδιά τους. Η μαμά, ο μπαμπάς, μπορούσε να ήταν εκεί. Το απόγευμα φύγαμε με τον αδερφό μου, επιστρέψαμε στο σημείο που συγκρούστηκαν τα δύο τρένα. Αυτό που αντικρίσαμε, δεν θέλω να το ξαναδώ. Μητέρες με δάκρυα στα μάτια αναζητούσαν τα παιδιά τους. Φρίκη και πόνος στα μάτια τους. «Θα τους βρούμε, όλα θα πάνε καλά» μου είπε ο αδερφός μου. Κάπου, μέσα στο πλήθος αναγνώρισα τον μπαμπά. Έτρεξα στην αγκαλιά του. Ένιωσα μια ανακούφιση, η μαμά φαινόταν ταραγμένη. Της ψιθύρισα «θέλω να πάω σπίτι, θέλω να δω τον παππού, θέλω απλά να φύγω». Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήγαμε σπίτι.

Ήταν όλοι εκεί. Είχα ηρεμήσει κάπως. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ για νύχτες όμως. Μάθαινα κάθε μέρα για τους νεκρούς. Ήταν 57. Σκεφτόμουν πως θα μπορούσα να είμαι εγώ μέσα σε αυτούς. Ή ακόμα χειρότερα, ο αδερφός μου. Πως μία λάθος επιλογή, η επιλογή θέσης, θα μπορούσε να μας στοιχήσει την ζωή. Δεν ήμασταν απλά εισιτήρια, ήμασταν ζωές.  Ήμουν ευγνώμων που ζούσα. Εκτίμησα το νόημα της ζωής. Με άλλαξε αυτή η τραγωδία. Δεν ήμουν ποτέ η ίδια. Οι δικοί μου με βοήθησαν πολύ. Όχι μόνο να ξαναβρώ τον εαυτό μου, αλλά να κοιμηθώ και να ξαναζήσω ήρεμα. Δεν έχω ξαναμπεί σε τρένο από τότε. Ούτε εγώ, ούτε ο αδερφός μου. Ακόμα με κυριεύει ο τρόμος όταν τα αντικρίζω.

Και στέκομαι τώρα, στα 38 μου χρόνια, μπροστά από αυτή τη ζωγραφιά. Σε δύο σχεδόν βδομάδες, πάνε 20 χρόνια από τότε. Νιώθω λες και ήταν χθες. Ελπίζω να μην το έχει ξεχάσει κανείς. Η ζωγραφιά που αντίκριζα, πρέπει να είχε γίνει από ανθρώπους που έζησαν την τραγωδία. Η κάθε πινελιά, συμβόλιζε κάτι. Αυτή η μορφή πάνω από τα τρένα, όταν την αντίκριζα, μου θύμιζε εκείνες τις μητέρες, που μπορεί να μην έχουν βρει τα παιδιά τους ακόμα και να μην τα βρουν ποτέ. «Είμαι τυχερή», σκέφτηκα. Εγώ έζησα. Μεγάλωσα. Παντρεύτηκα. Έκανα παιδιά. Ευχαριστώ κάθε βράδυ που ζω. Που γλίτωσα, που αναπνέω. Οι εικόνες αυτές όμως, θα γυρνούν για πάντα στο κεφάλι μου και εύχομαι να τις θυμάται ο κάθε άνθρωπος σε αυτή τη χώρα.

 

Ροντογιάννη Σοφία Γ’3

Το άρθρο γράφτηκε με αφορμή την συμπλήρωση 2 χρόνν από την τραγωδία στα Τέμπη.

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης