Οι τρείς Ιεράρχες, της Μιχαλοπούλου Αικατερίνης

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΕΣ

ΟΙ ΠΛΕΟΝ ΕΙΡΗΝΙΚΟΙ  «ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ»ΠΑΤΕΡΕΣ ΣΤΟ ΔΙΗΝΕΚΕΣ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ.

threepat

Η συμβατική λήξη ενός ημερολογιακού έτους και η έναρξη του επόμενου αποτελούν, συνήθως, σημείο αναφοράς για κάθε άνθρωπο και ιδιαίτερα για έναν χριστιανό ορθόδοξο που προβληματίζεται ως προς την πορεία, τόσο της προσωπικής του ύπαρξης, όσο και και για τη συμπόρευση του στο επίγειο μέλλον με όλη την ανθρωπότητα.

Κι αυτό διότι, ενώ ξεκινούμε με ευχές,ελπίδες και οραματισμούς για το αύριο και τη νέα χρονιά, η πραγματικότητα μας διαψεύδει. Κοινωνική σήψη,οικονομική καθίζηση,διαφθορά στη δικαιοσύνη, απογοήτευση από την τυπολατρεία της εκκλησιαστικής λατρείας,καταπίεση και ποταμοί αίματος ανάμεσα σε λαούς είναι μόνο ελάχιστα, από όσα μας οδηγούν στο να μετέχουμε ενεργά στο κοινωνικό «γίγνεσθαι» ή πολύ απλά… στο να χάνουμε την ψυχική μας ηρεμία και γαλήνη παρακολουθώντας παθητικά τα δρώμενα.

Τι πιο αισιόδοξο,όμως, και πιο αναπαυτικό, εάν η μνήμη μας «δρασκελίσει»το μήνα Γενάρη και φτάσει μία ημέρα πριν το τέλος του στις 30 δηλαδή αυτού, οπότε και η Ορθοδοξία  πανηγυρίζει τιμώντας τη μνήμη τριών αγίων της που το πέρασμά τους νοηματοδότησε για πάντα τον ρου της παγκόσμιας ιστορίας. Πρόκειται για τους « τρεις μεγίστους φωστήρας της  τρισηλίου  Θεότητος» το Μεγάλο Βασίλειο,το Γρηγόριο το Θεολόγο και τον Ιωάννη το Χρυσόστομο.

Ο βίος τους είναι κατά τι γνωστός και δεν θα επεκταθούμε σε αυτόν, εξόν από το να υπενθυμίσουμε ότι προέρχονταν από εύπορες μεν οικογένειες της ανώτερης κοινωνικής τάξης,αλλά ευσεβέστατες δε, αφού οι ίδιοι γαλουχήθηκαν με τα νάματα της χριστιανικής πίστης από τις καθαγιασμένες επίσης μητέρες τους Εμμέλεια, Νόννα και Ανθούσα αντίστοιχα. Παρέμειναν άγαμοι και ακτήμονες ώστε να αφοσιωθούν στο λόγο του Θεού και στην Εκκλησία ποικιλοτρόπως.

Και έκαμαν πράξη το ρηθέν από τον Απόστολο Παύλο ότι «πίστις άνευ έργων,γράμμα κενό»όπως βέβαια και το αντίθετο. Αξιοσημείωτο, όμως, είναι ότι στη συγκρότηση της προσωπικότητάς τους, έπαιξε ρόλο και η άψογη επιστημονική τους κατάρτιση σε πληθώρα γνωστικών αντικειμένων, την οποία μπορούσαν να αξιοποιούν διαρκώς προς δόξα Θεού. Επί παραδείγματι, εκπλήσσει ευχάριστα το γεγονός ότι οι σπουδές του Μ.Βασιλείου και του ιερού Χρυσοστόμου στον τομέα της Ιατρικής συνέβαλαν, κατόπιν, και στην κοινωνική τους προσφορά.

Έτσι,χειροτονημένος πλέον ο Βασίλειος ως αρχιεπίσκοπος στην Καισάρεια της Καππαδοκίας δε διστάζει να χτίσει μέσα σε ένα αριστοκρατικό προάστιο την περίφημη «Βασιλειάδα»ένα συγκρότημα από ευαγή ιδρύματα όπως γηροκομείο, ορφανοτροφείο και νοσοκομείο με πτέρυγα λεπρών τους οποίους μάλιστα περιποιείται ο ίδιος. Συνάμα,στηλιτεύει τη νοοτροπία κληρικών και μοναχών που αρνούνται την αξία της ιατρικής επιστήμης, ενώ ο ίδιος όχι μόνο υπεραμύνεται για την αναγκαιότητά της, αλλά επισημαίνει και τη θεία της προέλευση.

Εξίσου και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Έφτιαξε πολλά νοσοκομεία στην Κων/λη και συγκεκριμένα ένα για λοιμώδη νοσήματα κοντά στη συνοικία των εύπορων γαιοκτημόνων, πράγμα που τον έφερε σε οριστική ρήξη με την αυτοκράτειρα Ευδοξία, η οποία τον εξορίζει τελεσίδικα στα βάθη της Αρμενίας. Αξιοθαύμαστη έμεινε, επίσης, και η κίνησή του να πουλήσει τα πολυτελή σκεύη και έπιπλα της αρχιεπισκοπής όντας ο ίδιος στο θρόνο προκειμένου να διοργανώσει με τα συγκεντρωθέντα ποσά το συσσίτιο 7000 αναξιοπαθούντων, σε καθημερινή βάση.

Όσον αφορά στο πρόσωπο του Γρηγορίου του Θεολόγου είναι ανυπέρβλητη η προσφορά του στις θεωρητικές σπουδές και στη στήριξη της θύραθεν κλασικής παιδείας, της τόσο παρεξηγημένης από κάποιους αδαείς και φοβικούς χριστιανούς, λαϊκούς αλλά και ιερείς. Χαρακτηρίζει μάλιστα ως «αγροίκους»και «αγράμματους» όσους δε δέχονται την αξία της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας και φιλοσοφίας, ενώ αποκαλεί την Αθήνα που ήταν τότε λίκνο πολιτισμού «Χρυσή Αθήνα των Γραμμάτων». Ταυτόχρονα συγκλονίζει,αν λάβουμε υπόψιν,τη θέση της γυναίκας εκείνη την εποχή,η άποψή του ως αποφοίτου της Νομικής ότι το κράτος νομοθετεί υπέρ των ανδρών και αφήνει απροστάτευτες στο έλεός τους τις γυναίκες και τα παιδιά που είναι όλοι τους εξίσου χωρίς καμία διάκριση εικόνες Θεού.

Τέλος, δεν είναι τυχαίο το ότι η Εκκλησία μας τους καθιέρωσε προστάτες των γραμμάτων, ακριβώς διότι συνέλεξαν επιτυχώς ό.τι εκλεκτό είχε να προσφέρει ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός από τη γλώσσα και τη φιλοσοφία, πράγμα που δεν έγινε μόνο το θεμέλιο για τη σημερινή  παιδεία αλλά και για τη διατύπωση των χριστιανικών δογμάτων. Είναι επιπλέον πολύ ευχάριστο το γεγονός ότι τα έργα τους μεταφρασμένα στα λατινικά ήδη από τον 4ο αιώνα, εδώ και πέντε περίπου αιώνες έχουν αρχίσει να μεταφράζονται και σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Ευελπιστούμε, έτσι, ότι ο ρηξικέλευθος λόγος και το επαναστατικό χριστιανικό ήθος των τριών Ιεραρχών θα μεταφερθούν και στη φτωχότερη πνευματικά  Δύση από την καθ’ημάς Ανατολή όπως, βέβαια, τελικά με τη Χάρη του Θεού πρέπει να ισχύει για τον καθένα μας.

Σχολιάστε

Top