Καλησπέρα σας! Η σημερινή μας συνάντηση πραγματοποιείται για να μας δώσετε πληροφορίες για το νησί της Μήλου ,όπως εσείς το ζήσατε στα παιδικά σας χρόνια! Αρχικά , λοιπόν πείτε μου πώς σας λένε;
-Ονομάζομαι Αντώνης.
-Πόσο χρονών είσαστε και πόσα χρόνια ζείτε στο νησί;
-Είμαι 75 χρονών και ζω στην Μήλο όλη μου τη ζωή.
-Πως ήταν τα σχολικά σας χρόνια;
-Όταν ήμουν εγώ στο σχολείο ήμασταν λίγα παιδιά 45 το πολύ, αλλά σε άλλα σχολεία του νησιού όπως στη Ζεφυρία έχω ακούσει ότι ήταν 85 παιδιά σε μία τάξη. Εμείς τότε ήμασταν στις τάξεις η πρώτη με την δευτέρα, η τρίτη με την τετάρτη και η πέμπτη με την έκτη δημοτικού αντίστοιχα. Για να γράφουμε χρησιμοποιούσαμε το κοντύλι και πένες. Δεν είχαν έρθει ακόμα τα στυλό τότε εδώ. Όταν ήμουν εγώ στην τρίτη δημοτικού ένας Αμερικάνος έφερε για πρώτη φορά στυλό εδώ. Είχε μια πιατέλα ολόκληρη γεμάτη στυλό. Επίσης υπήρχαν από τότε διάφορα πράγματα που πάνω κάτω ισχύουν και σήμερα. Όπως τα παιδιά στα πίσω πίσω θρανία που ήταν οι κακοί μαθητές που βάζανε πέτρες για να κάθονται ώστε να μην τους βλέπει ο καθηγητής και να μην έχουν επαφή μαζί τους. Τα λεγόμενα καντούνια.
-Οι σχέσεις σας με τους δασκάλους σας πως ήταν;
-Οι δάσκαλοι ήταν πάντα πολύ αυστηροί και μερικοί ξυλοκοπούσαν πάρα πολύ. Στου Τριοβασάλου το σχολείο άκουγες και για βίτσες και για άλλα. Εμάς δεν ήταν αυστηρός, ήταν πολύ πιο διαφορετικός. Το θεωρούσε υποχρέωση να σου μάθει γράμματα. Δύο παιδιά τα άφησε μέχρι 16 χρονών. Στα 12 τελείωνες. Τους κράτησε για να μάθουν έστω τα βασικά γιατί αυτός έβλεπε…σου λέει που θα πας; Να μην ξέρεις να στείλεις ένα γράμμα στην μάνα σου; Να μην ξέρεις να λογαριάζεις; Μας πήγαινε εκδρομές, μας πρόσεχε πολύ. Μας πήγαινε στις στέρνες και βλέπαμε για το νερό. Πηγαίναμε σε τολμηρές εκδρομές, δεν έπαιρνε ο καθένας τις ευθύνες να σε πάει στην Αχιβαδόλιμνη, στον Προβατά , να πάμε στον Άγιο Δημήτρη, να πάμε στον Εμποριό με μαούνα!
- Ως παιδί ποιες ήταν οι συνήθειές σας, η καθημερινότητά σας; Πως ήταν γενικότερα οι συνθήκες τότε, τα επαγγέλματα;
-Τα παιδιά τότε έκαναν όλες τις δουλειές. Παίρναμε τα γαϊδούρια από το ένα χωράφι και τα πηγαίναμε σε άλλα χωράφια, στο χωριό. Να βόσκεις τα κατσίκια μια, δυο ώρες. Ήθελε και το σχολείο μια έγνοια . Όλα τα παιδιά τότε κάναμε όλες τις δουλειές, τις αγγαρείες του σπιτιού. Μπορούσε ο γονιός που είχε πέντε, έξι παιδάκια και είχε μαγειρέματα και δουλείες να ασχολείται με αυτά; Το παιδί δέκα χρονών τότε έκανε στο σπίτι σοβαρές δουλειές. Δεν θεωρούσουνα μικρός άμα ήσουν δέκα χρονών , μην κοιτάς τώρα που είναι όλα έτοιμα και έχει η μάνα δυο παιδάκια. Άμα έχεις ένα μικρό σπίτι, είσαι σε δύσκολη κατάσταση πώς θα μπορούσες να είσαι και χύμα; Το παιδί δέκα χρονών έπρεπε να αποδίδει. Βοηθούσανε την μάνα στο πλύσιμο στα ρούχα, βάζανε μπουγάδα. Κάνανε πολλά πράγματα. Τώρα είναι όλα εύκολα. Φούρνιζαν ο κόσμος ,οι φούρνοι εχάσκαν. Δέκα άνθρωποι πήγαιναν στον φούρνο, στον φούρνο που πάει τώρα όλη η Μήλος, όλα τα χωριά. Οι πιο πολλοί φούρνιζαν στις εξοχές , ο κόσμος ζύμωνε ψωμί για μια βδομάδα .
Τα γλυκά …τότε ο ζαχαροπλάστης, να φανταστείς πόση κίνηση είχε ο Αδάμαντας. Όταν ήμουν εγώ στο λεωφορείο τότε το 65΄ παίρναμε από την Πλάκα τα γλυκά σε ειδικό κασάκι με χερούλια από πάνω για να μην τα σκορπίσουμε τρεις ή τέσσερεις νταβάδες, ο κάθε ένας να είχε τριάντα γλυκά; Σκέψου τώρα από την Πλάκα να κατεβαίνουμε στον Αδάμαντα με το λεωφορείο το κασάκι με τρεις νταβάδες, κανταΐφι γαλακτομπούρεκο και μπακλαβά και καμιά πάστα. Σκέψου τώρα από την Πλάκα, ένα ήταν το ζαχαροπλαστείο. Μέχρι που ένας άνθρωπος ένας γιαουρτάς έγινε και ζαχαροπλάστης. Τότε απαλλάχτηκε ο Αδάμαντας από την Πλάκα και ήταν αυτόνομοι.
Τα μαγαζιά, ένα καφενείο ήταν τότε στον Αδάμαντα κάνα δυο καφενεία μόνο για καφέ και τώρα εκεί που είναι το Ακταίον ήταν το καλό το μαγαζί, να πας να πάρεις γλυκό, γλυκό του κουταλιού και να πιεις και καφέ σε καλύτερο περιβάλλον. Οι σόδες έρχονταν από την Αθήνα, αναψυκτικά κάναμε στην Μήλο, έφερναν ειδικό χυμό, συμπυκνωμένο χυμό ή σκόνη, δεν ξέρω ακριβώς και κάνανε πορτοκαλάδες και λεμονάδες στην Πλάκα. Αυτό γινόταν πριν το 60΄ η μεταφορά στα χωριά, στα καφενεία γινόταν με τον γάιδαρο. Βάζανε ειδικά ξύλα στα πλάγια των γαϊδουριών, όπως είναι τα καφάσια και τα γέμιζαν με μπουκάλια. Εκατό μπουκάλια χωρούσε το κάθε καφάσι. Το αστείο ήταν πως εκατό μέτρα πριν φτάσει ο γάιδαρος στο μαγαζί ακούγονταν τα μπουκάλια που τσούγκριζαν μεταξύ τους.