ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ «ΚΙ ΕΜΕΙΣ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΚΑΜΕ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΑΘΗΚΑΜΕ!»
της Αγγελικής Γιαννάκη
H γερμανική Κατοχή αποτέλεσε μια δύσκολη και σκληρή περίοδο, με πείνα, φτώχεια, αρρώστιες και θανάτους. Τα βασανιστήρια των κατακτητών στιγμάτισαν τους Έλληνες, σωματικά και ψυχολογικά. Ηρωική στάθηκε και η αντίσταση των γυναικών, οι οποίες καλούνταν να αντιμετωπίσουν καθημερινά κακουχίες και κινδύνους. Οι γυναίκες είχαν ένα διπλό πόλεμο: την αντίσταση στον κατακτητή και τον αγώνα για την επιβίωση της οικογένειάς τους. Οι μαρτυρίες της Ιωάννας Τσάτσου, συζύγου του προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Τσάτσου και της Άλκης Ζέη, σπουδαίας πεζογράφου και συγγραφέα καταγράφουν τον αγώνα των γυναικών.
Τα χρόνια της Κατοχής ήταν ιδιαίτερα δύσκολα, θυμάται η Ιωάννα Τσάτσου στο ημερολόγιό της. Το δικό της βίωμα υπήρξε βίωμα σχεδόν όλων των Ελληνίδων της εποχής. Θυμάται την πρώτη φορά, στις 15 Σεπτεμβρίου του 1941, που κρύψανε και σώσανε έναν Άγγλο, καταζητούμενο των Γερμανών. Ένιωθε τέτοια ικανοποίηση που, μαζί με πολλές άλλες γυναίκες αρχίσανε να βοηθάνε τους Άγγλους καταζητούμενους: τους έδιναν παλιά ρούχα και τρόφιμα και τους δάνειζαν φυλλάδια με τις στοιχειώδεις αγγλικές λέξεις μεταφρασμένες στα ελληνικά, γιατί όλοι αυτοί οι ξένοι έπρεπε να μοιάζουν και να συμπεριφέρονται όσο το δυνατόν λιγότερο με ξένους. Έτσι σιγά σιγά οργανώσανε μια ομάδα γυναικών που, εκτός από την προστασία των Άγγλων, αναλάμβανε να βοηθάει τα γυναικόπαιδα. Έβλεπαν τις μητέρες κάθε μέρα που μαζεύονταν στην οδό Βύρωνος, έξω από τα γραφεία του ΕΟΧΑ, και ζητούσαν βοήθεια.
Στο ημερολόγιό της η Ιωάννα Τσάτσου καταγράφει ιστορίες γυναικών που πάλεψαν να επιβιώσουν για να σώσουν τις οικογένειές τους . Η Άρτεμης Θεοφίλου με τέσσερα παιδιά, τα δύο μωρά έκλαιγαν με απόγνωση, επειδή έκλειναν τα δύο χρόνια και θα έχαναν το γάλα του Ερυθρού Σταυρού. Η Παναγάτου, που το παλικάρι της είκοσι χρονών πέθανε από οίδημα, έτρεμε για το πού θα βρει τα χρήματα να μεγαλώσει τα τρία μικρότερα. Η Τραμουντάνα, που ο άντρας της σκοτώθηκε, αγωνιούσε για να μεγαλώσει τα δύο της αγοράκια. Και άλλες αναρίθμητες μητέρες… «Τ’ αγαθά που προσφέραμε ήταν ελάχιστα και οι ανάγκες τους πολλές», αναφέρει η Τσάτσου χαρακτηριστικά.
Βέβαια οι μανάδες δεν υπέφεραν μόνο από έλλειψη υλικών αγαθών. Οι καθημερινές εκτελέσεις άφηναν χιλιάδες οικογένειες χωρίς προστάτη. Η μάνα του Αλεβιζάκη, τον οποίον εκτέλεσαν μαζί με τον Ιωαννίδη και τον Βαρκούδη, πάλευε κάθε μέρα μόνη της από τα ξημερώματα για να μεγαλώσει τα πέντε παιδιά της. Η Ευανθία Καλαμπούρα, που εκτέλεσαν τον γιο της, τον Γιάννη, έκλαιγε ασταμάτητα, ενώ έτρεμε και για τους άλλους γιους της, που ήταν επίσης καταζητούμενοι των Γερμανών. Η Χάρτσα, που σκοτώσανε και έθαψαν τα αγόρια της μπροστά στα μάτια της, έκλαιγε και οδυρόταν. Ποια μπορεί να είναι η παρηγοριά μιας μάνας, όταν βλέπει ανοιχτό μπροστά της τον τάφο των παιδιών της; Μια ομάδα εθελοντριών του Ερυθρού Σταυρού έκανε ό,τι μπορούσε για τις οικογένειες των εκτελεσθέντων. Βέβαια, εκτός από τα ψυχολογικά βάσανα, πολλές γυναίκες υπέστησαν και σωματικά βασανιστήρια: η Λένα Καραγιάννη, που έστελνε συμμάχους στην Αίγυπτο με το καΐκι της και έκρυβε Άγγλους, φυλακίστηκε από Ιταλούς στρατιώτες, ενώ η Κατίνα Δούση συνελήφθη και έμεινε κλεισμένη μήνες πολλούς στην φυλακή, όπου καθημερινά την ανέκριναν και τη βασάνιζαν.
Φριχτές αναμνήσεις, που όμως μας θυμίζουν πως, παρόλο που οι γυναίκες υπέστησαν απάνθρωπα βασανιστήρια και πολλές κακουχίες, κατάφεραν να αντισταθούν και να ξεπεράσουν τα εμπόδια της Κατοχής.
Η Άλκη Ζέη περιγράφει τις πρώτες ημέρες της Κατοχής ως μέρες πείνας, φόβου και στερήσεων αλλά και νέων εμπειριών: «Θυμάμαι σαν σήμερα -γράφει η Άλκη Ζέη- την ημέρα που η μητέρα μπήκε ανήσυχη στο δωμάτιο που μοιραζόμουν με την αδερφή μου, τη Ελένη, και άρχισε να φωνάζει «Ξυπνήστε, έγινε πόλεμος. Δεν έχει σχολείο σήμερα». Από εκείνη την ημέρα και μετά, εγώ και η Ελένη, μαθαίναμε με την κυρία Τριανταφύλλου, τη γειτόνισσα, πώς να πλέκουμε κάλτσες για τους στρατιώτες. Εγώ τρυπούσα τα δάχτυλά μου και πάντα μπέρδευα τις βελόνες… Η πολυκατοικία είχε αδειάσει. Όλα τα γυναικόπαιδα είχαν εγκαταλείψει την Αθήνα και είχαν καταφύγει στα χωριά τους. Εκεί είχε περισσότερο φαΐ και λιγότερες περιπολίες. Επίσης θυμάμαι την ημέρα που ο μεγάλος μου ξάδερφος, ο Δημήτρης, μας πρότεινε να γίνουμε «κουμπαρούλες», να δώσει δηλαδή τα ονόματα μας σε φίλους του στο μέτωπο και εμείς να τους γράφουμε δελτάρια για να τους εμψυχώνουμε. Εγώ έγινα κουμπαρούλα του Καββαδία, ενώ η Ελένη του Κώστα Δεσποτόπουλου. Ύστερα από λίγο καιρό, τα σχολεία ακόμα κλειστά, άρχισαν να γίνονται βομβαρδισμοί και να ηχούν συναγερμοί. Κάθε φορά που ηχούσαν, εγώ και η Ελένη τρέχαμε στο υπόγειο του σπιτιού των ξαδερφιών μας, όπου μαζεύονταν όλα τα γυναικόπαιδα της περιοχής, μέχρι να λήξει ο συναγερμός και να βεβαιωθούμε ότι μπορούμε να επιστρέψουμε σπίτι. Λίγες εβδομάδες μετά σταματήσαμε να πηγαίνουμε εκεί, γιατί δεν ήταν καλή η κατασκευή και υπήρχε κίνδυνος να καταρρεύσει. Θυμάμαι επίσης τη μητέρα να μαγειρεύει σε ένα μαγκάλι με μαύρη σκόνη, τον πυρήνα. Το κακό ήταν πως στα δωμάτια είχε παγωνιά και για να ζεσταθούμε έπρεπε να καθόμαστε όλοι μαζί τριγύρω του.Το ηλεκτρικό ρεύμα κοβόταν από το πρωί ως τις εφτά το βράδυ, έτσι έπρεπε ακόμα και να διαβάζουμε δίπλα στο μαγκάλι».
Αναφέρει επίσης η Ζέη πως πολλές γυναίκες συμμετείχαν ενεργά στην Αντίσταση, μια εκ των οποίων ήταν και η μητέρα της. Στο βιβλίο της περιγράφει την ένταξη της μητέρας της στο ΕΑΜ: «Τέλη του Σεπτέμβρη του’41 ήρθε η θεία μου, η Διδώ, να μας αναγγείλει την ίδρυση του ΕΑΜ, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «από ‘δω και πέρα κρατάμε στα χέρια μας την ελευθερία». Η μητέρα μου δέχτηκε να γίνει μέλος της, κρυφά από τον πατέρα φυσικά. «Μη μου ανάβεις φωτιές στο σπίτι μου», τον θυμάμαι να της λέει συχνά κι εκείνη άναβε πυρκαγιές. Ήταν δυναμική γυναίκα. Κάθε περίπου 10 μέρες μαζεύονταν στο σπίτι μας, η Διδώ, η Μέλπω Αξιώτη, η Καίτη Ζεύγου, η Μαρία Σβώλου και η νεότερη από όλες, η Ηλέκτρα, την οποία βασάνισαν και εκτέλεσαν οι Γερμανοί. Συνεδρίαζαν με τη μαμά. Κάθε φορά που η συνάντηση τελείωνε, εγώ και η Ελένη, αναλαμβάναμε ν’ αερίσουμε το σπίτι, μιας που όλες κάπνιζαν, πριν γυρίσει ο μπαμπάς και καταλάβει κάτι. Ποτέ κανείς δεν υποπτεύτηκε το σπίτι μας ως σημείο συνάντησης αντιστασιακών οργανώσεων. Όσον αφορά εμένα, πείναγα φριχτά, σε σημείο που, επειδή είχαμε μια πλούσια γειτόνισσα, την κυρία Τριανταφύλλου, -που ανέφερα και προηγουμένως-και βλέποντας τη γάτα της να τρώει περισσότερο από εμένα, δήλωσα στον πατέρα μου πως θα ήθελα να ήμουν γάτα της κυρίας Τριανταφύλλου. Εμείς τα μόνα τρόφιμα που είχαμε στο σπίτι ήταν λίγος καφές από ρεβίθια, κάτι φακές γεμάτες μαμούνια και λίγες σταφίδες όλο σκουλήκια…»
Μάλιστα η Άλκη Ζέη έγινε μέλος της ΕΠΟΝ και αγωνίστηκε μαζί με άλλους νέους και νέες για την αποτίναξη του γερμανικού ζυγού. Θυμάται: «Τον Φεβρουάριο του’43, ιδρύθηκε και η ΕΠΟΝ. Νέοι και νέες είτε μαζευόμασταν σε σπίτια με την πρόφαση κάποιου πάρτι είτε οργανώναμε εκδρομές στη φύση, ώστε να συνεδριάσουμε για θέματα της ΕΠΟΝ. Σκοπός της οργάνωσης ήταν να διώξουμε τους κατακτητές κι μόλις απελευθερωνόμασταν να φτιάξουμε μια χώρα όμορφη και ζηλευτή. Στην ΕΠΟΝ τυπώναμε στον πολύγραφο προκηρύξεις και οι γυναίκες, που το βράδυ έπρεπε να επιστρέφουν σπίτι είτε για να φροντίσουν τα παιδιά τους είτε επειδή τους το επέβαλαν οι γονείς τους, τρέχαμε να τις μοιράσουμε στα μαγαζιά. Ούτε κι εγώ ξέρω σε πόσα μαγαζιά έχω αφήσει προκηρύξεις χωρίς να με πάρουν είδηση… Μόνη μου παρηγοριά εκείνη την περίοδο ήταν το κουκλοθέατρο. Ήταν η εποχή που έγραψα τον Κλούβιο και μαζί με τις τότε φίλες μου παίζαμε κουκλοθέατρο με ξύλινες κούκλες από αλευρόκολλα, που προμηθευόμασταν από την πλούσια ξαδέρφη μια φίλης μου».
Τέλος, αναφέρει πως ανεξίτηλη στη μνήμη της έμεινε η ημέρα της απελευθέρωσης. Γράφει χαρακτηριστικά: «Η ημέρα όμως, που κάθε λεπτομέρειά της, θα μείνει ανεξίτηλη στο πέρασμα του χρόνου είναι η 12η Οκτωβρίου του’44. Ορκίστηκα να μην ξεχάσω ποτέ με πόση χαρά και αγαλλίαση οι άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους και φώναζαν «Φύγανε οι Γερμανοί! » χοροπηδούσαν και χόρευαν σε όλες τις πλατείες της Αθήνας. Σκληρά χρόνια, γεμάτα τρόμο και αγωνία, όμως η ημέρα της απελευθέρωσης ήταν πραγματικά λυτρωτική.».
ΠΗΓΕΣ
Ιωάννα Τσάτσου, Φύλλα Κατοχής, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ
Άλκη Ζέη, Μολύβι φάμπερ νούμερο δύο, εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
εικόνα άρθρου:1944 Δίστομο, D. Kessel, Ελλάδα 1944, ΑΜΜΟΣ, 1997, εικ 19 ( Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού)