ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟ ΜΟΥ ΠΟΥΛΙ…
Η ΞΕΝΙΤΙΑ ΜΙΑΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΣΕ ΤΡΕΙΣ ΗΠΕΙΡΟΥΣ
της Αγγελικής Δημητρίου
Μπορεί μια οικογένεια να ζήσει σε τρεις ηπείρους; Ναι, μπορεί και αυτή είναι η ιστορία της οικογένειάς μου που έζησε για χρόνια πολλά σε τρεις ηπείρους.
Θα ήθελα λοιπόν να σας μιλήσω για τρεις αγαπημένους μου ανθρώπους: τον παππού μου τον Δημήτρη, τη γιαγιά μου την Κατερίνα και τη γιαγιά μου τη Σταματία.
Αρχικά θα γνωρίσουμε την ιστορία του παππού μου, του Δημήτρη. Ακούγοντας τις ιστορίες που μου έλεγε όταν ήμουν μικρή, μου προκάλεσε το ενδιαφέρον και θέλησα να μάθω τι ακριβώς συνέβη στη ζωή του.
Άρχισα να εξετάζω το θέμα αυτό, όταν ασχοληθήκαμε στο μάθημα της ιστορίας στην έκτη δημοτικού με το ζήτημα της μετανάστευσης, όμως αργότερα θέλησα να ερευνήσω αυτό το θέμα περισσότερο. Μια μέρα, λοιπόν, συζητώντας με τον παππού μου τον ρώτησα: «Γιατί τότε φύγατε από την Ελλάδα;» και «Πώς τα βγάλατε πέρα στην ξενιτιά με όλες αυτές τις δυσκολίες;».
Μετά από τις ερωτήσεις που του έθεσα και τις απαντήσεις που πήρα από εκείνον, συμπέρανα ότι η Ελλάδα πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αμέσως μετά, αντιμετώπισε μια μεγάλη οικονομική κρίση και πολλοί άνθρωποι μετανάστευσαν σε άλλες χώρες και ηπείρους, για να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή για αυτούς και τα παιδιά τους.
Αναζητώντας τις ρίζες μου στην Αυστραλία
Όμως πριν από όλα τα ενδιαφέροντα γεγονότα που θα σας διηγηθώ, θα ήθελα να σας παρουσιάσω τον παππού μου. Ο παππούς μου γεννήθηκε σε ένα χωριό της Αρκαδίας τον Ιανουάριο του 1940. Το 1941 ο πόλεμος ήταν πραγματικότητα και στην Ελλάδα. Τότε οι συνθήκες ήταν πολύ δύσκολες. Ειδικά για τους γονείς του, που είχαν άλλα επτά παιδιά. Η μητέρα του και ο πατέρας του πήγαν στην Αυστραλία, για να αναζητήσουν εργασία, που στην Ελλάδα δεν γινόταν να βρουν. Όταν ο παππούς μου ήταν ενός έτους, τα τρία από τα επτά αδέρφια του αρρώστησαν και έχασαν τη ζωή τους καθώς δεν υπήρχαν τα απαραίτητα φάρμακα για την αρρώστια αυτή στην Ελλάδα. Το 1960, που ο παππούς μου ήταν είκοσι χρονών, τα αδέρφια του και εκείνος πήγαν στην Αυστραλία, για να βρουν τους γονείς τους. Τότε δεν ήταν εύκολο να φύγουν, διότι το κόστος ενός ταξιδιού ήταν υψηλό.
Ας γνωρίσουμε όμως την ιστορία του παππού μου με τα δικά του λόγια:
«Γεννήθηκα σε ένα χωριό της Αρκαδίας, τον Ιανουάριο του 1940. Όταν ήμουν ενός έτους, οι γονείς μου πήγαν στην Αυστραλία μόνοι τους. Μετά από λίγο καιρό, την περίοδο που διέμενα μαζί με τα αδέρφια μου στην Ελλάδα, τρία από τα αδέρφια μου αρρώστησαν και πέθαναν. Το 1960, όταν ήμουν δηλαδή είκοσι ετών και είχα σπουδάσει την τέχνη της κομμωτικής, εγώ με τα υπόλοιπα αδέρφια μου πήγαμε στην Αυστραλία. Η ανάγκη για μετανάστευση ήταν μεγάλη λόγω της ανεργίας, άρα και του βιοπορισμού. Τότε λοιπόν πάρθηκε η απόφαση να φύγουμε με τον μεγάλο αδερφό μου. Όταν φτάσαμε στο Σίδνεϋ, εργάστηκα ως κομμωτής σε ένα κομμωτήριο της γειτονιάς. Ύστερα, εγώ με δύο αδέρφια μου ανοίξαμε το δικό μας κομμωτήριο και εργαστήκαμε εκεί για λίγο καιρό. Όταν ήμουν σχεδόν πενήντα δύο ετών, αποφάσισα να ταξιδέψω στην Ελλάδα για διακοπές. Μου είχε λείψει πολύ η πατρίδα μου! Τότε αποφάσισα να παντρευτώ και να κατοικήσω μόνιμα στην Ελλάδα. Απέκτησα μία κόρη και άνοιξα ένα κομμωτήριο. Για να μπορέσω να αγοράσω όμως ένα σπίτι που να είναι εξ ολοκλήρου δικό μου, χρειάστηκε να δανειστώ κάποια χρήματα. Δεν ήταν εύκολο να εξοφλήσω το δάνειο με τα κέρδη μου από το κομμωτήριο και στο τέλος, αναγκάστηκα να το κλείσω. Μετά από λίγο καιρό συνταξιοδοτήθηκα. Ακόμα και τώρα που είμαι ογδόντα τριών ετών θέλω να επισκεφθώ την Αυστραλία, αφού από εκεί έχω πολλές αναμνήσεις. Εκεί άφησα τα αδέρφια μου, για να κατοικήσω μόνος μου στην Ελλάδα.»
Αναζητώντας τις ρίζες μου στη Σουηδία
Στη συνέχεια, θα σας αφηγηθώ την ιστορία της γιαγιάς μου της Κατερίνας. Από τότε που ήμουν μικρή και την επισκεπτόμουν στο χωριό, θυμάμαι να κάθομαι κοντά της, δίπλα στο τζάκι. Συζητούσα μαζί της για τα παιδικά της χρόνια, τη ρωτούσα για τους γονείς της και την παρακολουθούσα προσεκτικά να μου αφηγείται αυτή την ιστορία. Αν διαβάσετε λοιπόν την ακόλουθη ιστορία θα συνειδητοποιήσετε ότι δεν αναφέρεται στη γιαγιά μου, όπως η προηγούμενη περιπέτεια του παππού μου, αλλά στους γονείς της. Βλέποντας τις φωτογραφίες της που είχε κρεμασμένες στον τοίχο, παρατήρησα ότι σε αυτές η γιαγιά μου ήταν χωρίς τους γονείς της.
Πέρυσι λοιπόν το καλοκαίρι, καθώς μιλούσα με τη γιαγιά μου, τη ρώτησα αν μπορεί να μου πει τι είχε συμβεί με τους γονείς της και πώς έμεινε στα παιδικά της χρόνια με τη γιαγιά και τον παππού της. Αναζήτησα τις ίδιες πληροφορίες από τον αδερφό της, δηλαδή τον θείο μου, και κατέληξα στο εξής συμπέρασμα: ακόμα κι αν δεν θες να αφήσεις το σπίτι σου, πρέπει να το κάνεις για την οικογένειά σου, ώστε να μπορέσουν τα παιδιά σου να μεγαλώσουν με άνεση και ασφάλεια.
Πριν από την ιστορία που θα σας διηγηθώ, θα ήθελα να σας παρουσιάσω τους γονείς της γιαγιάς μου. Η προγιαγιά μου και ο προπάππους μου κατοικούσαν στην πόλη των Ιωαννίνων. Τότε δεν υπήρχαν πολλές δουλειές και αναγκάστηκαν να φύγουν από τα Ιωάννινα, για να μπορέσουν να προσφέρουν στα παιδιά τους μια καλύτερη ζωή. Παρόλο που άφησαν τα παιδιά τους στους γονείς τους, έστελναν κάθε μήνα ένα χρηματικό ποσό για να μπορούν να μεγαλώσουν με όλες τις ανέσεις εκείνης της εποχής. Ένιωθαν ευτυχία που ακόμα κι από μακριά μπορούσαν να προσφέρουν στα παιδιά τους αγάπη, φροντίδα και χρήματα για την ανατροφή και την πρόοδό τους.
Ας ακούσουμε πώς μου διηγήθηκε η γιαγιά μου την ιστορία της:
«Οι γονείς μου φύγανε και πήγανε στη Σουηδία το 1968, όταν ήμουν στο δημοτικό σχολείο ακόμα. Τότε η Ελλάδα είχε μεγάλη φτώχεια και πολλοί Έλληνες αποφάσισαν να μεταναστεύσουν σε άλλες χώρες για μια καλύτερη ζωή. Η μητέρα μου δεν μας πήρε μαζί της, διότι θεωρούσε ότι η ζωή εκεί ήταν ελευθέρας ηθικής και φοβόταν μήπως πάθουμε κάτι κακό. Εργάστηκαν σε διάφορες δουλειές κι αποταμίευσαν ένα αρκετά μεγάλο χρηματικό ποσό, για να μπορέσουν να γυρίσουν στην Ελλάδα και να εργαστούν ως ελεύθεροι επαγγελματίες. Εγώ με τον αδερφό μου μείναμε με τον παππού και τη γιαγιά μας. Οι γονείς μου έστελναν χρήματα στον παππού και τη γιαγιά, για να μπορούν να μας φροντίζουν και να μας αναθρέφουν με άνεση. Στη Σουηδία οι γονείς μου έμεναν τρεις οικογένειες μαζί σε ένα μικρό σπίτι, ώστε να μοιράζονται τα έξοδα. Η μητέρα μου εκεί ζύμωσε μία μέρα ψωμί. Τότε μία Σουηδέζα τη ρώτησε τι μύριζε τόσο ωραία. Εκείνη της εξήγησε και της έδωσε να δοκιμάσει ό,τι είχε φτιάξει. Μετά διαδόθηκε ότι η μητέρα μου έφτιαχνε πολύ νόστιμο ψωμί και της ζητούσαν να ζυμώνει ψωμί και πίτες για σουηδικές οικογένειες. Έτσι εκτός από το ξενοδοχείο όπου δούλευε, μάζευε χρήματα και από τις παραγγελίες. Οι γονείς μου γύρισαν στην Ελλάδα γύρω στο 1977. Με τις οικονομίες τους έφτιαξαν ένα πτηνοτροφείο στα Ιωάννινα -μια αρκετά μεγάλη μονάδα- και έτσι μπόρεσαν να περάσουν το υπόλοιπο της ζωής τους πιο άνετα».
Αναζητώντας τις ρίζες μου στην Αίγυπτο
Αφού σας μίλησα για τις ιστορίες του παππού μου του Δημήτρη και της γιαγιάς μου της Κατερίνας, τώρα θα σας μιλήσω για την ιστορία της γιαγιάς μου της Σταματίας. Η απόφασή μου να σας μιλήσω για την ιστορία της προέκυψε στις καλοκαιρινές μου διακοπές. Κάθε καλοκαίρι πηγαίνω διακοπές με την οικογένειά μου και μένουμε σε ένα σπίτι που είχε ο παππούς της γιαγιάς μου στην Κάσο. Έτσι θέλησα να μάθω ποιος ήταν ο παππούς της γιαγιάς μου. Ρώτησα λοιπόν τη γιαγιά μου ποιος ήταν ο παππούς της και πώς αποκτήσαμε το σπίτι στο νησί.
Μέχρι τότε, γνώριζα κάποια πράγματα, όπως ότι τον 19ο αιώνα αρκετοί Έλληνες ταξίδεψαν στην Αίγυπτο, για να εργαστούν εκεί. Επιπλέον, ήξερα ότι πολλοί έφυγαν, γιατί στην Ελλάδα τότε το πρόβλημα της ανεργίας ήταν μεγάλο. Επιπλέον, η Κάσος συμμετείχε ενεργά στην ελληνική επανάσταση του 1821 και πλήρωσε το τίμημά της αυτό με το Ολοκαύτωμα στις 7 Ιουνίου του 1824. Επομένως πολλοί νησιώτες από την Κάσο και το Καστελόριζο αναγκάστηκαν να φύγουν, ώστε να μπορέσουν να επιβιώσουν. Το 1859 ξεκίνησε στην Αίγυπτο η διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ κάτω από τη γενική επίβλεψη του Γάλλου Φερντινάν ντε Λεσσέψ. Πολλοί Κασιώτες λοιπόν εγκαταστάθηκαν στις πόλεις Σουέζ και Ισμαηλία, όπου τα δύο τρίτα των κοινοτήτων αυτών ήταν Κασιώτες. Ο ξεριζωμός αυτός ήταν τόσο μεγάλος για τους ανθρώπους αυτούς, ώστε να φτιαχτεί και μια κασιώτικη μαντινάδα που αναφέρεται στο γεγονός αυτό: «να ταν να ζει ο Ντε Λεσέψ, ήθελα τον δικάσω / που σπίτωσε την έρημο κι ερήμωσε την Κάσο».
Η κατασκευή της Διώρυγας τελείωσε το 1869, και η γιαγιά μου μού είπε ότι ο παππούς της πήγε στη Διώρυγα το 1890, όταν ήταν έξι χρονών και έζησε κοντά στα άλλα έξι μεγαλύτερα αδέρφια του, τα οποία κατοικούσαν ήδη στην Αίγυπτο και εργάζονταν εκεί. Οι συνθήκες εργασίας τους όμως ήταν φρικτές, διότι ένα μεγάλο μέρος των εργατών νοσούσε από ελονοσία, χολέρα και δυσεντερία. Ακόμα, σύμφωνα με πηγές από την Κάσο, ο πλοηγός του πρώτου πλοίου που πέρασε από τη Διώρυγα ήταν Κασιώτης. Κατέληξα λοιπόν στο συμπέρασμα ότι οι Έλληνες που έφυγαν από την πατρίδα, γιατί στην Ελλάδα δεν είχαν τύχη, ως μετανάστες βρήκαν την τύχη τους στα ξένα μέρη, όπου εργάστηκαν σκληρά, και μπόρεσαν να ζήσουν και να αναθρέψουν τα παιδιά τους.
Ακολουθεί η αφήγηση της γιαγιάς μου για τον δικό της παππού και την περιπέτειά του στην Αίγυπτο:
«Ο παππούς μου γεννήθηκε το 1884 στην Κάσο, ένα νησί των Δωδεκανήσων. Όταν ήταν μικρό παιδί με τα αδέρφια του, πήγαν στην Αίγυπτο, στο Πορτ Σάιντ, γιατί είχε πεθάνει η μαμά τους και δεν μπορούσαν να εργαστούν στην Ελλάδα Τα αδέρφια του ελπίζοντας για μια καλύτερη ζωή, εργάστηκαν για να φτιαχτεί η διώρυγα του Σουέζ. Όταν έφτασε είκοσι ετών, κατετάγη στον αγγλικό στρατό και πήγε στην Αλεξάνδρεια. Παντρεύτηκε τη γιαγιά μου τη Σταματία και απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Ένα από αυτά τα παιδιά ήταν ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου επέστρεψε από την Αλεξάνδρεια στην Ελλάδα το 1959 μαζί με εμένα και τη μαμά μου∙ τότε εγώ ήμουν πέντε ετών. Εργάστηκε σε μια αεροναυτική εταιρία και απέκτησε άλλους δύο γιους.»
Μετά από αυτές τις ιστορίες που σας διηγήθηκα αισθάνομαι περήφανη για τις ρίζες μου και πιστεύω πως καθένας από εμάς οφείλει να γνωρίζει τους προγόνους του και τον τόπο ή ακόμα καλύτερα τους τόπους της καταγωγής του.
ΠΗΓΕΣ
Συνέντευξη του παππού μου Δημήτρη Νικολόπουλου.
Συνέντευξη της γιαγιάς μου Αικατερίνης Δημητρίου.
Συνέντευξη της γιαγιάς μου Σταματίας Νικολοπούλου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αλέξανδρος Κιτροέφ, Οι Έλληνες και η Διαμόρφωση της Νεότερης Αιγύπτου, εκδ. Κλειώ, Αθήνα, 2022.
Τζελίνα Χαρλαύτη, «Το Σουέζ των Ελλήνων, από τους Κασιώτες έως τον Ωνάση», εφημ. Καθημερινή, 4/2/2024 (https://www.kathimerini.gr/istoria/562864708/to-soyez-ton-ellinon-apo-toys-kasiotes-eos-ton-onasi/ ).
εικόνα άρθρου: Βλάσης Κανιάρης, Εγκατάσταση από την περιοδεύουσα έκθεση στη Δυτική Γερμανία «Gastarbeiter-fremdarbeiter»