Ο Καλύτερος Κακός Καλικάντζαρος

Ιωάννης Βλαχογιάννης

Κάποτε στη µακρινή Ελβετία ζούσε ο Σβεν µε την οικογένειά του.Το βράδυ των Χριστουγέννων ο Σβεν έλεγε µια ιστορία στα παιδιά του. Την ιστορία του “ Καλύτερου κακού καλικάντζαρου ”. “ Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας καλικάντζαρος , ο Τίµι. Ο Τίµι δεν ήταν τόσο καλός όσο ακούγεται. Ήταν σατανικός! Κάθε Χριστούγεννα ο Τίµι κατέβαινε από το βουνό. Πήγαινε µεταµφιεσµένος στο χωριό ως ένα µικρό αγοράκι . Πήγαινε στα ζαχαροπλαστεία και του έδιναν δωρεάν µπισκότα και ζαχαρωτά επειδή όλοι τον έβρισκαν πολύ γλυκό. Δυστυχώς δεν ήξεραν την αλήθεια. Όταν πήγαινε κάπου και δεν του έδιναν δωρεάν γλυκά, έµπαινε στο σπίτι αυτής της οικογένειας, ξεστόλιζε το δέντρο και έπαιρνε τα στολίδια και τα δώρα!

Οι χωρικοί τον φοβόντουσαν αλλά δεν ήξεραν ποιος είναι, επειδή κάθε χρόνο ερχόταν µεταµφιεσµένος µε άλλον τρόπο. Οι ζαχαροπλάστες ζούσαν έναν εφιάλτη. Αναγκαζόντουσαν να δίνουν δωρεάν γλυκά σε όλα τα µικρά παιδάκια, γιατί φοβόντουσαν µην είναι ο Τίµι.

Έτσι ο Δήµαρχος του χωριού αποφάσισε να πάρει δρακόντεια µέτρα : έκλεισε όλα τα ζαχαροπλαστεία! Όποιος ήθελε κάτι γλυκό έπρεπε να φύγει εκτός χωριού . Ξαφνικά όλα ερήµωσαν. Ο Τίµι δεν είχε τι να κάνει. Είχε στενοχωρηθεί επειδή εξαιτίας του όλα τα ζαχαροπλαστεία έκλεισαν. Μετά από µερικά χρόνια ο Τίµι είχε µεγαλώσει πολύ, αλλά τα πράγµατα στο χωριό ακόµα δεν είχαν αλλάξει. Ο Τίµι τότε κατάλαβε τι πρέπει να κάνει.

Πήρε τη µορφή ενός ηλικιωµένου άντρα και κατέβηκε για µια τελευταία φορά στο χωριό. Είχε χρόνια να κατέβει και δεν ήξερε ακριβώς τι συνθήκες επικρατούσαν εκεί . Όταν κατέβηκε και είδε το σε πόσο κακή κατάσταση ήταν το χωριό, σκέφτηκε: “ έχω δύο µέρες να το διορθώσω, αλλιώς και αυτά τα Χριστούγεννα θα πάνε στράφι” .

Ο Τίµι ως γεράκος χτύπησε όλες τις πόρτες του χωριού και σε όλους είπε: “ Αν θέλετε να περάσετε ξανά φυσιολογικά Χριστούγεννα, ελάτε µαζί µου στο δηµαρχείο”. Πολλοί πήγαν, αλλά άλλοι όχι. Ο Τίµι, µαζί µε όλους τους χωρικούς που ήταν µαζί του, περίµεναν πάνω από µια µέρα έξω από το Δηµαρχείο και απαιτούσαν από τον Δήµαρχο να ξανα-ανοίξει τα ζαχαροπλαστεία . Ο Δήµαρχος µετά από πολλή ώρα τελικά τους το επέτρεψε.

Είχαν µείνει µόνο 15 ώρες και µετά θα ερχόντουσαν τα Χριστούγεννα! Ο Τίµι και οι υπόλοιποι έπιασαν δουλειά. Άνοιξαν όλα τα ζαχαροπλαστεία και γέµισαν τους φούρνους των ζαχαροπλαστείων µε γλυκά. Στη συνέχεια στόλισαν όλα τα µαγαζιά και τα σπίτια και άναψαν το µεγάλο δέντρο στο κέντρο της πλατείας . Οι ώρες πέρασαν και έφτασαν τα Χριστούγεννα.

Όλα ήταν τέλεια, όµως κάτι έλειπε . Τα δώρα! Όταν ο Τίµι το κατάλαβε, στενοχωρήθηκε πάρα πολύ. Τον είδε ένα µικρό παιδάκι και τον ρώτησε: “ Κύριε, γιατί είστε στενοχωρηµένος; Όλα είναι τέλεια! Είναι Χριστούγεννα θα έπρεπε να είστε χαρούµενος!” . Μετά το παιδάκι έφυγε . Ο Τίµι το σκέφτηκε και αποφάσισε να φανερωθεί στους ανθρώπους.

Πήγε στο κέντρο της πλατείας και ανέβηκε σε ένα πεζούλι. Από κάτω οι πιο πολλοί το ήξεραν, αλλά τον ήξεραν ως γεράκο. Ο Τίµι ξαφνικά πήρε την κανονική του µορφή. Στην αρχή οι πιο πολλοί τρόµαξαν αλλά στην πραγµατικότητα δεν τους ένοιαζε. Δεν τους ένοιαζε, επειδή ο Τίµι ήταν αυτός που έφερε τα Χριστούγεννα πίσω. Μπορεί να ήταν Χριστούγεννα χωρίς δώρα, αλλά σίγουρα ήταν τα καλύτερα!” Ώσπου να τελειώσει η ιστορία, τα παιδιά του Σβεν είχαν αποκοιµηθεί. Ένα γλυκό χαµόγελο στόλιζε τα πρόσωπά τους!

 

ΤΈΛΟΣ

 

Σπύρος Βαλωµένος 4/12/22

Κάντε το πρώτο σχόλιο

Υποβολή απάντησης