Οι Κούκλες της Ειρήνης

Των Τάσου Φράγκου, Αλίκη Καστανά, Νάσου Σταμούλη, Μαρίνου Κανάτσι

Η κ. Ειρήνη Πρίντεζη-Φράγκου είναι μια εντελώς ξεχωριστή περίπτωση στον χώρο των εικαστικών τεχνών. Δημιουργεί κούκλες ανεπανάληπτης μοναδικότητας συνδυάζοντας τη ζωγραφική με τη μικρογλυπτική και τη ραπτική τέχνη. Κούκλες, φτιαγμένες με μια άγνωστη, τουλάχιστον στην Ελλάδα, τεχνοτροπία: τα γυμνά μέρη της κούκλας είναι πλασμένα με μια ειδική τεχνική από βαμβάκι και κόλλα και στη συνέχεια ζωγραφισμένα. Εκτός από το βαμβάκι και την κόλλα, χρησιμοποιούνται συμπληρωματικά και κατά περίπτωση και άλλα υλικά, όπως δέρμα, πηλό, μαλλιά κλπ. Τα ρούχα αποτελούν αντικείμενο επισταμένης λαογραφικής έρευνας και μελέτης. Είναι ραμμένα και κεντημένα στο χέρι και αποδίδουν πιστά και με λεπτομέρειες τις αυθεντικές παραδοσιακές φορεσιές κάθε περιοχής. Η κούκλα στα χέρια της κ. Ειρήνης Πρίντεζη-Φράγκου δεν είναι ένα απλό παιχνίδι, αλλά ένα πρόσωπο με οντότητα. Κύρια γνωρίσματα είναι η έκφραση του προσώπου και η συγκινητική απεικόνιση της εμφάνισης. Παράλληλα, η κίνηση, είτε ανεπαίσθητη, είτε εμφανής, προσδίδει στο έργο μια ιδιαίτερη χάρη.

Η κ. Ειρήνη Πρίντεζη-Φράγκου έχει μια ιδιαίτερη προσωπική ιστορία. Με καταγωγή από τη Σύρο, γεννήθηκε και έζησε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές της στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο, και στη συνέχεια στην Αμερικανική Σχολή Γραμμάτων και Τεχνών. Στην Αθήνα εγκαταστάθηκε μετά από τους τελευταίους διωγμούς του ελληνισμού του 1964. Έχει πραγματοποιήσει πολλές ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και έχει συγκεντρώσει πολλά επαινετικά σχόλια και διακρίσεις. 

Συνέντευξη

Τη δημιουργό συναντήσαμε στο σπίτι της, που λειτουργεί και ως το εργαστήριό της, στο Παγκράτι. Μας μίλησε για την τέχνη της και μοιράστηκε μαζί μας τις αναμνήσεις της από την Πόλη, αλλά και τα μυστικά του πολίτικου χαλβά.

-        Κ. Πρίντεζη, θα μας περιγράψετε τον τρόπο με τον οποίο φτιάχνετε τις κούκλες σας;

Το υλικό με το οποίο φτιάχνω τις κούκλες το φέρνω από την Κωνσταντινούπολη, γιατί εδώ δεν το βρίσκω. Μου το φέρνουν Τούρκοι φίλοι. Λέγεται κυτρέ και είναι ένα είδος μπαχαρικού. Γίνεται σαν κρέμα, η οποία κολλάει και σκληραίνει ταυτόχρονα.  Παίρνω το σύρμα και φτιάχνω τον σκελετό της κούκλας. Από πάνω με άλλο σύρμα φτιάχνω το κεφάλι. Βάζω χαρτί και βαμβάκι και την κόλλα και το δουλεύω. Πλάθω το υλικό, για να σχηματίσω τη μύτη, τα αυτιά κλπ. Το δουλεύω σαν γλυπτική. Απλώνω το βαμβάκι, όπου χρειάζεται, και κάποτε χρησιμοποιώ ακόμα και μια μεταλλική λίμα για να κάνω τα βαθουλώματα, και το δουλεύω με τα χέρια μέχρι να φτάσει στο σημείο που θέλω. Τα δάχτυλα τα φτιάχνω με ένα πολύ λεπτό σύρμα. Στρίβω το βαμβάκι στο λεπτό σύρμα και γίνονται τα δάχτυλα, αφού τα δουλεύω με την κόλλα. Φτιάχνω με τον ίδιο τρόπο πέντε δάχτυλα, τα βάζω δίπλα δίπλα και τα δένω με κλωστή. Βάζω κόλλα και πάλι βαμβάκι, για να γίνουν ομοιογενή. Όσο είναι υγρά, δουλεύονται και τους δίνω το σχήμα και την κίνηση που θέλω. Με τον ίδιο τρόπο φτιάχνω και τα πόδια. Όταν φτιάξω τον σκελετό, τον δένω με σκοινί και εφημερίδα για να σκληρύνει, ούτως ώστε να στέκεται, και ντύνω την κούκλα.

-        Πού μάθατε την τέχνη αυτή;

Η τέχνη αυτή είναι γνωστή στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί πήγα σε σχολή. Τότε η σχολή ήταν στο Πέρα. Τώρα την πήγαν απέναντι στον Βόσπορο. Πήρα μαθήματα κούκλας, αλλά και ζωγραφικής  και ραπτικής. Γιατί χρειάζεται και να τη ζωγραφίσεις την κούκλα και να τη ράψεις και να την κεντήσεις. Πρέπει να ξέρεις όλες τις τέχνες, για να μπορέσεις να δώσεις το τελικό αποτέλεσμα.

481256723_1193675258945224_1967422176304744863_n

-        Και οι φορεσιές τους;

Τις φορεσιές ψάχνω πολύ για να τις βρω. Και μερικές φορές είναι δύσκολο, γιατί κάποιοι άνθρωποι είναι επιφυλακτικοί. Μια γιαγιά σε ένα χωριό μια φορά, είχε μια φορεσιά και δεν μου την έδινε να τη δω για να τη φτιάξω. Μάλλον φοβήθηκε ότι θα την έπαιρνα για μένα. Μια άλλη γιαγιά στο ίδιο χωριό πήρε τη φορεσιά και την έριξε στα ξύλα για τη φωτιά. Δεν ξέρουνε οι άνθρωποι. Κάποτε γυρνούσαν οι γύφτοι στα χωριά και τους τις έδιναν και αυτοί έκοβαν τις φορεσιές και κομμάτι κομμάτι το έβαζαν σε φουστάνια και τα πουλούσαν σε τουρίστριες.

 -        Πολύ κρίμα. Οι άνθρωποι δεν έχουν γνώσεις και δεν αναγνωρίζουν την αξία των πραγμάτων μερικές φορές. Οι κούκλες που έχετε είναι πολύ όμορφες. Όλες τις έχετε φτιάξει εσείς;

Μερικές είναι πολύ παλιές και μου τις έχουν δώσει. Αυτή η κούκλα με τα θαλασσιά είναι από το 1800 περίπου. Μου την έφερε μια κυρία. Ήταν ξεσκισμένη και τα μαλλιά της χάλια και εγώ, αφού τη συναρμολόγησα και έφτιαξα τα μάτια της που είχαν φύγει, της έβαλα φουστάνι και προέκυψε αυτό το αποτέλεσμα.

 -        Είναι πολύ όμορφη.

Ναι. Είναι πολύ όμορφη και πολύ παλιά. Αυτές οι κούκλες είχαν πρωτοβγεί στη Γερμανία. Αρχικά είχαν το στόμα τους κλειστό, γιατί δεν ήξεραν να το φτιάχνουν ανοιχτό και όταν το επιχειρούσαν τους έσπαγε. Μετά το κατάφεραν και έβαλαν και δοντάκια.  Κάποιες κούκλες τις έχω από παιδί, κάποιες τις απέκτησα αργότερα. Αυτή η κούκλα είναι σπασμένη. Είναι από πορσελάνη. Τώρα έχουν βγάλει ένα άλλο υλικό που μοιάζει με πορσελάνη, αλλά δεν σπάει. Το καροτσάκι στο οποίο την έβαλα το βρήκα πριν πολλά χρόνια στο Μοναστηράκι. Κανείς δεν το αγόραζε κι έτσι ο πωλητής μού το έδωσε φτηνά. Γι΄αυτήν την κούκλα από την Αταλάντη έκανα τουλάχιστον δύο μέρες να κεντήσω την ποδιά της. Έχει πολλή δουλειά και είναι τα πάντα στο χέρι. Όλα αυτά είναι κεντημένα.

-        Πόσο χρόνο χρειάζεται για να γίνει ένα έργο;

Η αλήθεια είναι ότι χρειάζεται χρόνος.  Το πιο σημαντικό είναι ότι πρέπει να ψάξεις. Και δεν είναι εύκολο να βρεθούν όλα αυτά που χρειάζεσαι για τη δουλειά. Για παράδειγμα, τη φορεσιά της Αίγινας δεν την έβρισκα πουθενά και αναγκάστηκα να πάω στην Αίγινα. Η τέχνη αυτή είναι πολύ ωραία και δύσκολη.

481077490_1193677312278352_8732009182937854866_n

 -        Πάντως, στη δουλειά σας φαίνεται να προσέχετε την κάθε λεπτομέρεια.

 Η κάθε δουλειά έχει τη λεπτομέρειά της και το ψάξιμό της. Έχω κάνει 95 κούκλες περίπου.  Έχω και ιατρείο κουκλών. Μου τις φέρνουν να τους βάλω μάτια, πόδια ή ό,τι άλλο. Έχω φτιάξει και κούκλες με τα επαγγέλματα που μας απαγόρευσαν οι Τούρκοι. Ο μπαμπάς μου ήταν ταπετσιέρης. Έφτιαξα μια κούκλα να του μοιάζει. Όλα είναι χειροποίητα. Έχω φτιάξει και τον κουρέα, τον μπερμπέρη, που λέγαμε στην Πόλη. Για να είναι πιο σωστή η αναπαράσταση, πιο πιστή, έριξα και τρίχες από το κούρεμα επάνω στον «πελάτη». Έκοψα και τον καθρέφτη. Αυτή η κούκλα πουλάει παγωτό και αυτή φτιάχνει παπούτσια. Είχα πάρει ξύλα και έφτιαξα το σκαμπό. Ο καρβουνιάρης μου αρέσει πολύ. Χρησιμοποίησα κανονικό κάρβουνο. Ακόμα και τις ρόδες που χρησιμοποιώ τις πήρα από παιχνίδι του γιου μου. Βλέπετε, όλα μπορούν να αξιοποιηθούν. Και αυτός ο άντρας είναι από τη Νάουσα. Οι άντρες στην Τουρκοκρατία ντύνονταν με γυναικεία φουστάνια, για να μην τους πιάσουν οι Τούρκοι και κατέβαιναν στα χωριά να δούνε τους δικούς τους.  Και εδώ η λατέρνα.

480829746_1192971852348898_245052105175480730_n

-        Ναι. Την ξέρουμε από τις ελληνικές ταινίες. «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο». Υπάρχει ακόμα μια λατέρνα στην Ερμού.

  Δείτε λεπτομέρειες. Έχει λουριά στην πλάτη, γιατί όταν τελείωναν με τη δουλειά τους, κουβαλούσαν τη λατέρνα στην πλάτη τους. Και αυτός είναι ο αρκουδιάρης. Πολύ βάρβαρο. Για να μάθουν οι αρκούδες να χορεύουν, ο «εκπαιδευτής» χτυπούσε το ντέφι και έβαζε φωτιά σε ένα ξύλο κάτω από την αρκούδα. Η καημένη η αρκούδα, για να μην καεί, άρχιζε να χοροπηδάει. Έτσι εκπαιδευόταν και σύμφωνα με τη θεωρία του Παβλόβ, όταν άκουγε το ντέφι, άρχιζε να χορεύει. Και μαζευόταν ο κόσμος στον δρόμο όταν πέρναγε ο αρκουδιάρης με την αρκούδα που χόρευε. Ήταν η διασκέδαση της εποχής. Πολύ βάρβαρο. Κακοποιούνταν το ζώο. Ευτυχώς που απαγορεύτηκε. Και αυτός είναι ο μαντζουντζής, φτιαγμένος με κάθε λεπτομέρεια. Έβαζε στον δίσκο γλυκό από λεμόνι, πορτοκάλι, νεράντζι, βύσσινο και έπαιρνες ό,τι ήθελες. Αυτό υπάρχει ακόμα στην Τουρκία. Μαντζούνι θα πει «κολλάει». Ήταν το γλειφιτζούρι της εποχής εκείνης. Ο μαντζουντζής ερχόταν έξω από το σχολείο μας και όταν σχολάγαμε παίρναμε. Και παρά τα χρώματα που χρησιμοποιούσαν για να φτιάξουν τα μαντζούνια τους, εμείς δεν πάθαμε ποτέ τίποτα.

482006036_1192984909014259_8421446271205868346_n

 -        Εσείς θελήσατε να ασχοληθείτε με την τέχνη αυτή από μικρή;

Πλέκω από 4 χρονών. Τα χέρια μου ήταν πιο μικρά από τις βελόνες και μου τις είχε κόψει ο μπαμπάς μου, για να μπορώ να τις χρησιμοποιώ.

-        Έχετε τόσες κούκλες εδώ! Ο γάτος δεν τις πειράζει;

Ο γάτος δεν πειράζει τίποτα. Στην πόλη πάντα είχαμε γάτες. Λέγεται ότι αν ένας Τούρκος σκοτώσει έναν γάτο, για να εξιλεωθεί πρέπει να χτίσει ένα τζαμί. Σκυλιά στην πόλη δεν θυμάμαι. Τις αγαπούσαμε πολύ τις γάτες και τις προσέχαμε. Παίρναμε κρέας και τα εντεράκια η μάνα μου τα έδινε όλα στα γατιά, γιατί εμείς ήμασταν «καλομαθημένοι» και δεν τα τρώγαμε. Τζιέρια τα ταΐζαμε. Τζιέρι είναι το συκώτι. Το έχουνε για έκφραση αγάπης: «τζιέρι μου», λένε. Ταΐζουνε πολύ τα γατιά και τα προσέχουνε πάρα πολύ.

-        Οι σχέσεις σας με τους Τούρκους εκεί πώς ήταν;

Πολύ καλές. Κάποτε πήγε κάποιος να με πειράξει και με προστάτευσε ένας Τούρκος. Ο πατέρας μου είχε έναν προϊστάμενο στο μαγαζί και πήγαιναν μαζί στην εκκλησία, παρόλο που αυτός ήταν Τούρκος. Έχουν και μια πολύ ωραία γιορτή εκεί: το σεκέρ μπαϊράμ, τη γιορτή της ζάχαρης. Μας έφερναν γλυκά και εμείς παίρναμε κρυφά από τα κάτω, για να μην το καταλάβει η μαμά και ο μπαμπάς. Οι άνθρωποι δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα.

-        Πηγαίνατε σε σχολείο ελληνικό; 

Εμείς πηγαίναμε σε ελληνικό σχολείο και τα τουρκάκια σε τουρκικό. Ήταν ιδιωτικά σχολεία, αλλά είχαμε και σχολεία ελληνικά που δεν ήταν ιδιωτικά. Τα μεγάλα μας σχολεία ήταν το Κεντρικό, που ήταν το πρώτο που είχε γίνει, και κάναμε διάφορα:  χειροτεχνίες, θέατρο, εκδρομές. Θυμάμαι ο αδελφός μου έκανε σχέδια με πριονάκι τα έκοβε και τα έκανε ζωάκια. Τα άλλα σχολεία ήταν το Ζάππειο, το Ιωακείμειο στο Φανάρι και η Μεγάλη του Γένους Σχολή, που ήταν τα αγόρια. Τέλειο σχολείο, μόνο να το βλέπεις. Και ήταν και το Ζωγράφειο Λύκειο. Πριν πάμε σχολείο ξέραμε ελληνικά και τουρκικά. Στην Τετάρτη τάξη κάναμε ελληνικά, τουρκικά και γαλλικά.

-        Γιατί όχι αγγλικά;

Τότε η πρώτη γλώσσα ήταν τα γαλλικά. Πάντως τα γαλλικά είναι ωραία γλώσσα. Και άμα την ξέρεις είναι πιο εύκολο να μάθεις και αγγλικά.

-        Και πώς ήρθατε στην Ελλάδα από την Κωνσταντινούπολη;

Ήρθαμε με τους διωγμούς το 1964. Το 1955 οι Τούρκοι μπήκαν στις εκκλησίες και λεηλάτησαν τα πάντα. Μπήκαν βράδυ και επειδή δεν βρίσκανε το φως, είχανε πάρει κεριά. Από έξω ήταν πολύ τρομακτικό το θέαμα. Βλέπαμε παντού φωτιές. Μπήκαν και στα μαγαζιά, παίρνανε τα τόπια τα υφάσματα και τα τραβούσανε. Στο Πέρα δεν μπορούσες να πατήσεις για μήνες. Είχανε ρίξει παντού υφάσματα, κρύσταλλα, ό,τι μπορείς να φανταστείς. «Η νύχτα των κρυστάλλων», όπως στη Γερμανία. Το Άκρον Ίλιον Κρυστάλ είχε στη γειτονιά μου κατάστημα. Τα σπάσανε όλα. Ένας μικρός κουβαλούσε ένα τσουβάλι και το γέμιζε με όλα τα χρυσαφικά από την εκκλησία. Και ήταν πολλά. Γιατί τα τάματα ήταν τόσα που δεν φαίνονταν η εικόνα από κάτω. Στη γειτονιά μας οι Τούρκοι ήταν λίγοι. Μια Τουρκάλα πήγε με την κόρη της και πήραν τα εξαπτέρυγα και τα έκρυψαν. Μετά έπιασε φωτιά και σκοτώθηκαν και οι δύο. Το δικό μας το μαγαζί το ρημάξανε οι Τούρκοι.  Πήγε την επόμενη ημέρα της καταστροφής ο πατέρας μου και βρήκε στάχτη. Έκλαιγε, θυμάμαι, αφού λεηλατήθηκαν τα πάντα. Το πρωί έγινε στρατιωτικός νόμος.

 -        Και φύγατε από την Πόλη μετά από αυτό το κακό;

Όχι. Δεν φύγαμε τότε. Αν ερχόμασταν τότε στην Ελλάδα, θα αγοράζαμε πολυκατοικία. Αλλά ο πατέρας μου δεν ήθελε, παρόλο που προσπάθησε ένας φίλος του να τον πείσει. Όσοι ήρθανε τότε, ήταν μια χαρά. Εμείς όμως μείναμε πίσω. Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Δεν υπήρχαν δουλειές. Όλα ήταν σπασμένα. Γίνανε βέβαια και μερικά ευτράπελα. Πήγαν οι Τούρκοι στην εκκλησία στο Πέραν, κρατώντας ο καθένας από ένα ξύλο, να τιμωρήσουν τους Γκιαούρηδες, για να μην τους πάρουν τις γυναίκες – γιατί έτσι τους είχαν φοβερίσει. Πήγαν λοιπόν να μπουν στην εκκλησία, αλλά δεν κατάλαβαν ότι άνοιγε η πόρτα από την άλλη μεριά και έσπρωχναν ανάποδα, και έτσι δεν μπόρεσαν να μπουν. Φώναζαν «Αλλάχ!», δηλαδή ο θεός δεν θέλει, κι έτσι γλίτωσε η Παναγία. Δεν είχαν μυαλό. Σε μια άλλη εκκλησία, ένα παιδάκι με τη μητέρα του τρομαγμένοι κρύφτηκαν κάτω από την Αγία Τράπεζα και με τις κινήσεις τους καθώς ήταν κρυμμένοι, φάνηκε στους Τούρκους ότι κινήθηκε η Αγία Τράπεζα, τρομοκρατήθηκαν και φύγανε φωνάζοντας «Αλλάχ! Αλλάχ!». Εμείς δεν είχαμε συνειδητοποιήσει τι γίνεται. Η πολυκατοικία μας ήταν τριώροφη, χωρίς ασανσέρ, όπως ήταν οι παλιές πολυκατοικίες. Στον πρώτο όροφο έμενε ένας Τούρκος αστυνομικός με την ελληνίδα γυναίκα του την Ελισσώ και την κόρη τους. Όταν ήρθαν οι Τούρκοι να ρημάξουν, κατεβαίνει ο Ρετζέπ – έτσι τον έλεγαν – με τη στολή του και το όπλο του και τους λέει «εξαφανιστείτε! Εδώ δεν υπάρχει κανένας χριστιανός». Και έτσι τη γλιτώσαμε. Ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Η Ελισσώ βάπτισε κρυφά την κόρη τους. Και αυτός όταν το έμαθε απόρησε: «Γιατί; Θα ερχόμουνα κι εγώ.». Αυτός ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Η Ελισσώ όμως όχι. Παίζανε τα παιδιά στον δρόμο και αν έφτανε η μπάλα σε αυτήν στο μπαλκόνι, την έπαιρνε και την κατέστρεφε.

-        Και πώς συνεχίστηκε η ζωή σας  στην Πόλη μετά από τους διωγμούς του 1955;

Ορθοποδήσαμε, γίνανε πάλι τα μαγαζιά, ξαναπήγαμε σχολείο και ξανακάναμε παρέες. Κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε στη Χάλκη.

-        Και πώς φύγατε, τελικά;

Tο 1964, όταν είδαν ότι δεν είχαμε σκοπό να φύγουμε, βγήκε ένα φιρμάνι «όποιος έχει ελληνική υπηκοότητα πρέπει να φύγει μέσα σε 24 ώρες». Τι να προλάβεις μέσα σε 24 ώρες; Μετά έδωσαν περιθώριο μια εβδομάδα. Πουλήσαμε τα πάντα, ό,τι μπορέσαμε. Είχαμε μόλις αγοράσει ένα πλυντήριο. Δεν το χάρηκε η μαμά μου. Πρώτα διώξαμε τον αδελφό μου, για να μην κάνει φαντάρος εκεί και αποκτήσει την τουρκική υπηκοότητα. Του έδωσαν την άδεια. Φύγανε όλοι οι νέοι. Κάθε Δευτέρα βράδυ στο Ταξίμ έκλαιγαν όλες οι μανάδες που έφευγαν τα παιδιά μας. Τότε η οικογένεια ήταν πολύ δεμένη. Μετά φύγαμε και η υπόλοιπη οικογένεια. Την άλλη μέρα βγάλανε έξω όλα μας τα πράγματα και τα κάψανε. Και για ποιο λόγο να το κάνει αυτό η Εβραία; Ο μπαμπάς μου της έδινε πράγματα. Γιατί να μας καρφώσει;

-        Και όταν ήρθατε στην Ελλάδα, πώς άλλαξε η ζωή σας;

Στην Πόλη ήμασταν γκιαούρηδες και εδώ που ήρθαμε ήμασταν τουρκόσποροι. Όμως εμείς δεν φέραμε τίποτα κακό στην Ελλάδα. Απεναντίας φέραμε την τέχνη μας, τη μαγειρική μας. Όλοι οι άνθρωποι που ήρθαν ήταν μορφωμένοι. Κανείς δεν ήταν αλήτης. Όλοι κάτι είχαν σπουδάσει. Όταν πρωτοήρθαμε, η Αθήνα ήταν χωριό. Κανένας δεν ήθελε να έρθει. Ένα σπίτι βαλίτσα δεν γίνεται. Όταν πρωτοήλθα το ΄64 μπήκα στο τρένο άσπρη και βγήκα μαύρη. Το τρένο ήταν ο «μουτζούρης».  Όταν κατεβήκαμε στον σταθμό Λαρίσης,  Σεπτέμβρης ήταν και είχε μια ζέστη περίεργη. Τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Στην πόλη δεν είχαμε τέτοια ζέστη. Αλλά, όπως ήταν η Αθήνα τότε, δεν είναι τώρα. Μείναμε στη Φιλαδέλφεια. Πολύ ωραία, αλλά αλλιώτικη. Έχω και ωραίες και άσχημες αναμνήσεις. Έψαξα να δουλέψω, αλλά όπου πήγαινα με έδιωχναν. Αρχικά ντρεπόμουν να μιλήσω και μετά «τους τα έχωνα». Είχα πάει σε ένα μαγαζί στην Ομόνοια, εκεί που σήμερα είναι το Hondos Center και κάθε μεσημέρι που σχολάγαμε, ανοίγανε τις τσάντες μας να δουν αν κλέψαμε. Μια δυο τρεις, τους λέω κι εγώ «τα κλεμμένα τα έχω σπίτι μου». Και με διώξανε. Και άλλα πολλά τέτοια. Θυμάμαι την πρώτη χρονιά, όταν ήρθαμε, εγώ ήμουνα καλομαθημένη, όπως όλα τα παιδιά. Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, μαζευόμασταν όλοι μαζί. Όμως στην Αθήνα τότε, την Πρωτοχρονιά 12 η ώρα δουλεύαμε. Όπως κατέβαινα να πάω σπίτι, μέναμε Σάρδεων τότε, ψιλοχιόνιζε και έκλαιγα στον δρόμο. Ο μπαμπάς μου περίμενε να πάει 12 η ώρα, γιατί στην πόλη έβγαιναν όλοι στο Πέρα και χτυπούσανε τις κατσαρόλες. Να διώξουμε τον παλιό τον χρόνο να ΄ρθει ο καινούργιος. Εδώ τι να κάνουμε; Στην Πόλη μαζευόταν όλο το σόι σπίτι μας. Γιορτάζαμε τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά… Και τώρα ήμασταν μόνη η οικογένεια σε ένα σπίτι. Οι μεγαλύτεροι περάσανε χειρότερα. Αρκετοί αυτοκτόνησαν κιόλας. Να σου κλείσουν το σπίτι, το μαγαζί να έχεις την ευθύνη των παιδιών, να έρχεσαι σε απελπισία. Άμα είσαι νεότερος, τα βλέπεις διαφορετικά. Πήγε και ο μπαμπάς μου να δουλέψει. Ο μπαμπάς μου, που έπαιρνε μια χούφτα καρφιά, τα έβαζε στο στόμα του και έβγαζε ένα ένα και κάρφωνε. Δεν μπορούσε εδώ: δούλευαν αλλιώς, με μηχανάκια σαν συνδετήρες. Και πήγαμε στην Κυψέλη και άνοιξε ταπετσιέρικο. Έτσι είχε μάθει. Ο μπαμπάς μου ήταν πολύ καλός άνθρωπος, πολύ χαμηλών τόνων. Κοιμόταν και φώναζε «Άστε με… Άστε με…». Φοβόταν στον ύπνο του μην τον πιάσουν οι Τούρκοι. Αν πήγαινε σε καμιά υπηρεσία, ζητούσε να πάω μαζί του. Πήγαμε στο Μοναστηράκι και πήραμε έπιπλα. Και ένα βράδυ, άκουγα θορύβους και άρχισα να φωνάζω «ένα μαμούνι!»…. Είχε κοριούς.

-        Προσαρμοστήκατε στη νέα πραγματικότητα σιγά-σιγά;

Με τον χρόνο όλα άλλαξαν. Όταν πρωτοήρθαμε εδώ, δεν μας καταλάβαιναν. Μιλούσαμε διαφορετικά. Μέσα στα ελληνικά βάζαμε και τουρκικά και γαλλικά. Π.χ. το ψυγείο το λέγαμε φριζιντέρ. Την τσίχλα τη λέγαμε τσικλέτα, από το τουρκικό τσικλέτ. Πήγα μια μέρα στο περίπτερο, στην Πλατεία Πατριάρχου στη Φιλαδέλφεια, για να πάρω μια τσίχλα και δεν ήξερα πώς να τη ζητήσω. Βλέπω μπροστά από μένα μια κοπελίτσα να ζητάει τσίχλα. Και με τον ίδιο τρόπο τη ζήτησα κι εγώ. Η μάνα μου πήγαινε στον μπακάλη να ψωνίσει και τον είχε τρελάνει. Μια μέρα πήγε να ζητήσει μια αμπούλα. Αδύνατον να καταλάβει αυτός. Λαμπτήρα γύρευε, από το γαλλικό αμπούλ. Μια μέρα που ήθελε να κάνει γλυκό, του ζήτησε λεμόντοζου. «Τι είναι αυτό;» «Άντε μπρες, δεν ξέρεις;», τσαντίστηκε η μάνα μου. Λεμόντοζου= η σκόνη από το λεμόνι. Καθαρά τουρκικά. Το ξυνό δηλαδή. Τώρα έχει αλλάξει και η γλώσσα. Η τουρκική χρησιμοποιούσε πολλές ξένες λέξεις. Όταν βρεθούμε μεταξύ μας στους συλλόγους που έχουμε, αμέσως μιλάμε πολίτικα, γιατί ξέρουμε ότι ο ένας θα καταλάβει τον άλλον.

-        Μέσα από τους συλλόγους που έχετε προσπαθείτε να διατηρήσετε την πολιτιστική σας ταυτότητα;

Προσπαθούμε, αλλά φοβάμαι ότι αν φύγει η γενιά η δικιά μου θα χαθεί εντελώς το πολίτικο και η ρωμιοσύνη. Η Ομοσπονδία προσπαθεί να μας πείσει να επιστρέψουμε στην Πόλη. Αλλά ποιος θα πάει τώρα; Έχουν αλλάξει και εκεί όλα. Είναι πάντως κρίμα να μην ξέρουν τίποτα τα νέα παιδιά. Εμείς είμαστε πιο Ρωμιοί από τους Ρωμιούς και κρατούσαμε και τις νηστείες και τα έθιμα. Το κακό είναι ότι τα παιδιά στα σχολεία δεν διδάσκονται, δεν μαθαίνουν τίποτα για την ταλαιπωρία, τον ξεριζωμό που περάσαμε χρόνια τώρα οι Πολίτες.

480585977_1188913516088065_1208537849459715772_n

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης