Dedemin insanlari – Oι άνθρωποι του παππού μου – 2011

Η ταινία είναι εν μέρει αυτοβιογραφική, εφόσον ο σκηνοθέτης της ταινίας έγραψε το σενάριο, ανατρέχοντας στην ιστορία της δικής του οικογένειας και στον τρόπο που εγκαταστάθηκαν στη Δυτική Τουρκία αφού άφησαν την Κρήτη και την Ελλάδα, τη δεκαετία του 1920 μετά τη συνθήκη της Λωζάνης, γνωστή επίσημα ως Σύμβαση για την Ανταλλαγή των ελληνικών και τουρκικών Πληθυσμών, το 1923.Η συμφωνία προβλέπει την ταυτόχρονη ανταλλαγή των Ορθοδόξων Χριστιανών (οι οποίοι θα μεταφέρονταν στην Ελλάδα) και των Μουσουλμάνων (οι οποίοι θα μεταφέρονταν στην Τουρκία). Τα άτομα που μεταφέρθηκαν λόγω της συμφωνίας έφτασαν στα περίπου δύο εκατομμύρια (περίπου 1,5 εκατομμύριο Έλληνες της Τουρκίας και 500.000 Μουσουλμάνοι στην Ελλάδα). Οι ανταλλάξιμοι, σύμφωνα με τη σύμβαση ανταλλαγής, θα απέβαλαν την παλιά ιθαγένεια και θα αποκτούσαν την ιθαγένεια της χώρας στην οποία εγκαθίσταντο.

tourk

Η ταινία είναι γύρω από μια οικογένεια της οποίας ο παππούς αναγκάστηκε να φύγει στην παιδική του ηλικία από την Κρήτη, ως ανταλλάξιμος σύμφωνα με την συνθήκη της Λωζάνης και να εγκατασταθεί στα μικρασιατικά παράλια. Η οικογένεια, παρά τις προκαταλήψεις  και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά την εγκατάστασή της,  κατάφερε τελικά να εγκατασταθεί στην Τουρκία με επιτυχία και το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας διαδραματίζεται στη δεκαετία του 1970, όπου ο παππούς είναι ιδιοκτήτης καταστήματος, ο γαμπρός του είναι αντιδήμαρχος και ο μικρός εγγονός του είναι ένα αναιδές, κακομαθημένο παιδί που όμως τα πάει καλά στο σχολείο. Ο νεαρός εγγονός, βέβαια,  αντιδρά βίαια με τον ίδιο προκατειλημμένο τρόπο σε ένα νέο κύμα νέων μεταναστών στη γειτονιά τους, έχοντας γίνει πιο ντόπιοι από τους ίδιους τους ντόπιους. Η σύγκρουση που αναπτύσσεται μεταξύ παππού και εγγονού, παρά τη μεγάλη τους αγάπη ο ένας για τον άλλον εξερευνάται όμορφα από την ταινία. Οι φίλοι του Οζάν τον κοροϊδεύουν αποκαλώντας τον «άπιστο», επειδή ο παππούς του, Μεχμέτ, είναι πρόσφυγας από την Κρήτη. Ο Οζάν φοβάται ότι θα απομονωθεί. Θυμώνει με την οικογένειά του, ιδιαίτερα τον παππού του, και τους προκαλεί πεισματικά, επιμένοντας, Τούρκοι είμαστε. Ο Μεχμέτ Μπέης, ο παππούς του Οζάν, είναι ένας αξιοσέβαστος καταστηματάρχης στην κοινότητα. Παίρνει τους ανθρώπους της πόλης υπό την προστασία του και τους βοηθά με τα προβλήματά τους. Ο Μεχμέτ Μπέης είναι γνωστός για την ανοχή του και η στάση του εγγονού του όχι μόνο τον ανησυχεί αλλά και τον στεναχωρεί. Τελικά, είναι μια ταινία ενηλικίωσης όπου η σχέση του εγγονού με τον παππού του αποτελεί το επίκεντρο της ταινίας, η οποία ωστόσο διερευνά περίπλοκα θέματα γύρω από θέματα εθνικότητας, ιδεολογίας, αίσθησης του ανήκειν, κοινότητας, προκατάληψης, μισαλλοδοξίας και της ματαιότητας του πολέμου.

d3nS5hyTXmvXqOhAs1khzL2oyuz

Στον παππού υπάρχει, όμως, πάντα η επιθυμία και η ελπίδα να επισκεφτεί το τόπο καταγωγής του. Διάφορα γεγονότα κάθε φορά που το παίρνει απόφαση το φέρνουν εμπόδια, όπως η τουρκική εισβολή στην Κύπρο κ.ά. Γράφει, όμως, γράμματα που τα κλείνει σε μπουκάλια και τα πετά στη θάλασσα με την ελπίδα να φτάσουν στην Κρήτη.

0E64A81300C5C068A845CBF4FEACBD2B_640x360

Στην ταινία εκφράζονται πλήθος συναισθημάτων όπως  πόνος, απογοήτευση, παράπονο, αδικία και έντονος ρατσισμός. Αυτά που υφίστανται οι άνθρωποι που πρέπει να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, τις περιουσίες τους, τον τόπο που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν, τους φίλους τους και γενικότερα ό,τι έχτισαν.  Τελικά, ο προσφυγικός πόνος είτε είναι ελληνικός είτε τούρκικος είτε οποιασδήποτε άλλης εθνικότητας… είναι ο ίδιος πόνος.

Χαρακτηριστικό σημείο, της ταινίας είναι μία παραπονεμένη φράση του παππού: «Εκεί είμαστε Τουρκόσποροι και εδώ γκιαούρηδες». Ανακύπτουν δύο πεδία αμφισβήτησης για τον πρόσφυγα: ο χώρος και η εθνική ταυτότητα. Το “εκεί” προφανώς είναι η Κρήτη/Ελλάδα και το “εδώ” η Τουρκία. Άνθρωποι που νιώθουν ότι δεν ανήκουν πουθενά, όχι με δική τους ευθύνη αλλά γιατί αυτό το αίσθημα προκαλείται πέρα από τις ιστορικές συγκυρίες και από τους γηγενείς, με αποτέλεσμα να αιωρούνται στο χώρο.

2 Σχόλια

Υποβολή απάντησης